Όπως τελικά συμβαίνει πάντα, μια πολεμική εμπλοκή με ό,τι αυτή συνεπάγεται, από κινήσεις πολεμικής στρατηγικής μέχρι οικονομικά αντίμετρα, σχεδόν πoτέ δεν τελειώνει σχετικά σύντομα και μετά βεβαιότητος πάντοτε είναι περίπλοκη, δύσκολη και επηρεάζει συνήθως την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, συχνά κι όλο τον κόσμο.
Ειδικά όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους είναι τόσο μεγάλος και σημαντικός όσο η Ρωσία και τόσο βαθιά «χωμένος» στο ενεργειακό παζλ κυρίως της Ευρώπης.
Σαφές είναι λοιπόν ότι όσο προχωράει ο πόλεμος και ο Πούτιν αντιλαμβάνεται ότι 22 ευρωπαϊκές χώρες, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς εξοπλίζουν πλέον την Ουκρανία με όπλα κάθε είδους, ακόμα και βαρέα, όπως χαρακτηρίζονται στην αμυντική βιομηχανία, και το ζήτημα δεν πρόκειται να λήξει καθόλου εύκολα, αναζητεί μια «λύση» ρίχνοντας στο τραπέζι ό,τι έχει. Ας ελπίσουμε ότι σε αυτή την εξίσωση δεν συμπεριλαμβάνονται τα πυρηνικά όπλα.
Το να κόψει τις επόμενες ημέρες ή έστω μήνες το φυσικό αέριο που στέλνει στην Ευρώπη επικαλούμενος δικαιολογίες τύπου «τα θέλω σε ρούβλια και όχι σε ευρώ» για όσους καταλαβαίνουν είναι άνευ ουσίας θέμα, αν επιθυμεί μπορεί τα κατατεθειμένα ευρώ των Ευρωπαίων να τα μετατρέψει στις τράπεζές του σε ρούβλια και να τελειώνει.
Αν έκοβε το φυσικό αέριο ο Πούτιν στους Ευρωπαίους φυσικά και θα δημιουργούσε πρόβλημα στην ομαλή ροή ενέργειας και φυσικά στις αγορές, αλλά το πρόβλημα που θα δημιουργούσε στο ταμείο του θα ήταν πολύ μεγαλύτερο στη χώρα του. Ουσιαστικά θα έχανε ένα ποσό της τάξεως των 800 εκατ. ευρώ ημερησίως, το οποίο, σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, είναι και αυτό που του επιτρέπει να χρηματοδοτεί τον ίδιο τον πόλεμό του.
Παρά ταύτα η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη τους επόμενους μήνες με κάθε κόστος να απεμπλακεί από την εξάρτηση του Πούτιν και αυτό που κάνει σήμερα κατ’ άλλους είναι να προετοιμάζεται και να κερδίζει χρόνο, αλλά υπάρχει και η επικριτική άποψη πολλών αναλυτών που μιλούν για πολύ χρονοβόρες διαδικασίες.
Είναι χαρακτηριστική η εσωτερική διαμάχη στη Γερμανία όπου το κυβερνών κόμμα, οι Πράσινοι και άλλες πολιτικές δυνάμεις είναι πλέον υπέρ μιας σκληρής αντιμετώπισης της Ρωσίας, ενώ οι παραδοσιακά ισχυρές δυνάμεις και τα βιομηχανικά λόμπυ πιέζουν για την εξεύρεση λύσης αφού η αλήθεια είναι ότι και η γερμανική οικονομία έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα και ακόμα φαίνεται να υπάρχει πολύς δρόμος μπροστά μέχρι να φτάσει το τέλος της περιπέτειας.
Τον ίδιο δρόμο πρέπει φυσικά να ακολουθήσει και η Ελλάδα, να φροντίσει στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, όπως πάντα κινείται, να σχεδιάσει τον σταδιακό αλλά όχι και τόσο «μακρόσυρτο» απεγκλωβισμό της από το ρωσικό φυσικό αέριο που είναι σήμερα περί το 40% του συνόλου των αναγκών της. Από χώρες του Κόλπου, από τη σποτ αγορά, από λιγνίτες, από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας – τις λεπτομέρειες και τις τεχνικότητες τις γνωρίζουν οι ειδικοί. Η ουσία είναι ότι πρέπει να βιαστούμε.
Πιο πολύ όμως η κυβέρνηση πρέπει να βιαστεί και να ολοκληρώσει τον σχεδιασμό της για την ουσιαστική επιδότηση των τιμολογίων του φυσικού αερίου και κατ’ επέκταση του ρεύματος στους πολίτες και φυσικά και στις επιχειρήσεις.
Γιατί κι αυτές υφίστανται πρωτοφανείς πιέσεις, αφού οι λογαριασμοί τους έχουν πενταπλασιαστεί με αποτέλεσμα και να μετακυλίουν το κόστος αλλά και να το «παίρνουν πάνω τους».
Προσωπικά δεν πιστεύω ότι οι Ευρωπαίοι θα σπεύσουν να συνδράμουν σε αυτό το κόστος τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, δηλαδή σε ένα-δυο μήνες, θα αργήσουν γιατί δεν έχει η κάθε ευρωπαϊκή χώρα (για ειδικούς λόγους) την ίδια επιβάρυνση στις τιμές που φτάνουν στον καταναλωτή ρεύματος ή στις επιχειρήσεις.
Και πρέπει να το κάνει γρήγορα και αποτελεσματικά όχι μόνο για πολιτικούς λόγους, αλλά κυρίως για να σώσει την ανάπτυξη.