Έχει αποδειχθεί πολλάκις πως οι αγορές είναι ο πλέον ευαίσθητος δείκτης για τα μελλούμενα στην οικονομία καθώς οι αντιδράσεις τους, προεξοφλούν τις εξελίξεις. Στο τελευταίο διάστημα η νευρικότητα που παρατηρείται τόσο στα χρηματιστήρια όσο και στις αγορές των ομολόγων μόνο ομαλότητα δεν δείχνουν για το επόμενο διάστημα.
Οι παγκόσμιες αγορές χρήματος μυρίζονται αρνητικές εξελίξεις και ανασυντάσσονται καθώς όλες οι παράμετροι είναι ευμετάβλητες και οι σταθερές στον οικονομικό σύστημα όλο και μειώνονται. Οι κεντρικοί τραπεζίτες θέλοντας να αντιμετωπίσουν τον μεγάλο κίνδυνο που είναι ο πληθωρισμός και η ακρίβεια αυξάνουν τα επιτόκια προκειμένου να μειώσουν τη ζήτηση αλλά με την επιλογή αυτή απειλούν ευθέως την ανάπτυξη , την απασχόληση και την παραγωγή.
Επί του παρόντος οι κινήσεις με τις αυξήσεις των επιτοκίων γίνονται με σύνεση και με μικρές δόσεις για να μη προκαλέσουν σοκ και ύφεση όμως την ίδια στιγμή δεν φαίνεται να επηρεάζουν τον αυξητικό ρυθμό του πληθωρισμού. Κινούνται με άλλα λόγια ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη.
Το πού θα μας βγάλει όλη αυτή η κατάσταση ουδείς πλέον μπορεί να ξέρει και κυριαρχεί η λογική του βλέποντας και κάνοντας.
Το βλέπουμε εναργέστατα με την κατάσταση στην Ευρώπη όπου και το μεγαλύτερο πρόβλημα από όλες τις ηπείρους. Η ΕΚΤ προανήγγειλε την αύξηση επιτοκίων κατά 0,25 % αρχικά από τον Ιούλιο, για να δει και πώς αυτό θα επηρεάσει τον πληθωρισμό αλλά επί του παρόντος και πριν ακόμα εφαρμοστεί η απόφαση, το μόνο που είδαμε είναι να κλείνουν οι αγορές τις πόρτες τους στον υπερχρεωμένο Νότο εκτοξεύοντας τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων πάνω από το 4% για Ελλάδα και Ιταλία και λίγο χαμηλότερα για Πορτογαλία. Ισπανία και στο 3% για τη Γαλλία.
Η εξέλιξη αυτή προφανώς δεν είναι κάτι που περίμενε η ΕΚΤ και τώρα τρέχει και δε φθάνει για να δει πώς θα εξασφαλίσει τον Νότο από μια νέα κρίση χρέους και κυρίως να διασφαλίσει πως δεν θα «σκάσει» η Ιταλία με το χρέος των 2 τρισ. γιατί αν συμβεί κάτι τέτοιο θα καταρρεύσει όλο η Ευρωζώνη.
Το 2012 ο τότε επικεφαλής της ΕΚΤ και σημερινός πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι είχε πει το περίφημο whatever it takes και έσωσε την ευρωζώνη από την κρίση χρέους αγνοώντας τις αντιρρήσεις της Γερμανίας και του πλούσιου Βορρά.
Σήμερα που και πάλι η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρούς κινδύνους, με ένα πρωτοφανή πληθωρισμό και ασύλληπτη ενεργειακή ακρίβεια, συν τον πόλεμο της Ουκρανίας, το λιγότερο που θα περίμενε κανείς από τη Λαγκάρντ θα ήταν να να βγει και να πει κάτι ανάλογο. Δυστυχώς όμως η σημερινή διοίκηση της ΕΚΤ προτιμά τις ακροβασίες και την προετοιμασία πειραματικών μηχανισμών που θα θέσει σε λειτουργία εάν και εφόσον…
Και οι ευαίσθητες αγορές που λέγαμε στην αρχή, αντέδρασαν όπως ήταν αναμενόμενο, αγνοώντας τις χλιαρές και μη πειστικές προειδοποιήσεις της, συνεχίζοντας να κρατούν υψηλά τα επιτόκια των ομολόγων.
Και φυσικά δεν είναι μόνο η ΕΚΤ που λειτουργεί φοβικά, έτσι είναι όλη η ΕΕ και το αποδεικνύει σε όλα τα μεγάλα προβλήματα που ανακύπτουν στα τελευταία χρόνια. Συζητήσεις επί συζητήσεων και διστακτικές αποφάσεις αποτέλεσμα συμψηφισμών και ισορροπιών, για να φαίνεται πως όλοι οι εταίροι εισακούστηκαν!
Μια Ευρώπη όπου με την απειλή ενός veto ακόμα κι ένας Ορμπαν αυτοεξαιρείται από τις κοινές αποφάσεις για εμπάργκο στο ρώσικο πετρέλαιο και πετυχαίνει για τη χώρα του και τους πολίτες της, τις χαμηλότερες διεθνώς τιμές, ενώ οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι καλούνται καθένας μόνος του να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του ακριβού φυσικού αερίου και του πανάκριβου πετρελαίου. Και οι πλούσιοι Γερμανοί με τα μεγάλα δημοσιονομικά περιθώρια μπορούν και μειώνουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα και οι πολίτες τους πληρώνουν μόνο 1,80 ευρώ τη βενζίνη! Εμείς όμως, οι φτωχοί συγγενείς της ΕΕ καλούμαστε να πληρώνουμε 2,5 ευρώ και βάλε προσεχώς.
Η δε κυβέρνηση το μόνο που μπορεί να μας προσφέρει είναι ένα fuel pass που δεν επαρκεί ούτε για μισό γέμισμα. Κι αυτό γιατί αν μειώσει τον ΕΦΚΚ τότε θα πάνε κατά διόλου τα έσοδα και θα αρχίσει ένα καταστροφικό ντόμινο σε όλη τη δημοσιονομική ισορροπία.
Το κρίσιμο ερώτημα πάντως, είναι πόσο μέλλον έχει αυτή η ΕΕ και σε τι τελικά, είναι ενωμένη για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις διαρκώς αυξανόμενες προκλήσεις.