Παίρνω τρεις διαφορετικές υποθέσεις που συγκλονίζουν αυτή την περίοδο την ελληνική κοινωνία και – όταν βγαίνουν κάποια νέα γι’ αυτές- μονοπωλούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης
Πρώτη και πλέον σοβαρή αυτή του δυστυχήματος των Τεμπών, δεύτερη η κακοποίηση, ο βιασμός και η αποπλάνηση ενός 12χρονου φτωχού κοριτσιού από τον Κολωνό και τρίτη η στυγερή δολοφονία των παιδιών από μια ψυχοπαθή μάνα. Να συμφωνήσουμε ότι και τα τρία αυτά θέματα προσελκύουν από μόνα τους το ενδιαφέρον του κόσμου, διογκώνονται μέσω των media, αλλά κυρίως μέσω των τερατουργημάτων-θεωριών συνωμοσίας που γράφονται στα social media.
Ετσι δημιουργείται εξαρχής αλλά και σε όλη τη μακρά διαδρομή της δικαστικής διερεύνησης τόσο σοβαρών υποθέσεων μια τοξική ατμόσφαιρα, η οποία στο τέλος καταλήγει στην αμφισβήτηση των θεμελιωδών αρχών του Κράτους Δικαίου και στην πλήρη διαστρέβλωση της αλήθειας.
Στα Τέμπη, λοιπόν, σύμφωνα με τις θεωρίες, «είχαμε μπαζώματα και ξυλόλιο και μονταρισμένες συνομιλίες» για να συγκαλυφθεί η ευθύνη του κράτους και της κυβέρνησης. Λες και ο ΟΣΕ που ελέγχει τις γραμμές των τρένων και ο μοιραίος σταθμάρχης που έκανε σωρεία εγκληματικών λαθών, αλλά και όλο το σύστημα, δεν «υπάγονται» στο Ελληνικό Δημόσιο. Δεν είναι κρατική ολιγωρία οι εφτά κατά συρροή παραβιάσεις των κανόνων ασφαλείας;
Στην υπόθεση της 12χρονης του Κολωνού αναπτύχθηκε μια τεράστια παραφιλολογία ότι ο Μίχος θα βγει λάδι γιατί κρατάει μια λίστα με 200 επώνυμους, φίλους της κυβέρνησης και άλλους μεγαλόσχημους. Μόλις προχθές ο Μίχος κατηγορήθηκε για όλα και φυσικά θα φάει ισόβια. Ολα αυτά που έλεγαν και μάλιστα επώνυμοι σχολιαστές (Λαζόπουλος) ήταν μπούρδες και χονδροειδή αποκυήματα της καλπάζουσας κακεντρέχειας και φαντασίας τους προκειμένου να βλάψουν την κυβέρνηση και να απαξιώσουν τη Δικαιοσύνη.
Τέλος, στην υπόθεση της Πισπιρίγκου ακούστηκαν επίσης -έστω και λιγότερο- διάφορες θεωρίες συνωμοσίας προκειμένου πάντοτε να δημιουργείται ένα νέφωμα αμφιβολιών προς τη νομιμότητα και τη Δικαιοσύνη. Και έτσι να κατατρώγεται συστηματικά κάθε έννοια Δικαίου στην Ελλάδα.
Αφησα για το τέλος το… χειρότερο και το πιο θλιβερό. Τον ρόλο της αντιπολίτευσης και ειδικά κομμάτων που θεωρούνται θεσμικά και έχουν κυβερνήσει τη χώρα, προσδοκούν μάλιστα να το ξανακάνουν, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Να εξηγηθούμε, τα κόμματα απέναντι σε μια κυβέρνηση μπορεί να κάνουν όσο σκληρή, ακόμα και άδικη, κριτική θέλουν, αυτό άλλωστε, καλώς ή κακώς, είναι κοινά αποδεκτό. Δεν μπορεί όμως να συμμετέχουν σε ακρότητες και τοξικότητες που πολλές φορές ξεπερνούν και τις πιο ακραίες «ψεκολογίες» του Διαδικτύου.
Γιατί «μπάζωσε» η κυβέρνηση την περιοχή γύρω από το δυστύχημα των Τεμπών, όπως λέει η αντιπολίτευση, και γιατί να κρύψει αν μετέφερε κάποια εύφλεκτη ύλη η ιδιωτική εταιρεία Trenitalia στα βαγόνια, τι όφελος είχε να μην το πει από την πρώτη ώρα; Γιατί να μοντάρει μία συνομιλία από τις δεκάδες που όλες κατέτειναν σε αυτό που κατέληξαν εμπειρογνώμονες, πραγματογνώμονες, αλλά και αποδέχτηκε ο σταθμάρχης, ότι έκανε θανατηφόρα λάθη και αυτός και οι άλλοι συνάδελφοί του; Γιατί να σπείρουν αμφιβολίες ή ακόμα χειρότερα να προδικάσουν ότι οι δικαστές δεν κάνουν καλά την ανάκριση με βάση τα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους; Γιατί τόσο δηλητήριο χυμένο πάνω στον ανθρώπινο πόνο;
Γιατί να «βιάσουν» την ψυχή της κοινής γνώμης υιοθετώντας τερατώδη ψέματα ότι δικαστές και εξουσία κρύβουν παιδεραστές; Το έκανε συστηματικά ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα προεκλογικά με γνωστά αποτελέσματα.
Αυτό όλο είναι ένα έγκλημα που λειτουργεί διαλυτικά στην κοινωνία, «χαλάει» τη χώρα γενικά και τα κομματικά οφέλη είναι πρόσκαιρα.
Στα Τέμπη έπρεπε να υπάρξει σφοδρή κριτική για δύο θέματα τα οποία και οδήγησαν στο δυστύχημα, πέραν του ανθρώπινου λάθους, και για τα δύο ευθύνεται και η κυβέρνηση αυτή – και όχι μόνο. Γιατί ο ΟΣΕ ήταν μπάχαλο και αυτό έβγαινε από τις δεκάδες συνομιλίες, άρα το τρένο ήταν ένα μη ασφαλές μέσο, και γιατί τα αυτόματα συστήματα ασφαλείας καθυστερούσαν τραγικά.
Με ευθύνη και των υπουργών αλλά και των εργολάβων που θα πρέπει να λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη. Ολα τα άλλα για μπαζώματα, χημικά και κασέτες είναι απλά μπούρδες που αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη και κυρίως τις οικογένειες των θυμάτων.