Το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα που ανακοινώθηκε προχθές από τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εθνικής Aμυνας υπόσχεται ανανέωση της στρατιωτικής πολιτικής αλλά και ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας
Υποτιθέμενος στόχος είναι η παραγωγή μεγάλων συστημάτων, αλλά και η ενσωμάτωση ενός ολοκληρωμένου οικοσυστήματος startups που θα συνδέεται με τις πραγματικές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων και θα αποβλέπει στην οικονομική ανάπτυξη, στη στήριξη της απασχόλησης και τελικά στην ενίσχυση της εθνικής άμυνας. Πολύ λίγο, πολύ αργά.
Για δεκάδες χρόνια, η Ελλάδα επένδυσε δισ. ευρώ σε εξοπλιστικά προγράμματα, χωρίς όμως να καταφέρει να αξιοποιήσει τις εγχώριες δυνατότητες. Οι λάθος πολιτικές εκτιμήσεις, η διαφθορά με τις λεγόμενες «αντισταθμιστικές» συμφωνίες (το απόλυτο θερμοκήπιο για μίζες), οι συνδικαλιστικές υπερβολές και οι αθρόες προσλήψεις ψηφοφόρων από τα κόμματα υπονόμευσαν κάθε προσπάθεια ανάπτυξης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Αντί να επενδυθούν χρήματα στο μέλλον και την ανάπτυξη εγχώριων δυνατοτήτων, οι πόροι δαπανήθηκαν σε αλόγιστες αγορές όπλων, χωρίς να υπάρχει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη δημιουργία μιας τεχνολογικής βάσης. Οι Ενοπλες Δυνάμεις οδηγήθηκαν σε μια μακρά περίοδο εξάρτησης από ξένα ράφια, αφήνοντας την Ελλάδα εκτεθειμένη σε γεωπολιτικούς κινδύνους και τεχνολογικές ανεπάρκειες.
Ολες οι κυβερνήσεις είχαν αδιαφορήσει για την ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής παραγωγής, με αποτέλεσμα να μην κατασκευάζουμε ούτε τα βασικά εξαρτήματα, ούτε καν σφαίρες. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η εγκατάλειψη της ΕΑΒ, η οποία κάποτε θεωρούνταν ότι μπορούσε να προσφέρει πολλά στην άμυνα της χώρας. Παρά τις δυνατότητες που είχε στην ανάπτυξη και την κατασκευή ολοκληρωμένων συστημάτων για τη συντήρηση και την κατασκευή αεροσκαφών, η έλλειψη συνεπούς κρατικής υποστήριξης, η διαφθορά και οι στρατηγικές επιλογές προς τα εισαγόμενα οδήγησαν στην εγκατάλειψή της. Ετσι, χάθηκαν όχι μόνο οικονομικοί πόροι, αλλά και μια μοναδική ευκαιρία για την ενίσχυση της αεροπορικής βιομηχανίας της χώρας.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Τουρκία έχει καταφέρει να αναπτύξει μια πλήρως λειτουργική και προωθημένη τεχνολογικά αμυντική βιομηχανία. Η τουρκική Πολιτεία επένδυσε στρατηγικά στην έρευνα, στην τεχνολογία και την παραγωγή όπλων κάθε τύπου, καταφέρνοντας να ανταγωνιστεί μεγάλες δυνάμεις και να εξαγάγει εξοπλισμό σε διεθνείς αγορές. Δεκάδες χώρες, ανάμεσά τους και η Ουκρανία, αγοράζουν τουρκικά όπλα (drones κ.λπ.), ενώ ο Ταγίπ Ερντογάν αξιοποίησε τη συγκυρία για να προσφέρει ως δυνατός και αξιόπιστος κατασκευαστής τη… βοήθειά του προς την Ευρώπη που ψάχνει απεγνωσμένα, δαπανώντας δισ. ευρώ, να αναπτύξει τη δική της στρατιωτική βιομηχανία. Η τουρκική κυβέρνηση υιοθέτησε ένα ολοκληρωμένο μοντέλο, συνδυάζοντας δημόσιες επενδύσεις με ιδιωτικές πρωτοβουλίες και έμφαση στην έρευνα και την ανάπτυξη, με αποτέλεσμα η χώρα να κατασκευάζει όπλα υψηλής τεχνολογίας.
Η μακροχρόνια παράλειψη των επενδύσεων σε εγχώρια αμυντικά συστήματα έχει δημιουργήσει ένα κρίσιμο χάσμα στην εθνική ασφάλεια της Ελλάδας και την οικονομική ανάπτυξη. Αντί να έχουμε προσανατολιστεί στην αυτονομία και την ανάπτυξη σύγχρονων όπλων, οι κυβερνήσεις επέλεξαν τη βραχυπρόθεσμη λύση των εισαγόμενων από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Το αποτέλεσμα είναι μια στρατιωτική και οικονομική αδυναμία που εκδηλώνεται όχι μόνο με την έλλειψη βασικών κατασκευαστικών ικανοτήτων (ούτε καν οι στολές των στρατιωτών είναι ελληνικές) αλλά και με την εγκατάλειψη πολύτιμων βιομηχανικών δυνατοτήτων, όπως αυτές της ΕΑΒ.
Τώρα πια είναι πολύ δύσκολο να καλυφθεί το χαμένο έδαφος. Παρά τις καλές προθέσεις, έχουμε μείνει πολλά χρόνια πίσω από τις τεχνολογικές και παραγωγικές δυνατότητες των άλλων χωρών και, κυρίως, της Τουρκίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσπαθήσουμε έστω και τώρα να ξεπεραστεί αυτή η κατάσταση. Είναι επιτακτική ανάγκη η στρατηγική επανεξέταση και η ενεργοποίηση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, με ολοκληρωμένες επενδύσεις στην έρευνα, στην ανάπτυξη και την παραγωγή. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί, μετά από τουλάχιστον μία δεκαετία, ο στόχος για μια στρατιωτικά ισχυρή χώρα που δεν θα εξαρτάται ολοκληρωτικά από την αγορά πανάκριβων εξοπλιστικών συστημάτων και θα είναι ικανή να αντιμετωπίσει τις γεωπολιτικές προκλήσεις του 21ου αιώνα αξιοποιώντας το δικό της δυναμικό.