Οι δασικές πυρκαγιές μπορεί να είναι από τα πιο απρόβλεπτα φαινόμενα, αλλά την ίδια στιγμή έχουν και ορισμένα χαρακτηριστικά αναπόδραστης βεβαιότητας: θα εκδηλωθούν με μαθηματική ακρίβεια κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες μεσογειακές χώρες, και θα απειλήσουν κατοικημένες περιοχές.
Με αυτό το δεδομένο, μια εξελιγμένη κοινωνία με χαρακτηριστικά σύγχρονης πολιτείας θα είχε αναδείξει το ζήτημα σε εθνική προτεραιότητα και θα είχε αναπτύξει μια εθνική στρατηγική κινητοποιώντας μια πανστρατιά για την προστασία των ανθρώπινων ζωών, του φυσικού περιβάλλοντος και της δασικής χλωρίδας και πανίδας από τον ύπουλο αυτό εχθρό.
Καταρχάς, η Πολιτική Προστασία θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητη από την εκάστοτε κυβέρνηση, με υπεύθυνους μη πολιτικά πρόσωπα, με υψηλή τεχνοκρατική κατάρτιση και άφθονα μέσα στη διάθεσή της. Ολες αυτές οι υπηρεσίες θα πρέπει να λειτουργούν το ίδιο αποτελεσματικά με τις Ενοπλες Δυνάμεις – αν όχι και καλύτερα, διότι ο δικός τους εχθρός επιτίθεται κάθε χρόνο και είναι υποχρεωμένες να διεξάγουν τον δικό τους πόλεμο κάθε καλοκαίρι, χωρίς εξαίρεση.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, συμβαίνει το αντίθετο και το γεγονός αντανακλάται εμβληματικά στην εικόνα στην οποία έχουμε εθιστεί πλέον στην Ελλάδα, όπου ο εκάστοτε υπουργός σπεύδει στο σημείο της πυρκαγιάς, υποτίθεται, για να συντονίσει τις δυνάμεις κατάσβεσης ή για να «καμαρώσει» για την κατάσβεση. Εικόνα που θα ήταν κωμική, εάν δεν ήταν τραγική, καθώς υπονοεί πλειάδα παθογενειών. Δεν ξέρουν οι επιτελείς των πυροσβεστικών δυνάμεων τη δουλειά τους ή πρόκειται για επιχείρηση δημοσίων σχέσεων;
Η ευθύνη του πολιτικού προϊσταμένου, ασφαλώς, είναι να έχει εξασφαλίσει τα μέσα και τις προϋποθέσεις για να λειτουργήσει το σύστημα και, βέβαια, να έχουν προηγηθεί αποτελεσματικός σχεδιασμός και προετοιμασία, ώστε την κρίσιμη στιγμή όλα να λειτουργήσουν αποτελεσματικά.
Ασφαλώς η εκάστοτε κυβέρνηση είναι υπόλογη για την αποτελεσματική λειτουργία των δυνάμεων κατάσβεσης και είναι δουλειά της αντιπολίτευσης να κάνει την κριτική της, και μάλιστα αυστηρά.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι το ζήτημα δεν εξαντλείται εκεί, αλλά συχνά το πολιτικό προσωπικό περιορίζεται στην κομματική αντιπαράθεση, η οποία, όσο αναγκαία κι αν είναι, δεν αρκεί, με αποτέλεσμα να χάνεται η μεγάλη εικόνα.
Πέρα από τα λάθη που κάθε φορά γίνονται από την εκάστοτε κυβέρνηση (διότι ασφαλώς τέτοια λάθη έγιναν και θα ξαναγίνουν), η ουσία του ζητήματος είναι ότι η Πολιτεία εμφανίζεται συστηματικά απροετοίμαστη για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών.
Το πλέον κρίσιμο ζήτημα είναι η πρόληψη και ο σχεδιασμός με ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών, έτσι ώστε να επιτευχθούν η ελάχιστη δυνατή εκδήλωσή τους, η πιο έγκαιρη παρέμβαση και η αποτελεσματικότερη δυνατή αντιμετώπιση. Στο πεδίο αυτό, όμως, τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν υπερβαίνουν τον ορίζοντα μιας κυβερνητικής θητείας και απαιτούν συνολική κινητοποίηση της κοινωνίας, έναν εθνικό σχεδιασμό.
Ωστόσο, η δουλειά αυτή δεν γίνεται χωρίς πολιτική και κοινωνική συνεννόηση. Χρειάζεται όχι μόνο διακομματική διαβούλευση για την εκπόνηση ενός εθνικού σχεδίου, αλλά και συμμετοχή των τοπικών αρχών, των πανεπιστημίων, των παραγωγικών φορέων, της κοινωνίας συνολικά. Από τα θέματα διαχείρισης των δασών, τις χωροταξικές διευθετήσεις, τη λειτουργία του ηλεκτρικού δικτύου, τον καθαρισμό των δασικών εκτάσεων μέχρι τον συντονισμό όλων των υπηρεσιών και των πυροσβεστικών δυνάμεων.
Ενα καθοριστικό ζήτημα, για παράδειγμα, είναι η τεχνολογία. Χρειάζεται συνολική κινητοποίηση των πανεπιστημίων και άλλων τεχνολογικών ιδρυμάτων για ανάπτυξη τεχνολογιών που θα συμβάλουν στην πρόβλεψη, στον εντοπισμό και την κατάσβεση των πυρκαγιών.
Κανονικά, τα ελληνικά πανεπιστήμια θα έπρεπε να είναι hub παγκόσμιου βεληνεκούς για την ανάπτυξη συστημάτων προειδοποίησης, παρακολούθησης, καταγραφής και πληροφόρησης σε θέματα πυρκαγιών και μετεωρολογίας. Και θα έπρεπε να υπάρχουν κίνητρα και σχέδιο για να μπει στο παιχνίδι και ο ιδιωτικός τομέας, με startups αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις.
Από τη μια η κυβέρνηση, που έχει και τη δυνατότητα της πρωτοβουλίας, θα πρέπει να ανοίξει το ζήτημα στη διακομματική διαβούλευση, αλλά και τα άλλα κόμματα θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το ζήτημα ολιστικά, πέρα από μικροκομματικές αντιπαραθέσεις για να προκύψει μια εθνική στρατηγική η οποία θα υλοποιηθεί διαχρονικά και με συνέπεια.
Αυτή είναι η ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων. Αυτή είναι η δουλειά που πρέπει να κάνουν.