Σπάνια -ή μήπως ποτέ;- μια αυτοκινητοβιομηχανία δεν υπήρξε τόσο δημοφιλής και συνάμα τόσο οικονομικά αποτυχημένη. Ποτέ δεν κατάφερα να αποκωδικοποιήσω εντελώς αυτή την αντίφαση. Σε κάποιες περιόδους η Alfa Romeo ήταν σαν ένα εξωτικό νησί. Ολοι θα ήθελαν να το επισκεφθούν, λίγοι μπορούσαν.
Σε κάποιες άλλες, πιο σκοτεινές, η μιλανέζικη φίρμα ήταν σαν τη Σιβηρία: όλοι ήξεραν πού είναι αλλά κανείς δεν ήθελε να πάει. Η Alfa Romeo ήταν ικανή για το καλύτερο και για το χειρότερο και μάλιστα είχε τη μαγική ικανότητα να το πετυχαίνει στο ίδιο αυτοκίνητο.
Για κάμποσο καιρό είχα μια κίτρινη τετράπορτη Alfa Sud 1.5 οπτικά θαυμάσια, οδηγικά υπέροχη, ποιοτικά ένας κίτρινος πυρετός. Την έδωσα γιατί το κόστος να φτιάξω τα σάπια μέταλλα ήταν δυσβάσταχτο και την ίδια στιγμή που την έδινα μετάνιωνα και πανηγύριζα ταυτόχρονα.
Διαχρονικά υπήρξαν Alfa Romeo που δικαίωναν την ύπαρξη του ίδιου του αυτοκινήτου ως ανθρώπινου τεχνουργήματος. Η Giulietta Spider του 1955, η Giulia Ti Super του 1963, η αδιανόητη για τότε αλλά ακόμα και για τώρα Tipo 33 Stradale του 1967, η προσωπική μου αγαπημένη Giulia Coupé 2000 GT Veloce του ’71, η εντυπωσιακή GTV6 2.5 του 1981.
Ολες είχαν δύο κοινές συνισταμένες, την ομορφιά και αυτή την οδηγική σπιρτάδα που μόνο αν έχεις οδηγήσει κάποια από αυτές μπορείς να καταλάβεις πόσο μπροστά από την εποχή τους υπήρξαν. Κι όμως η Alfa Romeo εμπορικά απέτυχε. Και ευτυχώς από μία άποψη που την αγόρασε η Fiat, διότι διαφορετικά τώρα θα μιλούσαμε σε παρελθοντικό χρόνο, να ζήσουμε να τη θυμόμαστε.
Αλλά και αργότερα, επί Fiat και πάλι, κάτι ήταν αυτό που δεν άφηνε μια μάρκα η οποία κανονικά θα έπρεπε να είναι η BMW της Ιταλίας να βρει τον δρόμο της εμπορικής επιτυχίας. Ηταν μήπως ο ναρκισσισμός των Ιταλών που νόμιζαν ότι αρκούσε εκείνο το όντως ανυπέρβλητο στυλ και αυτή η όντως υπέροχη οδηγική αίσθηση;
Ηταν η αδυναμία προσαρμογής σε μια νέα εποχή που έβαζε σε πρώτη μοίρα την απτή ποιότητα και την αξιοπιστία; Ηταν όλα αυτά μαζί; Πιθανότατα. Αλλά ήταν και κάτι άλλο. Ο φόβος της Alfa Romeo να αντιπαρέλθει τις απαιτήσεις του σκληρού πυρήνα των αγοραστών της. Κάτι σαν τον καθ’ ημάς φόβο των προέδρων ποδοσφαιρικών ομάδων να αντιμετωπίσουν τους οργανωμένους.
Και ξέρετε, οι «οργανωμένοι» της Alfa Romeo είναι μια φυλή πολύ ιδιαίτερη και δυσανάλογα φωνακλάδικη σε σχέση με τον αριθμό της. Και ενώ είμαι βέβαιος ότι όλες οι διοικήσεις γνώριζαν ότι δεν αρκεί μια ομάδα φανατικών να συντηρήσουν οικονομικά μια ολόκληρη αυτοκινητοβιομηχανία, εντούτοις έπεφταν σχεδόν πάντα στην παγίδα των ενίοτε εκτός τόπου και χρόνου απαιτήσεών τους.
Φαντάζεστε ότι είχαν την ευκαιρία να βγάλουν πρώτοι αυτοί ένα σπορ SUV και κώλωσαν; Φαντάζεστε ότι μολονότι πάνω από το 60% των πωλήσεων στην Ευρώπη ήταν στέισον (ακόμα και τώρα κρατάνε μεγάλα ποσοστά παρά τη σαρωτική προέλαση των SUV) η νέα Giulia δεν βγήκε ποτέ σε τέτοιο αμάξωμα, για να αφήσει να αλωνίζουν ανενόχλητες οι 3άρες Touring και τα Α4 Avant;
Και ύστερα ήρθε η Stellantis. Και έκανε ένα πρώτο βήμα. Οικονομία κλίμακας, επιμονή στην ξεχωριστή σχεδιαστική ταυτότητα αλλά και στροφή προς την ποιότητα και τη συνδεσιμότητα.
Η Tonale ήταν ένα πρώτο δείγμα γραφής. Θα έλεγα μέχρις ενός σημείου. Θεωρώ ότι είναι μηχανολογικά… αμήχανη, με ένα οριακά αποδεκτό υβριδικό σύστημα που γίνεται πάντως πολύ καλύτερο στην PHEV έκδοσή του, και οριακά αποδεκτή -για Alfa Romeo- οδική συμπεριφορά.
Αλλά τώρα η νέα Junior δείχνει ότι κάτι πραγματικά πάει να αλλάξει στην ιστορική φίρμα, ότι για πρώτη φορά αγκαλιάζει το παρελθόν αλλά τολμάει και να εκτιναχθεί προς το μέλλον με μια διαφορετική, ωστόσο, φιλοσοφία.
Μια αμιγώς ηλεκτρική Alfa Romeo. «Υβρις!», έλεγε ο αυνάδελφος πριν την οδηγήσει, «υπέροχη» αμέσως αφότου τη δοκίμασε. Μια Alfa Romeo υπέροχη σε εμφάνιση αλλά το κυριότερο υπέροχη σε νοοτροπία, που δεν μένει αιωνίως στο Καθαρτήριο αλλά τολμάει να περάσει τη διαχωριστική γραμμή με όρους ωστόσο που της υποδεικνύει (και) το παρελθόν της. Μια Alfa Romeo που μπορεί μετά από χρόνια να περηφανεύεται ότι θα τη ζηλέψουν οι ανταγωνιστές όχι μόνο για την εμφάνιση αλλά για την ουσία και την ψυχή της.