Προχθές, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του, αφού εξήγησε τις προσπάθειες που κάνει η κυβέρνηση για να ενισχύσει τα εισοδήματα και να περιορίσει την ακρίβεια, τελικά παραδέχτηκε ότι «δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι έχουμε μια άνοδο τιμών σωρευτική, όπως γίνεται παντού στον κόσμο, η οποία σε μεγάλο βαθμό εξουδετέρωσε τις αυξήσεις που δώσαμε στους μισθούς και τις μειώσεις που κάναμε στη φορολογία». Αναγνώρισε επίσης ότι πολλοί νέοι και πολλοί συνταξιούχοι αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα στην καθημερινότητά τους. Την ίδια ημέρα δημοσιεύτηκε η έρευνα της MRB που αποκαλύπτει ότι το 69% των Ελλήνων νιώθουν ότι είναι φτωχοί, ενώ στην πραγματικότητα με βάση το εισόδημα το 26% είναι το ποσοστό των φτωχών στη χώρα μας.
Φυσικά το 26% είναι πολύ υψηλό ποσοστό φτώχειας για μια χώρα με ταχύ ρυθμό ανάπτυξης και μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα, αλλά αυτό είναι χωριστή κουβέντα. Το ζήτημα είναι ότι το 69% νιώθουν πως είναι φτωχοί και η αλήθεια είναι ότι η φτώχεια είναι σε μεγάλο βαθμό αίσθηση παρά πραγματικότητα. Δεδομένου μάλιστα ότι με βάση το εισόδημά τους δεν θεωρούνται φτωχοί, η αίσθηση της φτώχειας μπορεί να πηγάζει όχι από το χαμηλό εισόδημα, αλλά από άλλους παράγοντες, όπως π.χ. τι ποσοστό το εισοδήματος μένει διαθέσιμο μετά από αναγκαστικά έξοδα ή επειδή υπάρχουν σοβαρές καθυστερήσεις ή αβεβαιότητα στην είσπραξη αυτού του εισοδήματος.
Διότι όταν μιλάμε για ακρίβεια σε σχέση με το εισόδημα, θεωρούμε ότι το εισόδημα είναι ολόκληρο διαθέσιμο και ότι έχει πραγματικά εισπραχθεί. Δεν είναι όμως πάντα έτσι.
Τα αναγκαστικά έξοδα είναι υπερβολικά – και δεν εννοώ το ενοίκιο, το ρεύμα ή τη διατροφή που είναι αναμφίβολα εξαιρετικά ακριβά και απορροφούν το σύνολο συνήθως του διαθέσιμου εισοδήματος. Εννοώ, για παράδειγμα, τις προμήθειες των τραπεζών που επιβαρύνουν όλες ανεξαιρέτως τις συναλλαγές, όλες τις πληρωμές. Δηλαδή μπαίνει ο μισθός στον τραπεζικό λογαριασμό του εργαζόμενου και οτιδήποτε χρειαστεί να πληρώσει, εκτός από το κόστος της υπηρεσίας ή του προϊόντος, πληρώνει και μερικά -δυσανάλογα πολλά- ευρώ στην τράπεζα. Εννοώ επίσης την πολλαπλασιαστική επίδραση του υψηλού ΦΠΑ επί των αυξημένων τιμών, ενός φόρου που δεν εκπίπτει από το εισόδημα μισθωτών και συνταξιούχων. Και αν σε αυτά προσθέσουμε τους άλλους φόρους, τον ΕΝΦΙΑ για παράδειγμα, τι μένει τελικά ως πραγματική αγοραστική δύναμη;
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι όταν μιλάμε για μισθούς, αναφερόμαστε σε μεικτούς μισθούς, δηλαδή μαζί με εργοδοτικές εισφορές και φόρους, που όμως καμία σχέση δεν έχουν με τα χρήματα που μπαίνουν στην τσέπη του εργαζόμενου, τα οποία είναι λίγο πάνω από τα μισά, κατά συνέπεια η αγοραστική δύναμη δεν αντιπροσωπεύεται από τον ονομαστικό μεικτό μισθό.
Σε ό,τι αφορά την είσπραξη πραγματικά του εισοδήματος, και αυτή ακόμη είναι σε πολλές περιπτώσεις αβέβαιη στον ιδιωτικό τομέα, ή καθυστερεί πολύ, ενισχύοντας καθοριστικά την αίσθηση της φτώχειας.
Και αυτό είναι ένα πάρα πολύ σοβαρό πρόβλημα στην Ελλάδα, η καθυστέρηση πληρωμών. Ο νόμος ορίζει ότι όλες οι εμπορικές συναλλαγές πρέπει να εξοφλούνται σε τριάντα ημέρες. Πρόκειται περί ανεκδότου. Μόνο οι λιανικές πωλήσεις εξοφλούνται την ίδια στιγμή, από τους καταναλωτές, όλες οι υπόλοιπες εμπορικές συναλλαγές εξοφλούνται με καθυστερήσεις που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν τους έξι μήνες ή ακόμη και τον χρόνο. Για παράδειγμα, τα σούπερ μάρκετ πληρώνουν τους προμηθευτές τους με καθυστέρηση πολλών μηνών. Αν κάποιος επιδιώξει να πληρωθεί ταχύτερα, εκδιώκεται από το ράφι. Το ίδιο κάνουν και οι κατασκευαστικές εταιρείες και οι τηλεπικοινωνιακές και οι διαφημιστικές και όποιος άλλος μπορεί, εκμεταλλευόμενος τη δεσπόζουσα θέση του στην αγορά. Διότι περί αυτού πρόκειται, περί εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, κάτι ανεπίτρεπτο στην ελεύθερη οικονομία του ανταγωνισμού. Υπάρχει δηλαδή ο νόμος που δεν τηρείται από κανέναν και του οποίου την εφαρμογή δεν επιβάλλει η κυβέρνηση, ενώ υπάρχουν και πολύ σοβαρά αδικήματα από τα καρτέλ που αλωνίζουν ατιμώρητα.
Γιατί λοιπόν η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει ώστε τουλάχιστον οι πληρωμές των εμπορικών συναλλαγών να γίνονται σύμφωνα με τον νόμο;
Αφενός διότι δεν θέλει να θίξει κάποιους πολύ μεγάλους «παίκτες» της αγοράς και να μην ταράξει τα νερά. Δεύτερον, διότι το ίδιο το κράτος είναι ο μεγαλύτερος κακοπληρωτής. Τη στιγμή αυτή το Ελληνικό Δημόσιο έχει κατατεθειμένα στον λογαριασμό που τηρεί στην Τράπεζα Ελλάδος 47 δισ. ευρώ, πρωτοφανές ποσό. Με αυτά μπορεί εύκολα να πληρώσει τις υποχρεώσεις του προς τους εγχώριους προμηθευτές, τους οργανισμούς και τους πολίτες. Υποχρεώσεις που έχει αναγνωρίσει, που έχει ήδη συμπεριλάβει στον Προϋπολογισμό, που μένει απλώς να τις εκταμιεύσει, χωρίς σε καμία περίπτωση να επηρεαστεί η δημοσιονομική κατάσταση ή η ρευστότητά του. Και όμως, έχει 3 δισ. ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις σε επιστροφές φόρων και πληρωμές νοσοκομείων, εργολάβων και προμηθευτών. Τα έχει τα λεφτά, έχει συμφωνήσει ότι τα χρωστάει, τα έχει περάσει ως έξοδα στον Προϋπολογισμό και δεν τα εκταμιεύει.
Η γνωστή κουβέντα «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», δηλαδή δεν θα πληρωθείς από αυτόν που δεν έχει, στην περίπτωση του Ελληνικού Δημοσίου μπορεί να αναδιατυπωθεί ως «ουκ αν λάβοις παρά του μη δίδοντος».
Αν το Δημόσιο λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, αν το ίδιο το κράτος παραβιάζει τον δικό του νόμο για πληρωμή όλων των εμπορικών συναλλαγών σε 30 ημέρες, δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι θα το επιβάλει στους υπόλοιπους.
Ωστόσο, η καθυστέρηση πληρωμών από το κράτος στερεί την αγορά από 3 δισ. ευρώ ετησίως σε ρευστότητα. Και όλοι όσοι περιμένουν να πληρωθούν από το Δημόσιο δεν πληρώνουν ούτε τις δικές τους υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων είναι μισθοί και πλήθος άλλων αμοιβών.
Είναι λογικό υπό αυτές τις συνθήκες οι Ελληνες να νιώθουν φτωχοί. Οχι μόνο επειδή το εισόδημα δεν φτάνει για να καλύψει τη μεγάλη ακρίβεια, αλλά και επειδή το εισόδημα αυτό δεν το πληρώνονται στην ώρα τους. Δεν είναι λοιπόν φτωχοί, είναι απλήρωτοι.