Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι εδώ και μια τριετία έχει τεθεί θέμα εκλογικού νόμου στη χώρα, υπό την έννοια ότι ο υφιστάμενος νόμος που έφτιαξε η πρώτη κυβέρνηση Μητσοτάκη μόλις ήρθε στην εξουσία το 2019 απαιτεί μια εξόχως αυξημένη πλειοψηφία της τάξεως του 39% για να βρεθούν 151 βουλευτές
Από τότε που ξεκίνησε η συζήτηση, δηλαδή στις αρχές του 2022, πέρασαν περίπου τρία χρόνια και φυσικά ο Μητσοτάκης δεν άλλαξε τον νόμο και στο τέλος θριάμβευσε με 40% το καλοκαίρι του 2023.
Αυτά όλα είναι ιστορία και φυσικά παρελθόν, η κυβέρνηση διανύει τη δεύτερη τετραετία και ό,τι και να γίνει, πάντοτε η δεύτερη τετραετία είναι πολύ «βαρύτερη», πολύ πιο δύσκολη, είτε γιατί ο μηχανισμός που κυβερνά φθείρεται (αλλά και ενίοτε κάποιοι διαφθείρονται), είτε γιατί ο κόσμος βαριέται σχετικά εύκολα στην Ελλάδα το ίδιο πολιτικό σχήμα -τους ίδιους ανθρώπους- μετά από μερικά χρόνια.
Σήμερα λοιπόν και ενώ δεν έχουμε φτάσει βέβαια ούτε στο μέσο της δεύτερης τετραετίας, υπάρχει άπλετος χρόνος διακυβέρνησης, έχει ανοίξει μια συζήτηση για τον εκλογικό νόμο κυρίως όσον αφορά το «κάτω όριο», δηλαδή το 3%, και αν αυτό θα πρέπει να γίνει 4% ή 5% για να μπαίνει ένα κόμμα στη Βουλή. Να σημειωθεί ότι στην Ευρώπη υπάρχει σε 18 χώρες ανώτερο από την Ελλάδα όριο εισόδου στη Βουλή, δηλαδή είναι 4% ή 5%, σε επτά ισχύει ό,τι στην Ελλάδα, ενώ στην Ολλανδία δεν υπάρχει κανένα όριο, οπότε μπορεί να γίνει βουλευτής και ένας μόνος του.
Αυτά μάλιστα συμβαίνουν στην Ευρώπη, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των κυβερνήσεων είναι συμμαχικές, δηλαδή αποτελούνται από πάνω από ένα κόμμα, αλλά βέβαια έχοντας κάποιο σοβαρό ποσοστό άνω του 5%, άρα εκ των πραγμάτων και κάποια αντιπροσωπευτικότητα.
Η δική μου προσωπική γνώμη είναι ότι ο Μητσοτάκης, έχοντας μια υπερευαισθησία σε θέματα θεσμικότητας και ποντάροντας στην εικόνα ενός πολιτικού που «δεν αλλάζει τις γραμμές προκειμένου να κερδίσει έναν αγώνα», πιθανότερο είναι να μην αλλάξει τίποτα και πάλι στον εκλογικό νόμο.
Αλλά ας μην κρυβόμαστε, εδώ στην παρούσα Βουλή υπάρχει θέμα, αφού ειδικά μετά τον κατακερματισμό του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τις κοκορομαχίες στα δεξιά της Ν.Δ. εμφανίζεται ένα πρωτοφανώς κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό δέκα κοινοβουλευτικών ομάδων! Και μάλιστα στις δημοσκοπήσεις -σήμερα πάντα και δύο χρόνια μακριά από τις εθνικές κάλπες- σχεδόν όλα τα κόμματα αυτά μαζί με τον Βαρουφάκη και τη Λατινοπούλου πιάνουν το 3% και εισέρχονται στη Βουλή.
Τι θα συμβεί λοιπόν όταν η χώρα πάει στις εθνικές κάλπες αν δεν έχει αλλάξει διόλου ο εκλογικός νόμος και υφίσταται το παρόν πολιτικό σκηνικό; Εστω και με κάποιες διαφοροποιήσεις, μαζέματα και συγκεντρώσεις δυνάμεων της τελευταίας στιγμής μπροστά στις κάλπες θα οδηγηθούμε σε ένα «πολιτικό σκηνικό κουρελού». Το πρώτο κόμμα, ήτοι η Ν.Δ., πιθανότατα δεν θα πιάσει το 39% που χρειάζεται η αυτοδυναμία, το δεύτερο κόμμα, που ίσως θα είναι το ΠΑΣΟΚ, δεν θα συνεργαστεί με τη Ν.Δ. σε συγκυβέρνηση (πάγια θέση του κ. Ανδρουλάκη) και έτσι θα οδηγηθούμε σε ένα σχήμα συγκυβέρνησης, το οποίο στο παρελθόν έχει παράξει μόνο πολιτική αστάθεια και ευρύτατη συναλλαγή με επιχειρηματικά συμφέροντα. Μη σας πω ότι αυτό είναι από αρκετές επιχειρηματικές πλευρές σήμερα και το ζητούμενο, μια ασταθή ανίσχυρη κυβέρνηση, ει δυνατόν μάλιστα με άλλον πρωθυπουργό, που φυσικά δεν θα απολαμβάνει της λαϊκής επιδοκιμασίας, αλλά θα στηρίζεται σε μια εύθραυστη και «παιζόμενη» πλειοψηφία.
Συνεπώς, είναι σοβαρό θέμα συζήτησης και πάλι το εκλογικό σύστημα, αφού σε λίγο καιρό θα ξαναβρεθεί μπροστά μας το ζήτημα πολιτικής σταθερότητας της χώρας.