Η Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024 καταγράφεται στην Ιστορία ότι σηματοδότησε την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων, την απαρχή της 33ης Ολυμπιάδας που αναδύθηκε μέσα από τα νερά του Σηκουάνα. Αποτελεί το ξεκίνημα της ιερής αθλητικής διοργάνωσης που θα λάβει χώρα έως τις 11 Αυγούστου 2024 στο Παρίσι και σε 16 πόλεις στη μητροπολιτική Γαλλία, αλλά και στη γαλλική αποικία της Ταϊτής. Και κάπου εδώ, είναι απολύτως λογικό το μυαλό μας να πηγαίνει πίσω, στους Αγώνες που διοργανώθηκαν το μαγικό 2004 στην Αθήνα.
Από όποια πλευρά κι αν παρατηρήσεις αυτό το γεγονός, είτε συμφωνείς με το εάν έπρεπε να διοργανωθούν στη χώρα μας είτε όχι, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 θεωρούνται κομβικό σημείο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ήταν ένας καταλυτικός παράγοντας για τη κατασκευή ενός μεγάλου αριθμού έργων που υπάρχουν έως σήμερα και στέκουν ακμαία -Μετρό Αθήνας, Αττική Οδός- ενώ, την ίδια στιγμή, στο κάδρο μπαίνουν κάποια στάδια και αθλητικές εγκαταστάσεις που για πολλά χρόνια ρήμαξαν από το διάβα του αδυσώπητου χρόνου. Και της κρατικής αδιαφορίας – εννοείται.
Μέσα σε αυτά τα χρόνια φυσικά και δεν σταμάτησαν ποτέ οι σχετικές συζητήσεις για τις περιβόητες «μίζες που τις έφαγαν οι ημέτεροι» -όπως επαναλαμβάνουν πολλοί, ασχέτως εάν δεν μπορούν να το αποδείξουν, το έχουν ακούσει από άλλους- για το κατά πόσο μας ζημίωσαν, τελικά, οι Αγώνες, για το κατά πόσο έβαλαν τη χώρα μέσα και αυτό μας οδήγησε αργότερα στη χρεοκοπία. Για το εάν, στην τελική, τους διαχειριστήκαμε καλά.
Πέραν, όμως, της πίκρας -και όχι πάντα άδικα- που έχει μείνει ως επίγευση στα στόματα πολλών Ελλήνων, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 είχαν μαγικές στιγμές, μια μεγάλη δόση από ένα παραμύθι το οποίο ήταν πραγματικότητα, το ζούσαμε, το ζήσαμε, ενώ η Ελλάδα περίμενε 108 ολόκληρα χρόνια για να τους δεχτεί σπίτι της. Το παραμύθι τελείωσε και είχε πολλούς ήρωες και πολλά στοιχεία που συνθέτουν έναν υπέροχο μύθο, από αυτούς που κάνουν τα παιδάκια -μικρά και μεγάλα- να γουρλώνουν τα ματάκια τους όλο αγωνία «και μετά, μπαμπά; Τι έγινε μετά;».
Το 2004 είχε Τελετή Έναρξης, είχε αυγουστιάτικο φεγγάρι, είχε χρώματα, πυροτεχνήματα, αθλητικές φιγούρες, συγκίνηση, τέχνη του Καλατράβα -που, πια, χρήζει συντήρησης- το πείσμα της Γιάννας, την έμπνευση του Δημήτρη Παπαϊωάννου – τι να πρωτοθυμηθείς, τα έχεις όλα στο μυαλό σου, με όλες τις λεπτομέρειες. Ναι, όπως όλα τα παραμύθια που σέβονται τον εαυτό τους είχε και «δράκους» -πέραν των χρημάτων που ξοδεύτηκαν- είχε και υπόθεση ντόπινγκ. Αλλά είχε και εθελοντές που έδωσαν την ψυχή τους, είχε ρεκόρ, είχε Τελετή Λήξης, εκεί όπου ο καθένας από εμάς μπορεί και πάλι να θυμάται πολλές λεπτομέρειες, αλλά έχει κρατήσει μέσα του έναν μοναδικό συμβολισμό. Στην καρδιά και στο μυαλό μου, λοιπόν, θα μείνει για πάντα η Φλόγα και η εκπνοή της. Ο βωμός χαμήλωνε, ένας αθλητής κι ένα παιδί με ένα φανάρι στα χεράκια του, που θύμιζε σπόρο, εμφανίστηκαν στην κορυφή της σκάλας. Μαζί κατέβηκαν τα σκαλιά κι ενώ ο αθλητής είχε ανάψει το φαναράκι του παιδιού, από την Ολυμπιακή Φλόγα. Την ίδια στιγμή τούς πλησίασαν παιδάκια και εκείνοι τους μεταλαμπάδευσαν το φως, τη γνώση, την αγάπη, την τόλμη – όπως και να το μεταφράζει ο καθένας. Η Φλόγα μοιράστηκε σε παιδιά και αθλητές που άναψαν τα φωτεινά τους μενταγιόν πάνω από τις καρδιές τους και έτσι, όλο το κοινό στο Στάδιο είχε το φως στα χέρια του. Ο βωμός γύρισε εντελώς κάθετα, η ένταση της Φλόγας μειώθηκε και ένα κοριτσάκι, με ένα φύσημα και με μια μελαγχολία στα μάτια, την έσβησε…
Λίγες φορές στη ζωή μου θυμάμαι παρόμοιο κόμπο στον λαιμό. Αυτός ο κόμπος μάλλον ήταν ίδιος μόνο με εκείνον που ένιωθα όταν έβλεπα τον Μίσα να δακρύζει – στην αντίστοιχη Τελετή Λήξης της Μόσχας, το 1980. Εκείνη η κατήφεια για τα όσα τελείωσαν και δεν θα τα δούμε ποτέ ξανά, δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις, παρά μόνο αν γίνουν εικόνα τα δάκρυα που κύλησαν σε πολλά μάγουλα, (και) εκείνη τη νυχτιά. Ήταν, ταυτόχρονα, εκείνη η καταραμένη (δια)αίσθηση που μετέφραζε, σε απλά ελληνικά, πως ό,τι όσα ζήσαμε ως χώρα -δόξα, αποδοχή, ευγνωμοσύνη και πολλά άλλα, μοναδικά συναισθήματα- δεν θα τα ζήσουμε ποτέ ξανά. Δεν ήταν ένας κοινός πεσιμισμός, δεν ήταν κυνική απαισιοδοξία που προσέκρουε πάνω στην καρότσα του Ντάτσουν με τα καρπούζια στη Λήξη. Ηταν άλλη μια αλήθεια.
Ετσι και φέτος, οι Αγώνες στο Παρίσι θα φέρουν βεβαιότητες και φυσικά αλήθειες, που αργότερα θα γίνουν μνήμες σε όσους τους παρακολουθήσουν. Και όπως έπειτα από 20 χρόνια εμείς ακόμα θυμόμαστε εκείνο το κορίτσι -Φωτεινή Παπαλεωνιδοπούλου το όνομά της- που φύσηξε κι έσβησε τη Φλόγα, έτσι και οι σημερινοί θεατές ίσως αναζητούν -δεκαετίες μετά- εκείνο το φως που το καλοκαίρι του 2024 έδωσε πνοή στα όνειρά τους, ότι τα ακόμα καλύτερα έρχονται, ότι η δόξα που γνώρισαν δεν ήταν της στιγμής. Ακόμα κι αν αποδειχτεί, όπως στην περίπτωσή μας, πως, διάολε, ήταν στιγμιαία…