Η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκαλεί μεγάλα προβλήματα στις ευρωπαϊκές οικονομίες αλλά τελικά και στην ίδια την ΕΚΤ. Η νομισματική πολιτική της Ε.Ε. μοιάζει αυτή τη στιγμή αφενός να είναι αναποτελεσματική, αφετέρου να οδηγείται σε αδιέξοδο προκαλώντας αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, χωρίς οφέλη για κανέναν εκτός των τραπεζών που θα δουν τα κέρδη τους να αυξάνονται από την αύξηση των επιτοκίων των δανείων ενώ δεν αυξάνουν τα επιτόκια καταθέσεων.
Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι εμπορικές τράπεζες, εκμεταλλευόμενες την αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, αυξάνουν τα επιτόκια των νέων αλλά και των παλαιότερων δανείων που έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο, αλλά δεν αυξάνουν τα επιτόκια καταθέσεων. Έτσι θα καταφέρουν να βγάλουν πολύ μεγάλα κέρδη ενώ οι οικονομίες εισέρχονται σε ύφεση. Οι δανειολήπτες, ιδιώτες και επιχειρήσεις, θα επιβαρυνθούν με αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης των δανείων τους, ενώ οι καταθέτες δεν θα ωφεληθούν. Η συμπεριφορά αυτή των τραπεζών οφείλεται αφενός στον περιορισμένο αριθμό των τραπεζών στην Ελλάδα, που μειώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους για την προσέλκυση καταθετών ή για τη χορήγηση δανείων. Αποτέλεσμα είναι να διατηρούνται τα επιτόκια για τους Έλληνες καταθέτες στο μηδέν, όταν π.χ. στην Αγγλία φθάνουν ήδη το 3%.
Αφετέρου όμως και η ίδια η ΕΚΤ ευθύνεται για την τακτική των τραπεζών, διότι τις δανείζει αφειδώς με εξευτελιστικά χαμηλό επιτόκιο στο πλαίσιο της στήριξης του τραπεζικού συστήματος που ξεκίνησε με την πανδημία και τα lockdowns των οικονομιών. Επειδή τους προσφέρει τόσο φθηνό χρήμα, οι τράπεζες δεν έχουν ανάγκη τους καταθέτες για να βρουν χρήματα, συνεπώς δεν χρειάζεται να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων. Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα επειδή οι τράπεζες καταθέτουν τα χρήματα που παίρνουν από την ΕΚΤ και τα χρήματα των καταθέσεών τους στην ίδια την ΕΚΤ, αποκομίζοντας αυτόματα κέρδη χωρίς ρίσκο και ζημιώνοντας ακόμη και την ΕΚΤ. Είναι προφανές ότι η ευθύνη για την κατάσταση αυτή ανήκει στις κεντρικές τράπεζες και συγκεκριμένα στην ΕΚΤ, η οποία πρέπει να σταματήσει αφενός να δανείζει τις τράπεζες με τόσο χαμηλό επιτόκιο και αφετέρου πρέπει να σταματήσει να πληρώνει ακριβά τις καταθέσεις τους. Το πρόβλημα αυτό εξετάζεται τώρα από την ΕΚΤ, αλλά υπάρχουν προς το παρόν νομικά προβλήματα που πρέπει να λυθούν για να προχωρήσει σε αλλαγή πολιτικής έναντι των εμπορικών τραπεζών.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Morgan Stanley, οι ευρωπαϊκές εμπορικές τράπεζες θα αποκομίσουν άκοπα και χωρίς ρίσκο κέρδη ύψους 28 δισ. ευρώ, μόνο από αυτή την «αστοχία» της ΕΚΤ.
Επιπλέον, καταθέτοντας τα χρήματα στην ΕΚΤ με κέρδος, οι εμπορικές τράπεζες δεν κάνουν τη βασική τους δουλειά που είναι η δανειοδότηση της οικονομίας. Προτιμούν να τα καταθέσουν στην ΕΚΤ παρά να πάρουν το ρίσκο των δανείων και έτσι συγκρατούν τις χρηματοδοτήσεις τους.
Σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, είναι αδιανόητη η ενίσχυση αυτή των τραπεζών από την ΕΚΤ με χρήματα που τελικά πληρώνουν οι φορολογούμενοι, όταν οι δανειολήπτες είναι αντιμέτωποι με αυξημένα επιτόκια δανείων και όλοι οι πολίτες με το υπερβολικό κόστος ζωής που προκαλεί ο πληθωρισμός λόγω της ενεργειακής κρίσης.
Από την άλλη μεριά, κορυφαίος Έλληνας τραπεζίτης εξηγεί ότι ακόμη κι αν σταματήσει η ΕΚΤ να χρηματοδοτεί τις τράπεζες, αυτές δεν θα αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων διότι δεν χρειάζονται επιπλέον καταθέσεις. Και αυτό διότι οι καταθέσεις είναι πολύ περισσότερες από τα δάνεια και «λιμνάζουν». Μέχρι να περιοριστούν, πράγμα το οποίο θα γίνει αργά ή γρήγορα εφόσον το υψηλό κόστος ζωής αναγκάζει τους πολίτες να «τρώνε από τα έτοιμα», δηλαδή από τις αποταμιεύσεις τους, τα επιτόκια των καταθέσεων δεν θα αυξάνονται.
Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωρίζει αυτά τα προβλήματα, αλλά δεν έχει δυνατότητα παρέμβασης στις εμπορικές τράπεζες προκειμένου να τις πιέσει να αυξήσουν τα επιτόκια των καταθέσεων. Θεωρεί ότι μόνο ο μεταξύ τους ανταγωνισμός θα τις αναγκάσει να διεκδικήσουν τις καταθέσεις αυξάνοντας τα επιτόκια που προσφέρουν. Από την άλλη μεριά, αναγνωρίζει ότι όταν έχεις μόνο τέσσερις τράπεζες, ο ανταγωνισμός είναι περιορισμένος. Γι’ αυτό και όπως φαίνεται από τις κινήσεις της, προσπαθεί να δημιουργήσει την προοπτική μιας πέμπτης μεγάλης τράπεζας με τη συγχώνευση μεταξύ μη συστημικών τραπεζών ώστε να αυξηθεί ο ανταγωνισμός. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αν η ΕΚΤ διορθώσει το λάθος της και περιορίσει τα φτηνά δάνεια στις εμπορικές τράπεζες, δυσκολεύοντας ταυτόχρονα την κατάθεση των χρημάτων αυτών στους δικούς της καταθετικούς λογαριασμούς, ίσως το πρόβλημα λυθεί ταχύτερα.
Το γεγονός ότι οι τράπεζες δεν αυξάνουν τα επιτόκια καταθέσεων λειτουργεί και εις βάρος του ευρώ. Η ΕΚΤ δικαιολογεί την αύξηση των επιτοκίων της λέγοντας ότι εκτός από την καταπολέμηση του πληθωρισμού, η αύξηση στηρίζει και την ισοτιμία του ευρώ. Όμως αυτός ο στόχος δεν επιτυγχάνεται αν οι τράπεζες δεν αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων που προσφέρουν. Διότι αν το επιτόκιο κατάθεσης δεν αυξηθεί, δεν θα αυξηθεί ούτε η ελκυστικότητα του νομίσματος.
Τελικά, λοιπόν, η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ σήμερα ενδέχεται να έχει αρνητικές μόνο συνέπειες, αφού:
Πρώτον, ο πληθωρισμός δεν οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση αλλά στην περιορισμένη προσφορά λόγω πολέμου και ενεργειακής κρίσης, συνεπώς τα αυξημένα επιτόκια δεν επηρεάζουν πτωτικά τις τιμές.
Δεύτερον, τα αυξημένα επιτόκια επιβαρύνουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά και περιορίζουν τον ρυθμό ανάπτυξης, προκαλώντας μάλιστα ύφεση στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Τρίτον, η ισοτιμία του ευρώ δεν στηρίζεται αφού οι τράπεζες δεν αυξάνουν τα επιτόκια καταθέσεων.
Τελικά μόνο οι εμπορικές τράπεζες κερδίζουν από την αύξηση των επιτοκίων. Όταν όμως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει στηριχθεί πολλαπλώς με χρήματα των φορολογουμένων, το ζήτημα γίνεται πολιτικό και αφορά τα κόμματα και την κυβέρνηση. Συνεπώς, η ελληνική κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος πρέπει να βρουν έναν τρόπο συνεννόησης με τις τράπεζες ώστε να διευκολύνουν τη χρηματοδότηση της οικονομίας αλλά και να ανταμείψουν δίκαια τους καταθέτες.
Ειδικότερα υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες, και ενώ όλες οι κυβερνήσεις και φυσικά και η κυβέρνηση Μητσοτάκη πληρώνουν επιδοτήσεις επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό για να ανακουφίσουν τους πολίτες από το βάρος του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης, η αύξηση των επιτοκίων των δανείων τούς επιβαρύνει ακόμη περισσότερο χωρίς μάλιστα να τους ενισχύει έστω και με ψίχουλα μέσω μιας αύξησης των επιτοκίων των μικροκαταθέσεών τους.