Το πρωί της Τετάρτης, στο πλαίσιο της ανταλλαγής των απόψεων που κάνουμε συχνά-πυκνά, είχα άλλη μια συζήτηση με έναν γνωστό (μου) ποιητή. Αυτή τη φορά μιλήσαμε για το θέμα της θλίψης, ως μια βαθιά διαδικασία. Το ζήτημα είναι εάν αυτή μπορεί ή πρέπει να εξωτερικεύεται ή εάν μοιάζει με μια ερμητική σιωπή που απλώνεται μέσα μας, δίχως φωνασκίες ή μεγαλοστομίες, αλλά με μια βουβή περισυλλογή.

(ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΤΖΕΚΑΣ/EUROKINISSI)

Ο φίλος μου ισχυρίζεται πως επιλέγει τη σιωπή, επειδή ο νους επιτρέπει στον πόνο να εκδηλωθεί καθαρά και αληθινά, δίχως τις παραμορφώσεις που επιφέρει ο θόρυβος της επίδειξης. Επίσης, ο ίδιος υποστηρίζει πως όταν το πένθος επιζητεί δημοσιότητα, χάνει την αληθινή του υπόσταση και μοιάζει σαν να χρησιμοποιείται η οδύνη ως βήμα αυτοπροβολής, διεκδικώντας εύκολα βλέμματα και επιδερμική συμπάθεια.

Η αλήθεια είναι πως δεν άκουγα για πρώτη φορά αυτή την άποψη. Είναι πολλοί γύρω μας οι οποίοι θεωρούν πως το βαθύ πένθος δεν χρειάζεται κοινό, ότι η αληθινή λύπη δεν έχει ανάγκη από εξωτερική επιβεβαίωση ή εντυπωσιακές εκδηλώσεις. Απλώς, όπως είπα στον συνομιλητή μου, τα κρίνουμε όλα με την ευκολία που γεννά η απόσταση από το ίδιο το τραγικό γεγονός. Δηλαδή, δεν μπορώ να ξέρω πώς θα αντιδρούσα εάν είχα χάσει το παιδί μου με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να ξέρω τις αιτίες, τα λάθη, τις αστοχίες, τις ευθύνες όλων εκείνων που με τις παραλείψεις τους με οδήγησαν στο να θάψω το παιδί μου.

Τρέμω ακόμα και στην ιδέα να το σκεφτώ, να κάνω αυτή την υπόθεση στο κεφάλι μου, το πώς θα ήταν η ζωή μου εάν η κόρη μου βρισκόταν στη θέση αυτών των παιδιών που ακόμα τα περιμένουν οι γονείς τους να γυρίσουν. Οταν ένα παιδί χάνει τους γονείς του, προφανώς και ισχύει περισσότερο για τις μικρές ηλικίες, θεωρείται ορφανό. Οταν ένας γονέας χάσει το παιδί του, δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη για να μπορέσει να περιγράψει αυτό το αδόκητο.

Εάν λοιπόν, υποθετικά, ήμουν στη θέση της κάθε Καρυστιανού, δεν μπορώ να ξέρω το πώς θα μπορούσα να κινηθώ – και χρησιμοποιώ εσκεμμένα αυτό το ρήμα επειδή πιθανώς θα είχα μαρμαρώσει για πάντα στον καναπέ του σαλονιού μου. Δεν μπορώ να γνωρίζω εάν θα έβγαινα στα κανάλια για να διεκδικήσω το δίκιο του αδικοχαμένου σπλάχνου μου, αν θα έφτανα μέχρι την Ευρωβουλή για να καταγγείλω το ελληνικό κράτος για τις ολιγωρίες του και να μπορώ να αντέχω και όλα αυτά που μου καταμαρτυρούν συνεχώς τα λογής τρολ, ότι θέλω να πολιτευθώ, πως θέλω να πάρω αποζημίωση – και όλα αυτά τα άθλια που έχουμε διαβάσει κατά καιρούς στα timeline μας.

Ο ποιητής φίλος μου επιμένει πως όσο πιο απροσπέλαστη γίνεται η πληγή, τόσο πιο αληθινή είναι η αναμέτρηση με την απώλεια. Κατανοητό το πώς το θέτει, όμως αυτή είναι η άποψή του, η οποία συμπυκνώνει και αυτά που υποστηρίζουν πολλοί δίπλα μας. Ολοι εκείνοι, όμως, το γράφω ξανά και ανατριχιάζω, είναι ευλογημένοι επειδή δεν έχουν χάσει το παιδί τους και μάλιστα υπό αυτές τις συνθήκες, με αυτόν τον τρόπο, δίχως απαντήσεις.

Και δυστυχώς για αυτούς τους γονείς, που ενδύθηκαν για πάντα τα μαύρα ρούχα, ως αντικατοπτρισμό της ψυχής τους, επειδή από εδώ και στο εξής η ζωή τους δεν θα έχει καθόλου ποίηση και καμία ίαση, είναι απολύτως λογικό η φωνή τους να γίνεται ακόμα πιο δυνατή, να ακουστεί στα πέρατα του κόσμου, μέχρι την τελική δικαίωση…