Έχουμε πλέον συνηθίσει σ’ αυτή τη χώρα να ψάχνουμε αφορμές, κάθε φορά, για να μηδενίζουμε τα πάντα, δίνοντας διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από τις πραγματικές, σε γεγονότα. Αν δει κανείς την ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών θα διαπιστώσει πως μονοπωλείται το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης και του δημόσιου διαλόγου από το σκάνδαλο των υποκλοπών ωσάν να μην υπάρχουν άλλα θέματα μείζονος ενδιαφέροντος για τον πολίτη.

Χωρίς να παραγνωρίζεται το γεγονός πως όντως πρόκειται για ένα θέμα κατάφωρης παραβίασης των ελευθεριών, των ατομικών δικαιωμάτων και εν τέλει της ίδιας της Δημοκρατίας, έχω τη γνώμη πως από τη στιγμή που δρομολογήθηκαν τάχιστα οι διαδικασίες διερεύνησης και απόδοσης ευθυνών, τόσο από τη Βουλή όσο και από τη δικαιοσύνη, δεν έχουμε παρά να περιμένουμε τα αποτελέσματα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα γίνουμε απαραίτητα σοφότεροι.

Στο μεταξύ όμως τα θέματα που στην κυριολεξία καίνε και αφορούν στις ζωές των πολιτών όχι μόνο των Ελλήνων αλλά όλων των Ευρωπαίων είναι η ενεργειακή κρίση και η ακρίβεια η οποία μειώνει συνεχώς το διαθέσιμο εισόδημα και ρίχνει το βιοτικό επίπεδο εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων.

Οι ηγεσίες της Ευρώπης με κάθε ευκαιρία κάνουν λόγο για έναν πολύ δύσκολο χειμώνα που φθάνει σε σημείο να πανικοβάλλουν τους πάντες και χωρίς να μπορεί κανείς να διασφαλίσει και να βεβαιώσει πως υπάρχουν λύσεις που θα ανακόψουν αυτό τον παραλογισμό.

Όπως κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία ή την αλλαγή στάσης από τον Πούτιν και την αποκατάσταση της ομαλής τροφοδοσίας με φυσικό αέριο στην Ευρώπη.

Κι ενώ αυτά είναι τα βασικά προτάγματα και οι φόβοι για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, εμείς φαίνεται πως ιεραρχούμε με τον δικό μας τρόπο τα προβλήματα. Μάχες μέχρις εσχάτων για να πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, για το ομολογημένο σφάλμα της παρακολούθησης του Ανδρουλάκη, από την αντιπολίτευση και αδιαφορώντας για την πολιτική αστάθεια που μπορεί να προκύψει εν μέσω αυτής της ενεργειακής και οικονομικής θύελλας με το κλισέ επιχείρημα πως, στις Δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα.

Σωστά δεν υπάρχουν αδιέξοδα, αλλά ενίοτε υπάρχουν ατυχήματα που στο τέλος καλείται να τα πληρώσει και πάλι ο λαός. Μόνο μια ματιά να ρίξουμε στη γειτονική μας Ιταλία όπου τα κόμματα άδειασαν τον καθ’ όλα πετυχημένο Ντράγκι για να αναμετρηθούν στις εκλογές και θα καταλάβουμε πως είναι πολλοί οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν και απειλούν χειρότερα τη Δημοκρατία. Η Ιταλία λοιπόν βρίσκεται αντιμέτωπη με το σοβαρό ενδεχόμενο να περάσει στα χέρια μιας μουσολινικής εθνικίστριας πολιτικού κι ενός ακροδεξιού από τον πλούσιο Βορρά που θέλει να κόψει στα δυο αυτή τη χώρα. Τα λαϊκιστικά κόμματα, τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά, σηκώνουν κεφάλι και απειλούν τα δημοκρατικά κεκτημένα σε όλη την Ευρώπη από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστρία έως τις πρώην Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, αλλά η Ευρωπαϊκή ηγεσία κάνει πως δεν τα βλέπει.

Ομφολασκοπούν και δεν παίρνουν γενναία μέτρα στήριξης των οικονομιών και των πολιτών της ΕΕ ώστε να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες αυτής της πρωτοφανούς ακρίβειας και δεν αντιλαμβάνονται πως τούτες τις ώρες τρίζουν τα θεμέλια ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος από τις αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, τόσο εντός των κόλπων της όσο και εκτός. Αμέριμνοι σαν τους μουσικούς του Τιτανικού την ώρα που βυθιζόταν, οι πολιτικοί ηγέτες βλέπουν μεν το κακό αλλά δεν κάνουν κάτι για να το αποφύγουν, βάζοντας πρώτα στο ζύγι τα εθνικά οφέλη και ζημιές αδιαφορώντας για κοινές ευρωπαϊκές λύσεις.

Όμοια και στη χώρα μας. Τα κόμματα βάζουν πρώτα το μικροκομματικό τους συμφέρον και τα πολιτικά τους οφέλη από την υπόθεση των υποκλοπών, αδιαφορώντας για τη μεγάλη εικόνα που είναι η χώρα και οι πολίτες που πλήττονται από αυτή την πρωτοφανή συγκυρία και που, κατά τα άλλα, όλοι ομνύουν στο όνομα του λαού.

Την ίδια ώρα όμως τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων έχουν ξεπεράσει το 4% ποσοστό που, αν θυμάστε, μας ανάγκασε να υπογράψουμε το πρώτο μνημόνιο. Μια περαιτέρω αποσταθεροποίηση και ακυβερνησία πολύ εύκολα μπορεί να μας μετατρέψει και πάλι σε μαύρο πρόβατο της Ευρώπης και να πάρουμε ξανά τον δρόμο χωρίς επιστροφή! Αυτό θέλουμε;