Μπροστά στην καθημερινή αύξηση των πιθανοτήτων ένοπλης σύρραξης εντός της Ευρώπης και στην πόρτα, κυριολεκτικά, πολλών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το να γίνεται λόγος για οικονομικές επιπτώσεις έχει κάτι το σχεδόν άσεμνο. Δεν παύουν, ωστόσο, να αποτελούν μια κρίσιμη παράμετρο για την πορεία της Ένωσης και, για λίγες ημέρες ακόμα, για τις αποφάσεις που έχουν να λάβουν οι ηγέτες των κρατών-μελών και των οργάνων της Ένωσης.
Ακόμα και η μόνο η απειλή –και είναι σίγουρα κάτι παραπάνω από απλή απειλή- για ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχει δημιουργήσει σοβαρές συνέπειες σε μια σειρά από οικονομικά μέτωπα: στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού, στην ενεργειακή κρίση, στην πρόοδο της «πράσινης μετάβασης», στην πορεία των αγορών κεφαλαίου/χρηματιστηρίων, στη διαμόρφωση «κυρώσεων» κατά της Ρωσίας, στην πορεία των σχέσεων με τις εκτός «δημοκρατικού πλαισίου» χώρες της Ένωσης, δηλαδή με την Πολωνία κατά πρώτο λόγο (στην παρούσα φάση), αλλά και την Ουγγαρία και τους δυνητικούς μιμητές τους.
Αν προσθέσουμε και το μη μετρήσιμο, αλλά απολύτως κρίσιμο, στοιχείο της ψυχολογίας αγορών, κυβερνήσεων και πολιτών, έχουμε μια εικόνα που είναι κάθε άλλο παρά καθησυχαστική: ήδη έχουν γίνει βήματα προς τα πίσω σε ένα περιβάλλον εύθραυστης ανάκαμψης από τις απανωτές κρίσεις, η δε οπισθοχώρηση –αριθμητική και ποιοτική- θα είναι καταλυτική σε περίπτωση υλοποίησης του «κακού σεναρίου». Τη στιγμή που μιλάμε οι πιθανότητες θερμού πολέμου της μίας ή της άλλης μορφής και έκτασης είναι περισσότερες από τη συνέχιση, άγνωστο για πόσο διάστημα, ενός υβριδικού πολέμου χωρίς εισβολή, ή με εισβολή περιοριζόμενη στις ανατολικές εστίες στις οποίες ο πόλεμος σοβεί εδώ και πέντε χρόνια, ενώ το «απολύτως καλό σενάριο», δηλαδή μια πλήρης ρωσική απόσυρση, απλώς δεν υφίσταται.
Ο συνδυασμός ακρίβειας σε πολλά είδη και κυρίως στην ενέργεια, που έχει φέρει τον πληθωρισμό σε πρωτόγνωρα από τη δημιουργία της Ευρωζώνης ύψη και έχει παράλληλα αυξήσει την εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, θα αναγκάσει, σε περίπτωση γενίκευσης του πολέμου, στη λήψη μέτρων με δομικές συνέπειες εις βάρος της ανάπτυξης: συνέχιση τεχνητής «στήριξης» οικονομιών και τραπεζών, προσπάθεια τιθάσευσης του πληθωρισμού δι’ ακόμα πιο «επιθετικής» δημοσιονομικής πολιτικής, επέκταση μεταβατικών ρητρών και πιθανώς αναβολή λήψης τελικών αποφάσεων για το Σύμφωνο Σταθερότητας αλλά και για τις εξειδικεύσεις της «πράσινης μετάβασης».
Όλα αυτά θα καθυστερήσουν και την «κανονικότητα» (χωρίς να υπολογίζουμε την εξέλιξη της πανδημίας και πάντως ακόμα και αν υπάρξει μια σχετικά θετική εξέλιξη της πανδημίας) και την ανάκαμψη και τη βελτίωση του πολιτικού και ψυχολογικού κλίματος και, κυρίως, θα επιδεινώσουν το μεγάλο δομικό πρόβλημα της Ευρώπης (και όχι μόνο), που είναι η λεγόμενη «χρηματοοικονομική δυσχέρεια» -η ανεπαρκής ρευστότητα σε συνδυασμό με δυσκολίες ισότιμης και επωφελούς διοχέτευσης της ρευστότητας.
Σε πιο πολιτικά, αλλά με σαφείς οικονομικές επιπτώσεις, ζητήματα, η προοπτική του πολέμου μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των διαφωνιών και αναβολή αποφάσεων στους κόλπους της Ένωσης. Ήδη αυτό έχει, σε κάποιο βαθμό, συμβεί σε σχέση με το «πακέτο κυρώσεων» που θα επιβληθεί στη Ρωσία και το χρόνο καθώς και τις προϋποθέσεις πυροδότησης του. Στην Αμυντική Συνδιάσκεψη του Μονάχου ο Ουκρανός Πρόεδρος ζήτησε, όχι παράλογα, άμεση υλοποίηση των κυρώσεων («αν αρχίσουν οι βομβαρδισμοί, δεν θα έχουμε πια ούτε σύνορα, ούτε οικονομία, για να υπερασπιστείτε»), αλλά δεν βρήκε ευήκοα ώτα, κυρίως από τη Γερμανία. Η συνεννόηση με τις ΗΠΑ όλα δείχνουν ότι έχει προχωρήσει, αλλά όχι ως προς την υλοποίηση των μέτρων, ενώ η ιδέα που έχει ακουστεί από κάποιους, και που φαίνεται να βρίσκει έδαφος εντός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, περί εφαρμογής, σε πρώτο χρόνο, των «παλαιών» κυρώσεων (εκείνων που είχαν αποφασιστεί μετά την εισβολή στην Κριμαία), είναι εξόφθαλμα αναντίστοιχη με το μέγεθος της απειλής.
Η κατά την Πρόεδρο της Επιτροπής «αποκοπή της Ρωσίας από το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα» υπάρχει μόνο στη θεωρία, καθώς το «χρηματοοικονομικό σύστημα» δεν γνωρίζει όρια και σύνορα, ώστε να αποκλειστούν, ή να «χτυπηθούν», μόνο κάποια κομμάτια του.
Πιθανή επίπτωση μπορεί να έχει το «κακό σενάριο» και στην από το 2017 εξελισσόμενη αλλά από την αρχή της φετινής χρονιάς κλιμακούμενη σύγκρουση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την Πολωνία και την Ουγγαρία γύρω από ζητήματα κράτους δικαίου. Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου περί νομιμότητας του «μηχανισμού» βάσει του οποίου μπορούν να επιβληθούν οικονομικές κυρώσεις (όπως η μη απόδοση των κονδυλίων εκ του Ταμείου Ανάκαμψης) στις παραβάτιδες χώρες, θα καταστεί εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιηθεί σε περίπτωση πολέμου πολύ κοντά στα σύνορα των δυο συγκεκριμένων χωρών.
Αν συμβεί το «κακό», τόσο αυτές όσο και η Ένωση θα αναγκαστούν να επαναξιολογήσουν την αίσθηση τους περί «αλληλεγγύης» -αλλά ίσως θα είναι πια αργά.
Το να πούμε ότι ένας πόλεμος στην Ευρώπη θα έχει μόνο αρνητικές, για όλους, συνέπειες, είναι τόσο αυτονόητο όσο και μάταιο. Εδώ που φτάσαμε δεν είναι η οικονομία αυτή που θα αποφασίσει –αν και το οικονομικό χτύπημα ίσως κάποιοι το νιώσουμε πιο έντονα από τις μάχες στο πετσί μας.