Ο κίνδυνος ενός πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, με πολύ μεγάλες πιθανότητες εμπλοκής και άλλων χωρών, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Τουρκία, η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία, προστίθεται πλέον στους παράγοντες αποσταθεροποίησης της παγκόσμιας οικονομίας.
Oσο και αν οι Δυτικοί ηγέτες πιέζουν το Ισραήλ να μην απαντήσει στην επίθεση του Ιράν και παρότι και οι Δυτικές κοινωνίες θεωρούν ότι η ψυχραιμία πρέπει να επικρατήσει για να αποφευχθεί ένας μεγάλος πόλεμος, είναι πάρα πολύ δύσκολο να μην απαντήσει μια χώρα -το Ισραήλ εν προκειμένω- όταν μια άλλη τη βομβαρδίζει. Η σκληρή απάντηση του Ισραήλ πρέπει να θεωρείται δεδομένη και σε αυτό συνηγορούν κι άλλοι παράγοντες πέραν της λογικής απάντησης σε μια πυραυλική επίθεση. Δυο από τους παράγοντες που δεν έχουν πολυαναφερθεί είναι: πρώτον, το Ισραήλ χρόνια τώρα υποστηρίζει ότι πίσω από όλα τα προβλήματα που έχει με τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ κρύβεται το Ιράν, το οποίο το θεωρεί ως τη μοναδική σοβαρή εχθρική προς αυτό δύναμη. Το Ισραήλ χρόνια τώρα προσπαθεί να εμπλέξει τη διεθνή κοινότητα εναντίον του Ιράν, αλλά μέχρι σήμερα δεν το έχει καταφέρει. Τώρα είναι σε θέση να το κάνει και δύσκολα θα αφήσει αυτή την ευκαιρία να χαθεί. Δεύτερον, μπορεί μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία των ισραηλινών να τάσσονται κατά του Νετανιάχου και των πολεμικών του επιχειρήσεων, όμως υπάρχει και ένας πολύ μεγάλος αριθμός ισραηλινών που συμφωνούν με τον Νετανιάχου και θεωρούν ότι πρέπει να πολεμήσουν με το Ιράν. Μεταξύ αυτών και όλοι οι ορθόδοξοι Εβραίοι, οι οποίοι ζώντας με επιδοτήσεις και γεννώντας πολλά παιδιά ο καθένας τους σε σχέση με τα λίγα παιδιά που κάνουν οι υπόλοιποι, έχουν φτάσει να αποτελούν το 16% του ισραηλινού πληθυσμού, ένα ποσοστό καθόλου ευκαταφρόνητο εκλογικά και πολιτικά.
Συνεπώς ο Νετανιάχου έχει και την αφορμή που του έδωσε το Ιράν και τη δικαιολογία έναντι του υπόλοιπου κόσμου και την εσωτερική πολιτική υποστήριξη για να αντεπιτεθεί στο Ιράν και να ξεκινήσει έναν πόλεμο.
Ακόμη κι αν τώρα, άμεσα, επιλέξει το Ισραήλ να απαντήσει με άλλον τρόπο αντί για στρατιωτική επίθεση, όπως μια κυβερνοεπίθεση που θα διαλύσει όλες τις λειτουργίες του Ιράν, τελικά η στρατιωτική επίθεση δεν θα αποφευχθεί, απλώς θα αναβληθεί. Το πότε και πώς θα γίνει αυτό είναι ακόμη άγνωστο, αλλά δεν αποκλείεται να συμβεί σύντομα.
Η Δύση, γνωρίζοντας όλες αυτές τις «λεπτομέρειες», προετοιμάζεται ήδη με αγορές πετρελαίου για τη δημιουργία αποθεμάτων εν όψει των κυρώσεων που θα επιβάλει κατά του Ιράν. Η τιμή του πετρελαίου έχει αυξηθεί ήδη κι αυτό ευνοεί και τη Ρωσία, που είναι στην πραγματικότητα η μόνη χώρα που ευνοείται από την κρίση στη Μέση Ανατολή. Οχι μόνο επειδή ανεβαίνουν οι τιμές και της ρώσικης ενέργειας, αλλά και επειδή η Δύση θα πρέπει να ασχοληθεί και με ένα δεύτερο πολεμικό μέτωπο εκτός της Ουκρανίας.
Μια τέτοια εξέλιξη στη Μέση Ανατολή, που δυστυχώς είναι πάρα πολύ πιθανή, θα επηρεάσει σημαντικά την παγκόσμια οικονομία, μέσω κυρίως των τιμών της ενέργειας και του κόστους των μεταφορών.
Μια αύξηση του ενεργειακού κόστους θα εμποδίσει τη μείωση του πληθωρισμού και θα φρενάρει την πτώση των επιτοκίων σε Ευρωπαϊκή Ενωση και ΗΠΑ. Η ακρίβεια θα συνεχίσει να κατατρώει τα εισοδήματα κι αυτό, εκτός του ότι αποτελεί πολύ μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, είναι και πολιτικό πρόβλημα σε μια χρονιά εκλογών και για τις ΗΠΑ και για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Συνεπώς, ενώ ο πληθωρισμός συνήθως αντιμετωπίζεται με πολιτικές λιτότητας, φέτος αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Κι ενώ οι κεντρικές τράπεζες κρατάνε ψηλά τα επιτόκια, οι κυβερνήσεις θα αυξάνουν τα εισοδήματα, τροφοδοτώντας ακόμη περισσότερο τον πληθωρισμό.
Οι αγορές, βλέποντας τη δυσκολία στην πολυαναμενόμενη μείωση των επιτοκίων, έπεσαν ήδη την προηγούμενη εβδομάδα και δεν γνωρίζουμε πώς θα αντιδράσουν αν τελικά το Ισραήλ επιτεθεί στο Ιράν.
Η συνύπαρξη αυξημένων επιτοκίων και ταυτόχρονα ύφεσης στις οικονομίες θα φέρει τον Δυτικό κόσμο σε μια κατάσταση στασιμοπληθωρισμού που είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στην οικονομία.
Μπορούμε λοιπόν να θεωρούμε δεδομένο ότι η ύπαρξη δύο ενεργών πολεμικών μετώπων σε χώρες που είναι μεγάλοι παραγωγοί ενέργειας δεν είναι καλό νέο για τις οικονομίες. Οι επιπτώσεις θα εξαρτηθούν από την ένταση και τη διάρκεια των πολέμων – που πάντα είναι απρόβλεπτες.
Χωρίς να είμαστε σε θέση να προβλέψουμε τις εξελίξεις, δεν αποκλείεται καθόλου να γίνει «Γης Μαδιάμ» και φυσικά δεν είναι στο χέρι μας -ούτε σε κανενός άλλου- να το αποτρέψουμε.
Με επιβεβαιωμένη ιστορικά τη σοφία του Ηρακλείτου «Πόλεμος πατήρ πάντων», το μόνο για το οποίο μπορούμε να ελπίζουμε (οι υπερβολικά αισιόδοξοι) είναι ότι μετά τη λήξη του επερχόμενου πολέμου μπορεί τελικά η παγκόσμια κοινότητα να οδηγηθεί σε νέες πολιτικές και οικονομικές προσεγγίσεις, καλύτερες από τις σημερινές και να βρει λύσεις στα τεράστια προβλήματα του παγκόσμιου και μη βιώσιμου χρέους και του απαράδεκτα υψηλού χάσματος της οικονομικής ανισότητας μεταξύ κρατών και ανθρώπων.