search icon

Γνώμες

Πώς θα σκάσει η «φούσκα» των κεντρικών τραπεζών;

Υποτίθεται ότι τα επιτελεία των κεντρικών τραπεζών αναζητούν το λεγόμενο «ουδέτερο» επιτόκιο, εκείνο δηλαδή με το οποίο ο πληθωρισμός θα σταματήσει να ανεβαίνει, χωρίς όμως η οικονομία να πέσει σε ύφεση αλλά πολλοί εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο είναι πλέον ανέφικτο, ειδικά για την Ευρωζώνη

Το τέλος της εποχής του φθηνού χρήματος σηματοδοτούν οι κινήσεις των κεντρικών τραπεζών που σταματούν τη δημιουργία νέου χρήματος (το λεγόμενο «τύπωμα» χρήματος ή ποσοτική χαλάρωση) και προχωρούν σε αυξήσεις επιτοκίων.

Τα τελευταία χρόνια οι κεντρικές τράπεζες διοχέτευσαν τεράστιες ποσότητες νέου χρήματος στην παγκόσμια οικονομία αγοράζοντας κρατικά και εταιρικά ομόλογα και κατέβασαν τα επιτόκια στο μηδέν ή ακόμα και κάτω από αυτό (αρνητικό επιτόκιο). Στόχος αυτής της λεγόμενης «χαλαρής» νομισματικής πολιτικής ήταν να αποτραπεί η οικονομική ύφεση, που σημαίνει ανεργία και πτωχεύσεις, καθώς και να αποτραπεί η κατάρρευση μεγάλων τραπεζών και άλλων εταιρειών που θα επηρεάσουν συστημικά την παγκόσμια αγορά.

Οι πολιτικές αυτές, όμως, που εφαρμόζονται σχεδόν αδιάλειπτα μετά το κραχ του 2008, έχουν δημιουργήσει μια ιδιόμορφη, ασυνήθιστη -και για πολλούς οικονομολόγους, επικίνδυνη- κατάσταση.

Το νέο χρήμα που δημιουργήθηκε από όλες τις κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως υπολογίζεται ότι είναι περίπου 30 τρισ. δολάρια, με την ΕΚΤ να έχει «τυπώσει» περίπου 9,3 τρισ. δολάρια (τη στιγμή που το ΑΕΠ ολόκληρης της Ευρωζώνης είναι περί τα 18 τρισ. δολάρια) και η Fed 8,9 τρισ. δολάρια (με ΑΕΠ 20 τρισ. δολάρια).

Κάποιοι μιλούν για «φούσκα» των κεντρικών τραπεζών, για την οποία εδώ και χρόνια τίθεται το ερώτημα πότε θα εκτονωθεί και, το κυριότερο, με ποιον τρόπο. Μπορεί να «ξεφουσκώσει» ομαλά ή υπάρχει ο κίνδυνος να «σκάσει» ανεξέλεγκτα, με επιπτώσεις που θα κάνουν τη «φούσκα» των dot-com του 2000 και των τοξικών παραγώγων του 2008 να μοιάζουν με… παιδικά πάρτυ.

Ήδη το τελευταίο διάστημα οι δείκτες μετοχών και οι τιμές των ομολόγων παρουσιάζουν μεγάλη μεταβλητότητα, καθώς οι επενδυτές προσπαθούν να σταθμίσουν το νέο οικονομικό περιβάλλον. Η νευρικότητα έχει ευρύτερες συνέπειες, καθώς μια απότομη προσγείωση και ένα χρηματιστηριακό κραχ θα επηρεάσουν και την πραγματική οικονομία.

Η «άσκηση» για τους κεντρικούς τραπεζίτες ήταν εξ αρχής δύσκολη, αλλά τώρα πλέον σε περιβάλλον πληθωρισμού και πολέμου ίσως δεν έχει ανώδυνη λύση.

Υποτίθεται ότι τα επιτελεία των κεντρικών τραπεζών αναζητούν το λεγόμενο «ουδέτερο» επιτόκιο, εκείνο δηλαδή με το οποίο ο πληθωρισμός θα σταματήσει να ανεβαίνει, χωρίς όμως η οικονομία να πέσει σε ύφεση.

Πολλοί πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο είναι πλέον ανέφικτο, ειδικά για την Ευρωζώνη, όπου ο πληθωρισμός έχει φτάσει στο 8,1%, αλλά χωρίς την ενέργεια και τα τρόφιμα είναι «μόνο» 3,8%. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των επιτοκίων θα «σκοτώσει» την κατανάλωση και θα φρενάρει την οικονομία ανεβάζοντας την ανεργία, αλλά με μικρό αποτέλεσμα συνολικά στον πληθωρισμό. Αυτός είναι και ο λόγος που κάποιοι οικονομολόγοι μιλούν για την απειλή του στασιμοπληθωρισμού, ήτοι άνοδος των τιμών, παράλληλα με οικονομική στασιμότητα -ίσως ύφεση- και ανεργία.

Στην κατεύθυνση της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής και της αύξησης των επιτοκίων στην Ευρωζώνη πιέζουν τα λεγόμενα «γεράκια» της ΕΚΤ, οι εκπρόσωποι χωρών όπως η Ολλανδία, η Αυστρία, η Λετονία, αλλά και η Γερμανία. Οι Νότιοι υποστηρίζουν το αντίθετο, κυρίως οι υπερχρεωμένες χώρες όπως κατεξοχήν η Ελλάδα και η Ιταλία, δεδομένου ότι η άνοδος των επιτοκίων δημιουργεί πρόβλημα όχι μόνο στις οικονομίες τους, αλλά και στο δημόσιο χρέος.

Θεωρητικά, η άνοδος του πληθωρισμού αυξάνει το ονομαστικό ΑΕΠ, οπότε το χρέος μειώνεται ως ποσοστό του τελευταίου, όπως συμβαίνει πλέον με το ελληνικό δημόσιο χρέος, το οποίο ανήκει κατά το μεγαλύτερο μέρος στον ESM και η χρηματοδότησή του εξαρτάται λιγότερο από τα επιτόκια της αγοράς. Όμως, αν η οικονομική δραστηριότητα επιβραδυνθεί και αναπτυχθεί υφεσιακή δυναμική, η αύξηση του κόστους χρήματος ίσως αποδειχθεί καταστροφική και δημιουργήσει συνθήκες για νέα κρίση χρέους.

Exit mobile version