Η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει ακόμη αξιόπιστη αντιπολίτευση, έχει όμως ένα σοβαρό πρόβλημα που παρατείνεται αδικαιολόγητα και ως προς τη διερεύνηση των αιτίων που το προκαλούν και ως προς την αντιμετώπισή του
Μιλάμε για τις συνεχιζόμενες εξωφρενικές αυξήσεις στα τρόφιμα (και γενικώς στα προϊόντα πώλησης από τα σούπερ μάρκετ) που ανατροφοδοτούν την πληθωρισμό, εξαντλούν οικονομικά τα νοικοκυριά και δημιουργούν τεράστιο κοινωνικό ζήτημα.
Από το 2019 η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλήθηκε να διαχειριστεί προβλήματα που προέκυψαν «για πρώτη φορά», τα οποία σχεδόν στο σύνολό τους ήταν «εισαγόμενα» και είχαν παγκόσμιες επιπτώσεις. Ωστόσο τα αντιμετώπισε με σχετική επιτυχία, γι’ αυτό άλλωστε η κοινή γνώμη την επιβράβευσε χαλαρά με μια δεύτερη θητεία και… αδύναμη αντιπολίτευση.
Ακόμη και στο θέμα της ενεργειακής ακρίβειας (ρεύμα, υγρά καύσιμα και προϊόντα τα οποία επηρεάζονται άμεσα) που προέκυψε ως παρενέργεια του πολέμου στην Ουκρανία, των στρεβλώσεων στη χρηματιστηριακή αγορά ενέργειας, αλλά και στην επανεκκίνηση της παγκόσμιας οικονομίας μετά την πανδημία COVID υπήρξε κάποιος έλεγχος της κατάστασης. Λίγο οι μακράς διάρκειας επιδοτήσεις στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, λίγο οι πιέσεις στις εταιρείες και η φορολόγηση των κερδών, και περισσότερο η πτώση των τιμών διεθνώς επανέφεραν μια δύσκολη, αλλά ανεκτή ισορροπία. Προφανώς οι τιμές έχουν σταθεροποιηθεί σε υψηλότερο επίπεδο, αλλά δεν βρίσκονται σε συνεχή ανεξέλεγκτη άνοδο όπως συμβαίνει με τα τρόφιμα.
Από τον Μάιο του 2021 που ξεκίνησε η άνοδος των τιμών, τα τρόφιμα σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Η κυβερνητική πρόβλεψη ότι μεσοπρόθεσμα θα υπάρξει αποκλιμάκωση στις τιμές λιανικής δεν επιβεβαιώθηκε, ενώ το «καλάθι του νοικοκυριού» υπονομεύτηκε και δεν λειτούργησε ποτέ, καθώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει η αναγκαία κουλτούρα αναζήτησης ενός προϊόντος στη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Σε ό,τι αφορά το Market Pass, αν και χρήσιμο για όσες οικογένειες το πήραν, αποδείχθηκε ότι είναι πολύ μικρό για να εξισορροπήσει το τσουνάμι των ανατιμήσεων στα είδη πρώτης ανάγκης.
Είναι ενδεικτικό ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Οκτώβριο ανέβηκε στο 3,9% από 2,4% τον Σεπτέμβριο, όταν στην Ευρωζώνη έπεσε από το 4,3% στο 2,9%. Βρισκόμαστε δηλαδή σε αντίθετη τροχιά με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όταν όλοι γνωρίζουμε ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι από τους χαμηλότερους ανάμεσα στους «27» της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Επιπλέον, στις περισσότερες χώρες ο δείκτης τιμών καταναλωτή είναι απολύτως συνδεδεμένος με τον πληθωρισμό. Οταν ανέβαιναν οι τιμές, ανέβαινε και ο πληθωρισμός, όταν άρχισαν να πέφτουν οι τιμές είχαμε και αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Σε ελάχιστες χώρες, πρώτη μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, ακόμη και όταν έπεφτε ο πληθωρισμός οι τιμές στα τρόφιμα εξακολουθούσαν να ανεβαίνουν. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα σταμάτησαν να αγοράζουν βασικά καταναλωτικά προϊόντα.
Το πιο εξοργιστικό είναι ότι οι αυξήσεις δεν συνδέονται με το κόστος παραγωγής, ούτε καν με τον βασικό νόμο της ελεύθερης αγοράς περί προσφοράς και ζήτησης. Το φαινόμενο ονομάστηκε διεθνώς «πληθωρισμός της απληστίας» ακριβώς για να καταδείξει ότι τα αίτια της εντεινόμενης ακρίβειας δεν ήταν η αύξηση του κόστους παραγωγής ή μεταφοράς, αλλά τα κόλπα των εμπόρων να αυξήσουν υπέρμετρα τα κέρδη τους σε βάρος των καταναλωτών. Και όπου δεν αυξάνουν τις τιμές, μειώνουν την ποσότητα στις συσκευασίες, ή μπορεί να κάνουν και τα δύο ταυτόχρονα. Δηλαδή και ανατιμήσεις και μείωση της ποσότητας.
Ειδικά στην Ελλάδα τα πράγματα εξελίσσονται ακόμη χειρότερα, αφού το ίδιο προϊόν, της ίδιας εταιρείας, στην ίδια συσκευασία μπορεί να πωλείται σε άλλες χώρες της Ευρώπης στη μισή τιμή. Εκατοντάδες τα παραδείγματα που βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας. Ακόμη και ο πρωθυπουργός ομολόγησε την έκταση του προβλήματος επισημαίνοντας ότι «η Ελλάδα δεν είναι μπανανία», ακριβώς για να καταδείξει την εξωφρενική κερδοσκοπία από πολυεθνικές εταιρείες σε βάρος του καταναλωτή. Τα πρόστιμα που άρχισαν να πέφτουν -και απ’ ό,τι φαίνεται θα ακολουθήσουν κι άλλα- είναι ένα μέτρο στη σωστή κατεύθυνση. Δεν φτάνει όμως.
Η μάχη με την αισχροκέρδεια πρέπει να πάρει τα χαρακτηριστικά ενός εθνικού σχεδίου που θα αντιμετωπίζει ολιστικά το πρόβλημα και σε βάθος χρόνου. Η κυβέρνηση επιβάλλεται να αναλάβει και νέες πρωτοβουλίες, πιο δυναμικές, η Επιτροπή Ανταγωνισμού να γίνει πιο τολμηρή και οι καταναλωτικές οργανώσεις να εκπαιδεύσουν επιτέλους τον πολίτη στην αντιμετώπιση της ακρίβειας και της κοροϊδίας.