Τα γεγονότα τις περισσότερες φορές δεν μπορεί ούτε να τα προβλέψει, αλλά πρέπει να τα διαχειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ως τώρα τα έχει πάει σχετικώς καλά. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από τον εαυτό της, δηλαδή την αλαζονεία, την πολιτική δειλία και την αδράνεια. Και τα τρία συμπτώματα εκδηλώνονται κυρίως κατά τη δεύτερη θητεία μιας κυβέρνησης με τη μορφή «μεταρρυθμιστικής κόπωσης». Είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που εμπόδισαν τον Κώστα Σημίτη να προχωρήσει την ασφαλιστική μεταρρύθμιση το 2000, όταν τρόμαξε από τις κινητοποιήσεις του βαθέος ΠΑΣΟΚ, και τον Κώστα Καραμανλή το 2007 να περιορίσει τις απαιτήσεις για ακόμη μεγαλύτερο (σε μέγεθος και κόστος) δημόσιο τομέα. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, αφού ούτε τη χώρα και τους πολίτες ωφέλησαν, αλλά ούτε στην εξουσία κατάφεραν να παραμείνουν. Εγκατέλειψαν τους στόχους, υποχώρησαν και τελικά ηττήθηκαν πολιτικά.
Ηταν βέβαιο ότι και η σημερινή κυβέρνηση θα βρισκόταν, τώρα στην αρχή της θητείας της, μπροστά σε ανάλογα διλήμματα. Είναι λογικό να θέλει σε αυτή τη χρονική συγκυρία να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε. Εχει νωπή τη λαϊκή εντολή και η αντιπολίτευση, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει πολιτικό αντιπερισπασμό, παραμένει αδύναμη, μακριά από τις αληθινές προσδοκίες της κοινωνίας. Καμία μεταρρύθμιση δεν θα μπορούσε να είναι πιο ουσιαστική και αναγκαία από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
Της μεγαλύτερης πληγής του ελληνικού κράτους σχεδόν από συστάσεώς του. Και τι πιο λογικό από τη θέσπιση ενός ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος που δεν υπερβαίνει τις κατώτερες αμοιβές ενός μισθωτού. Τα επιχειρήματα απλά, λιτά και στέρεα. Κανείς ελεύθερος επαγγελματίας δεν μπορεί να εξακολουθήσει να κάνει τη δουλειά του αν κερδίζει κάτω από 10.000 ευρώ τον χρόνο, δηλαδή λιγότερα και από τον χαμηλότερα αμειβόμενο υπάλληλο. Και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σε αυτή την κατηγορία ανήκει περίπου το 70% των επαγγελματιών.
Ενα οριζόντιο μέτρο, όπως αυτό, μπορεί πράγματι να αδικεί κάποιους, λίγους. Αλλά αντί η προσπάθεια να επικεντρωθεί στο πώς θα περιοριστούν οι αδικίες, άρχισαν να εκδηλώνονται σφοδρές πιέσεις για την πλήρη εγκατάλειψη του σχεδίου περιορισμού της φοροδιαφυγής. Αντιδράσεις και εκβιασμοί στους οποίους πρωτοστατούν πολλοί από εκείνους που κερδίζουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ τον χρόνο, συνδικαλιστικές οργανώσεις, παράγοντες, παρατρεχάμενοι και πολιτικοί που κατά τα άλλα «στηρίζουν» την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Προφανώς κανείς δεν θέλει να απεμπολήσει τα προσωπικά κεκτημένα υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Αλλά εκεί ακριβώς είναι η ευθύνη της κυβέρνησης. Να επιμείνει στη θέσπιση ενός δίκαιου, αλλά προσεκτικά μελετημένου μέτρου που θα διευρύνει επιτέλους τη φορολογική βάση, για να μην πληρώνουν κάθε χρόνο οι ίδιοι και οι ίδιοι.
Το φορολογικό νομοσχέδιο δεν είναι η μόνη πρωτοβουλία της κυβέρνησης που κινείται στη σωστή κατεύθυνση, αλλά συγκεντρώνει σφοδρές αντιδράσεις επειδή θίγει τα στενά συμφέροντα ή τις προσωπικές επιδιώξεις κάποιων. Ολοι θέλουν, υποτίθεται, τους καταλληλότερους για τις διοικήσεις των νοσοκομείων, καθώς ο τομέας της υγείας παραμένει βαριά προβληματικός με τεράστιες επιπτώσεις στην κοινωνία. Ωστόσο ο νόμος που προβλέπει τη θέσπιση αντικειμενικών κριτηρίων για την επιλογή των διοικήσεων αντιμετωπίζει ακόμη τεράστιες αντιδράσεις. Κάποιοι δεν θέλουν ούτε να τον αποδεχθούν, ούτε να τον εφαρμόσουν.
Ανάλογο σκηνικό διαμορφώνεται στο θέμα της μεταβίβασης ακινήτων και τα ηλεκτρονικά συμβόλαια. Σε μια εποχή που όλα διεκπεραιώνονται διαδικτυακά οι συμβολαιογράφοι επιμένουν στο χαρτί και την ταλαιπωρία του πολίτη. Αν το πρόβλημα εντοπίζεται στα ψηφιακά συστήματα, πρέπει να αντιμετωπιστεί από τους τεχνικούς, αλλά σε καμία περίπτωση η κυβέρνηση δεν μπορεί να επιτρέψει στις συντεχνίες να φρενάρουν τον εκσυγχρονισμό του κράτους και να κρατούν ομήρους τους πολίτες.
Καμία κυβέρνηση δεν θέλει να συγκρούεται, γιατί φοβάται το πολιτικό κόστος. Η Ιστορία όμως έχει αποδείξει ότι χειρότερος αντίπαλος είναι η αδράνεια. Οταν οι μεταρρυθμίσεις είναι σωστά οργανωμένες και διέπονται από πνεύμα δικαιοσύνης, μπορεί κάποιοι να δυσαρεστηθούν, αλλά στο τέλος θα αναγνωρίσουν τα οφέλη της προσπάθειας. Αν ο τρόμος από το πολιτικό κόστος ακυρώσει κάθε προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων, στο τέλος ολόκληρη η κοινωνία περνάει απέναντι ακόμη κι αν δεν θίγεται κανείς ατομικά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει υποχρέωση να υλοποιήσει όσα υποσχέθηκε ακόμη και μέσα από συγκρούσεις για να πάει τη χώρα μπροστά. Περισσότερα έχει να χάσει αν κάνει όπισθεν.