Η εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για την ευρωπαϊκή και φυσικά ούτε για την ελληνική οικονομία. Είναι σαφές ότι όσο ο πόλεμος παρατείνεται, οι οικονομικές επιπτώσεις του θα αυξάνονται. Προς το παρόν έχουμε τη φοβερή ακρίβεια που προέρχεται από τον πληθωρισμό, ο οποίος με τη σειρά του οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ενεργειακή κρίση που εντείνει ο πόλεμος.
Η ακρίβεια αφορά τα πάντα. Από το κόστος του ρεύματος για επιχειρήσεις και νοικοκυριά μέχρι το κόστος των βασικών ειδών διατροφής και των ενοικίων και φυσικά όλα ανεξαιρέτως τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Ο πληθωρισμός εκτοξεύει όλα τα κόστη. Αυτό μεταφράζεται σε μεγάλες δυσκολίες κάλυψης των καθημερινών αναγκών των νοικοκυριών και μεγάλες δυσκολίες για το σύνολο των επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες ίσως αναγκαστούν να διακόψουν τη λειτουργία τους.
Σε κάθε περίπτωση, η ακρίβεια δημιουργεί πολύ μεγάλο οικονομικό βάρος σε όλους, επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά, περιορίζει τον ρυθμό ανάπτυξης, ενδεχομένως αν συνεχιστεί η κατάσταση να προκαλέσει ύφεση και στασιμοπληθωρισμό και τελικά όλα αυτά μεταφράζονται σε μεγάλο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση. Αυτό θα προκαλέσει αργά ή γρήγορα πολιτική αστάθεια και κοινωνική αναστάτωση και η οικονομία θα επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο.
Ολα αυτά συμβαίνουν ήδη, χωρίς η Ρωσία να έχει διακόψει την τροφοδότηση της Ευρώπης με φυσικό αέριο. Ομως, ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση, ο φόβος μιας διακοπής των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου στην Ευρώπη παραμένει υπαρκτός. Σε αυτή την περίπτωση αφενός το κόστος θα εκτοξευθεί λόγω ελλείψεων και αφετέρου μπορεί να έχουμε δραματικές εξελίξεις για τις βιομηχανίες σε όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα, δηλαδή ενδέχεται να αναγκαστούν διακόψουν τη λειτουργία τους.
Αυτό βεβαίως σημαίνει παύση της παραγωγής και μαζικές απολύσεις με τραγικά αποτελέσματα για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και πλήρη ανατροπή όλων των οικονομικών προοπτικών. Θα σημάνει ασφαλώς και την κατάρρευση όλων των χρηματιστηρίων και θα είναι η μεγαλύτερη κρίση που θα έχει υποστεί ποτέ η ευρωπαϊκή οικονομία.
Η εξάρτηση της Ευρώπης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας είναι τόσο μεγάλη που οι εισαγωγές από ΗΠΑ ή από άλλες χώρες δεν μπορούν άμεσα να υποκαταστήσουν το ρωσικό φυσικό αέριο αν σταματήσουν οι προμήθειες. Σημειώνεται επίσης ότι ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να μας προμηθεύουν μέσω πλοίων επαρκώς με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) το πρόβλημα είναι ότι για να χρησιμοποιηθεί αυτό χρειάζεται μονάδες αεριοποίησής του. Τέτοιες μονάδες δεν υπάρχουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και όπου υπάρχουν δεν είναι αρκετές. Για παράδειγμα, η Γερμανία δεν έχει καμία μονάδα αεριοποίησης φυσικού αερίου, η Ελλάδα έχει μόνο μία, στη Ρεβυθούσα.
Συνεπώς, η παραλαβή υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ δεν λύνει το πρόβλημα, αφού δεν μπορεί να αεριοποιηθεί εύκολα και γρήγορα για να χρησιμοποιηθεί από τη βιομηχανία της Ευρώπης.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι από μεγάλο μέχρι τεράστιο για όλη την Ευρώπη. Η μόνη λύση είναι η διακοπή του πολέμου, αλλά αυτό δεν εξαρτάται από την Ευρώπη. Εξαρτάται από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, οι οποίες δεν πηγαίνουν καλά. Μπορεί η Ευρώπη να πιέσει για εξεύρεση λύσης; Πολύ δύσκολα. Η Ευρώπη καταρχάς δεν έχει διαμορφώσει κοινή γραμμή αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης. Κάθε χώρα κάνει ό,τι νομίζει και ό,τι μπορεί. Αν η Ευρώπη είχε συμφωνήσει ότι θα εξέδιδε ευρωομόλογα για να καλύψει το υπερβολικό κόστος της κρίσης, τότε θα μπορούσε να ελπίζει σε κάτι καλύτερο. Δεν συμφωνεί όμως και ο λόγος είναι ότι ανθίσταται, ως συνήθως, η Γερμανία σε κάθε σκέψη ευρωομόλογου. Προς το παρόν. Διότι αν διακοπεί η παροχή φυσικού αερίου από τη Ρωσία, η Γερμανία θα υποστεί τις μεγαλύτερες ζημιές ως η ισχυρότερη βιομηχανικά χώρα.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι στο ζήτημα αυτού του πολέμου η Ευρώπη δεν κάνει χωριστές διαπραγματεύσεις από τις ΗΠΑ. Ακολουθεί αναγκαστικά τα κελεύσματα του ΝΑΤΟ. Και τα συμφέροντα ΝΑΤΟ και Ευρώπης δεν ταυτίζονται πάντα σε όλα τα σημεία. Το ΝΑΤΟ είναι στρατιωτική συμμαχία, η Ε.Ε. οικονομική συμμαχία. Και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ενώ μόνο η Ευρώπη υποφέρει από τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και θα ήθελε να βρεθεί μια σύντομη λύση στο πρόβλημα, οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Αυστραλία και οι άλλες χώρες του ΝΑΤΟ που συναποφασίζουν για τη νατοϊκή στρατηγική δεν επηρεάζονται από τις ελλείψεις φυσικού αερίου. Συνεπώς, τα ευρωπαϊκά οικονομικά συμφέροντα με τα «αγγλοσαξωνικά» στον ενεργειακό τομέα δεν ταυτίζονται, ίσως είναι και αντίθετα. Δυστυχώς οι δυνατότητες παρέμβασης της Ευρώπης ως πολιτικής και οικονομικής δύναμης στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας είναι αυτή τη στιγμή ελάχιστες ή μηδαμινές.
Υ.Γ.: Θεωρητικά η Ελλάδα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους λιγνίτες για να τροφοδοτεί με ρεύμα την οικονομία, αλλά δεν λειτουργούν όλα τα λιγνιτικά μας εργοστάσια. Στο πλαίσιο της απολιγνιτοποίησης τα είχαμε κλείσει και σε μερικά από αυτά κάναμε το λάθος να πουλήσουμε στη Βουλγαρία και την Κύπρο τους ταινιόδρομους που χρησιμοποιούσαν και τώρα ψάχνουμε να βρούμε άλλους για να λειτουργήσουν ξανά.
(Σε κάθε περίπτωση πρέπει να επισημανθεί στον πολιτικό κόσμο ότι ανεξαρτήτως των δηλώσεων και προθέσεων για απολιγνιτοποίηση, τα λιγνιτικά και όλα τα ενεργειακά εργοστάσια πρέπει πάντα να παραμένουν ως «ψυχρή εφεδρεία», έτοιμα να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή αν χρειαστεί – όπως τώρα).