Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης που εξασφαλίζουν δανειοδοτήσεις με ελκυστικούς όρους και κάποια μεγάλα projects συντηρούν την πιστωτική επέκταση και ταυτόχρονα καλύπτουν το γεγονός ότι η πλειοψηφία των επιχειρήσεων εξακολουθεί να μην έχει πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό. Προφανώς και παίζει ρόλο ότι οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις είναι μικρές, ότι αρκετές φοροδιαφεύγουν παρουσιάζοντας ζημιογόνες χρήσεις, αλλά η ουσία παραμένει και είναι ότι η περίμετρος των επιχειρήσεων που μπορούν να δανειοδοτηθούν εκτιμάται από 40.000 έως 80.000 στο σύνολο των 800.000 εταιρειών. Στην Κυβέρνηση θεωρούν ότι ο δυνητικός αριθμός των υγιών επιχειρήσεων που θα μπορούσαν σταδιακά να καταστούν αξιόχρεες και συνεπώς να είναι χρηματοδοτήσιμες είναι στις 100.000.
Αυτό είναι το πρόβλημα των τραπεζών. Το πεδίο που έχουν για να αναπτύξουν ισχυρά δανειακά χαρτοφυλάκια είναι περιορισμένο. Το Ταμείο Ανάκαμψης και ορισμένα μεγάλα project (π.χ. Αττική Οδός) όπως είπαμε και προηγουμένως καλύπτουν προς το παρόν το πρόβλημα της μικρής αγοράς στην οποία απευθύνονται. Πρόσφατη έκθεση της Moody’s σημείωνε πως η σχέση των δανείων προς το ΑΕΠ της χώρας στο τέλος του 2023 ήταν στο 54% και προσέθετε πως ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κινείται πάνω από το 100%.
Με την τραπεζική ενοποίηση, η ΕΚΤ έχει επιβάλλει στις τράπεζες ένα πολύ ασφυκτικό και γραφειοκρατικό πλαίσιο για τις χορηγήσεις. Οι τράπεζες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από αυτό, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει χρηματοδοτική ροή προς τις επιχειρήσεις που δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια. Ταυτόχρονα και οι ίδιοι οι τραπεζίτες είναι επιφυλακτικοί, καθώς δεν έχουν παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των δανειακών χαρτοφυλακίων τους σε περίοδο ύφεσης ώστε να τα τεστάρουν σε δυσμενείς συνθήκες.
Παράλληλα, η ελληνική οικονομία μετασχηματίζεται με αργό ρυθμό. Δημιουργούνται μεγάλες μονάδες καθώς και διεθνώς επικρατούν τάσεις συγκέντρωσης. Για παράδειγμα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στο Χρηματιστήριο οι εισηγμένες κατασκευαστικές εταιρείες ήταν 22. Σήμερα είναι τρεις. Προφανώς και είναι πιο ισχυρές και υγιείς σε σχέση με το παρελθόν αλλά το τραπεζικό σύστημα, τώρα που εξελίσσονται μεγάλα κατασκευαστικά έργα, δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες σε εγγυητικές επιστολές και το κενό καλύπτουν τώρα οι ασφαλιστικές εταιρίες.
Οι αυστηρές φόρμες που έχει επιβάλλει η ΕΚΤ περιορίζουν τη δυνατότητα της τράπεζας να αναλάβει ρίσκο στηρίζοντας μια επιχείρηση. Οι συνθήκες που επικρατούσαν πριν από την πτώχευση του 2010 επέτρεψαν στο τραπεζικό σύστημα να υποστηρίξει επιχειρηματίες οι οποίοι στη συνέχεια μεγαλούργησαν δημιουργώντας ισχυρούς ομίλους που πρωταγωνιστούν και σήμερα. Μetlen, Αegean, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Quest και άλλοι, έβαλαν τις βάσεις της ανάπτυξής τους εκείνη την περίοδο. Επιπλέον οι τράπεζες δεν έχουν δυνατότητα σημαντικής ανάπτυξης των μεγεθών τους. Αναζητούν να αγοράσουν asset management και άλλες τράπεζες στο εξωτερικό σε μια προσπάθεια είτε να αυξήσουν τα έσοδά τους, είτε να “μοχλεύσουν” τον ισολογισμό τους αθροίζοντας μεγέθη που δεν σχετίζονται με την ελληνική αγορά.