«Ένα κακό θεατρικό έργο κατεβαίνει και ξεχνιέται, αλλά στις ταινίες δεν θάβουμε τους νεκρούς μας. Όταν νομίζεις ότι το έχεις πετάξει από πάνω σου, η κόρη σου θα το δει στην τηλεόραση και θα πει: ‘’ο πατέρας μου είναι ηλίθιος’’».
Όλο αυτό το ακατανόητο -αλλά και τόσο ξεκάθαρο και ταιριαστό με τις μέρες μας, τελικά- που είχε πει ο Αυστροαμερικανός σκηνοθέτης Μπίλι Γουάιλντερ (δημιουργός μερικών από τις μεγαλύτερες κωμωδίες του Χόλιγουντ όπως η «Γκαρσονιέρα» και «Μερικοί το προτιμούν καυτό»), ήρθε στο μυαλό μου παρακολουθώντας την εξέλιξη στην υπόθεση με τα τρία νεκρά παιδιά στην Πάτρα.
Το ζήτημα είναι πως τα καρέ που παρακολουθούμε -με τις συνεχείς αποκαλύψεις κι ενώ ακόμα δεν τα έχουμε δει και ακούσει όλα- διάολε, δεν είναι κωμωδία, αλλά θρίλερ. Και εδώ ο κάθε Γουάιλντερ -ο εν λόγω, δυστυχώς, έχει φύγει από αυτή τη ζωή- θα σήκωσε τα χέρια ψηλά.
Ανάμεσα στα υπόλοιπα που μου πέρασαν από το μυαλό, άσε τη Ρούλα Πισπιρίγκου, είναι και η εμφάνιση που έχουν κάποιοι άλλοι πατέρες, οι οποίοι δεν έχασαν τρία παιδιά, αλλά ένα. Αυτά τα πίξελ που μεταφέρουν εκείνους δεν έχουν ύφος και πόζα, περπάτημα πασαρέλας ή στυλιστικές λεπτομέρειες για μια βραδινή έξοδο σε μπουζούκια. Και είναι γεγονός ότι δεν έχω πρόβλημα ούτε με τις στυλιστικές λεπτομέρειες ούτε με τα μπουζούκια.
Το θέμα μου είναι πως ένας πατέρας που έχει χάσει όχι ένα, αλλά τρεις ψυχούλες, πρέπει να νιώθει την απόλυτη κατάβαση στο παράδοξο: να έχει πεθάνει το παιδί και να ζει ο γονιός. Η ελληνική γλώσσα, όταν ένα τέκνο χάσει τους γονείς του, είναι ορφανό. Όταν ένας πατέρας κηδεύσει το παιδί του μόνο περιφραστικά μπορεί να περιγραφεί, αν και οι λέξεις δεν υπάρχουν, έχουν αποβιώσει και βρίσκονται μέσα στον τάφο του σπλάχνου του.
Όταν έχεις χάσει τρία παιδιά δεν κάνεις δηλώσεις προσέχοντας τι θα πεις και αν θα έχουν πλάνο από το καλό προφίλ σου, δεν υπάρχει βουβός πόνος – γιατί να πρέπει να κρύψεις τη συντριβή σου;
Όταν τα παιδιά σου πεθάνουν δεν έχεις μυαλό να βγεις μοντελάκι στα δελτία ειδήσεων, περιμένοντας να σε αποκαλούν με το μικρό όνομά σου οι παρουσιαστές εκπομπών – λες και είσαστε κολλητοί.
Προφανώς, ο καθένας ζει μέσα του μια διαρκή κηδεία εάν τα παιδιά του γίνουν άγγελοι, ναι, οποιοσδήποτε μπορεί να συμπεριφέρεται όπως θέλει και να πενθεί με τον τρόπο του, αλλά –σόρι, κιόλας- αυτός, αντίστοιχα, είναι ο δικός μου τρόπος, η δική μου θεώρηση. Ειδικά, μάλιστα, όταν οφείλω να θυμάμαι το ακράδαντο τεκμήριο αθωότητας για όλους – το οποίο φυσικά και δεν πρέπει να ξεχνάμε. Όπως και τα βασικά, άλλωστε, για το πώς μπορεί να είναι ένας πατέρας στα μαύρα από πένθος κι όχι από στυλιστική άποψη και look…