Το 2024 ξεκίνησε με μια σειρά θεμάτων στην επικαιρότητα, που αναγκάζει την κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης να ανακαλύψουν τα πλέον γρήγορα και αποτελεσματικά αντανακλαστικά που διαθέτουν- αν και όποια διαθέτουν.
Η Νέα Δημοκρατία σε όλες τις δημοσκοπήσεις διατηρεί την εικόνα κυριαρχίας που επιβεβαίωσε και στις πρόσφατες εθνικές εκλογές, ωστόσο καλείται – την ώρα που κάνει λόγο για την ανάγκη άμεσων μεταρρυθμίσεων- να απαντήσει πειστικά πως θα αντιμετωπίσει την ακρίβεια, το αγροτικό πρόβλημα, το στεγαστικό ζήτημα, τα ανοιχτά θέματα στην Παιδεία, την Υγεία και σε άλλους κρίσιμους τομείς. Η φράση «αντίπαλός μας είναι τα προβλήματα των πολιτών» ακούγεται όλο και πιο συχνά από κυβερνητικά στελέχη για να θυμίσουν την υπαρκτή ψαλίδα των 20 και πλέον μονάδων που χωρίζει τη ΝΔ από το δεύτερο κόμμα- όμως δεν αρκεί όσο αφορά στο στάδιο των διαπιστώσεων.
Η ακρίβεια στα ράφια εξακολουθεί να «παγώνει» το μάτι και την τσέπη του καταναλωτή, των ευάλωτων νοικοκυριών και της μεσαίας τάξης, των μισθωτών και των συνταξιούχων. Προϊόντα που άλλοτε έβαζαν συχνά στο καλάθι τους, τώρα επιλέγουν να τα αφήσουν «και αυτή τη φορά» στα ράφια, φροντίζοντας να κάνουν τη «βόλτα» για τα απαραίτητα στα σούπερ μάρκετ. Έχουν γίνει προσπάθειες για την αναχαίτιση του προβλήματος, δεν έχει πάντως αλλάξει η «συνταγή» που υιοθετεί η κυβέρνηση για πιο δραστικές λύσεις.
Οι αγρότες συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις και όπως παραδέχονται κυβερνητικά στελέχη πολλά από τα αιτήματά τους είναι δίκαια και δεν μπορούν να περιμένουν. Υπάρχει ένα και συγκεκριμένο δημοσιονομικό πλαίσιο, αλλά οι καταστροφές – για παράδειγμα- στη Θεσσαλία δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού και πρωτοβουλίες μόνο βραχυπρόθεσμων λύσεων. Οι αγρότες που βγήκαν στους δρόμους δεν έχουν μόνο «χρώμα» αντιπολίτευσης. Είναι και – μπορεί οι περισσότεροι- «γαλάζιοι». Στις εκλογές του Ιουνίου, σύμφωνα με έρευνες, το 48% των αγροτών ψήφισε Νέα Δημοκρατία, μόλις το 10% ΣΥΡΙΖΑ (τη χαμηλή επίδοση επιβεβαίωσε και η κυρία Τζάκρη) και ένα 13% έλαβε το ΠΑΣΟΚ (μία μονάδα πάνω από το πανελλαδικό ποσοστό). Αυτό σημαίνει ότι οι αγρότες και ειδικά στη Θεσσαλία απαιτούν χωρίς κομματικές «παρωπίδες» λύσεις, εδώ και τώρα, αλλά και για αύριο και μεθαύριο. Αυτό σημαίνει επίσης ότι πρέπει να αναζητηθεί σχέδιο ανασυγκρότησης του πρωτογενούς τομέα για τη Θεσσαλία και μείωσης του κόστους για τους παραγωγούς όλης της χώρας. Η κυβέρνηση οφείλει να το συγκροτήσει, να το συζητήσει με όλα τα κόμματα- υπό την έννοια ότι θα ακούσει προσεκτικά τις προτάσεις της και στο τέλος της ημέρας θα παράξει συναινετικά έργο προς όφελος του αγροτικού κόσμου της χώρας. Αυτό σημαίνει ακόμη ότι όλες οι πλευρές θα καθίσουν με διάθεση εξεύρεσης λύσεων γύρω από το ίδιο τραπέζι, αφήνοντας έξω από το δωμάτιο εμβαλωματικές και μη ρεαλιστικές προτάσεις.
Έχουν κατατεθεί αρκετές προτάσεις- επτά πχ από το ΠΑΣΟΚ– όπως αυτή για την επαναδιαπραγμάτευση του Στρατηγικού Σχεδίου της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής με απλοποίηση των οικολογικών σχημάτων και προσαρμογή του στις ανάγκες της ελληνικής υπαίθρου, ώστε ωφελούμενοι να είναι οι πραγματικοί αγρότες. Προτείνεται η δημιουργία ενεργειακών κοινοτήτων σε αγροτικές περιοχές για μηδενισμό του κόστους ενέργειας, η κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο Αγροτικό πετρέλαιο, η αναθεώρηση του κανονισμού του ΕΛΓΑ για δικαιότερες αποζημιώσεις, η γενικότερη ανασυγκρότηση της κατάστασης στη Θεσσαλία μετά τον Daniel. Είναι κάποιες εισηγήσεις- αν υπάρχουν καλύτερες ας κατατεθούν και αυτές και ας αποτελέσουν πρωτοβουλίες δυναμικής επανεκκίνησης της αγροτικής ζωής στη Θεσσαλία και αλλού.
Η ανάγκη ενίσχυσης των Δημόσιων Πανεπιστημίων μαζί με την ίδρυση μη κρατικών μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων είναι αναμφίβολα όχι απλώς ένα νομοσχέδιο αλλά ένα θέμα που κυβέρνηση και αντιπολίτευση οφείλουν να χειριστούν πολύ διαφορετικά από την κίνηση της κυρίας Κεραμέως με την «επιστολική ψήφο», όπου επέλεξε μετά το «ναι επί της αρχής» του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, να κατεβάσει εκπρόθεσμα τροπολογία, να αιφνιδιάσει έτσι τα κόμματα της αντιπολίτευσης και να «κλωτσήσει» το κλίμα συναίνεσης.
Πρόκειται για καθημερινές ασκήσεις πολιτικής σε μια περίοδο όπου το ένα «γεγονός» διαδέχεται το άλλο σε χρόνο d/t. Με αυτό το «φόντο», τι πιο φυσικό από το να επιχειρεί το κόμμα και το κάθε στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να παρουσιάσει συγκροτημένες προτάσεις ευρείας αποδοχής; Οι υποστηρικτές του, όλο και λιγότεροι στις δημοσκοπήσεις, πιστεύουν ότι πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ καταβάλλει προσπάθεια να πείσει εκ νέου ευρύτερα ακροατήρια ότι μπορεί. Το πετυχαίνει ο Διονύσης Τεμπονέρας ο οποίος πήρε την πρωτοβουλία να οργανώσει συζήτηση για πως όλοι όσοι αυτοπροσδιορίζονται προοδευτικοί θα δημιουργήσουν ισχυρό αντίβαρο απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη;
Είναι προφανές ότι ο κ. Τεμπονέρας βιάζεται, όπως βιάζεται και ο κ. Κασσελάκης- θέλουν αμφότεροι πριν από τις ευρωεκλογές να στρώσουν το έδαφος καταρχάς για την προσωπική πολιτική τους επιβίωση την «επόμενη μέρα», μετά από τις κάλπες των ευρωεκλογών. Ο κ. Κασσελάκης εμφανίστηκε από το «πουθενά», εισέβαλε στην εσωκομματική εκλογική διαδικασία του ΣΥΡΙΖΑ, αιφνιδίασε και κέρδισε εύκολα το εκλογικό σώμα (συρρικνωμένο και αμήχανο μετά την εκκωφαντική ήττα του Ιουνίου) και τώρα τρέχει με την ίδια ταχύτητα να παρατείνει τη διάρκεια της δικής του «κυριαρχίας» στον ΣΥΡΙΖΑ, πριν γίνει ακόμη πιο δύσκολη η εξίσωση. Το ίδιο και ο κ. Τεμπονέρας. Δεν κατέβηκε ως υποψήφιος βουλευτής τον Μάιο και τον Ιούνιο, δεν διεκδίκησε την ηγεσία του κόμματος παρότι ακουγόταν, δεν σκοπεύει, όπως όλα δείχνουν να δοκιμαστεί κυνηγώντας «σταυρούς» στις ευρωεκλογές, δεν αποχώρησε παρά τις διαφωνίες του από τον ΣΥΡΙΖΑ για να συγκροτήσει τη Νέα Αριστερά με Χαρίτση, Ηλιόπουλο και Αχτσιόγλου και δεν περιμένει το Συνέδριο, στο τέλος του μήνα, για να προβάλει τις θέσεις του. Επιλέγει λίγες ημέρες πριν από το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ να στραφεί εκτός ΣΥΡΙΖΑ για να μιλήσει για το μέλλον της κεντροαριστεράς γενικότερα. Στέλνει πρόσκληση στην κυρία Έφη Αχτσιόγλου που είναι πλέον στη Νέα Αριστερά και διεκδικεί υπό τη νέα ομπρέλα πρεμιέρα εισόδου στην ευρωβουλή (κάτι που δεν είναι σίγουρο, σύμφωνα με τα γκάλοπ) και στον Μανώλη Χριστοδουλάκη, βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, του κόμματος που θέλει να δώσει και να πετύχει τη μάχη της δεύτερης θέσης και της πρωτοκαθεδρίας στην κεντροαριστερά τον προσεχή Ιούνιο.
Η κίνηση Τεμπονέρα εικάζεται ότι έχει άμεση σχέση και με την επιλογή του τίτλου της εκδήλωσης- ενός τίτλου που ξεκινά με την παραδοχή, όπως διαπίστωσαν και οι άσπονδοι φίλοι του στο ίδιο κόμμα, ότι από τη μία πλευρά είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και από την άλλη, όλοι οι άλλοι που δεν μπορούν να τον νικήσουν. Η κίνηση Τεμπονέρα φαίνεται δε ότι δεν ήταν άσχετη και από το ραντεβού με τον πρώην αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα. Μπορεί ο κ. Τσίπρας να κάνει πολλά ραντεβού με στελέχη το τελευταίο διάστημα, αλλά οι άμεσα ενδιαφερόμενοι είχαν άμεση και γρήγορη πληροφόρηση μόνο για τη συνάντηση που είχε με τον κ. Τεμπονέρα. Δεν θα πάει ο κ. Τσίπρας στην εκδήλωση, συνάντησε όμως τον κ. Τεμπονέρα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκδηλώσεις πρέπει να γίνονται και καλώς γίνονται- ανοιχτός διάλογος υπάρχει και πρέπει να υπάρχει, για την κεντροαριστερά και για την όποια εξέλιξη καταγράφεται στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Ισχυρή βάση συζήτησης πάντως δεν θα υπάρξει πριν από τις ευρωεκλογές για αυτονόητους λόγους. Εκεί θα κριθούν άπαντες. Ο ΣΥΡΙΖΑ αν έχει τη δυναμική να διατηρήσει το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ αν θα επιβεβαιώσει τα γκάλοπ κατακτώντας τη δεύτερη θέση μέσω της λαϊκής ετυμηγορίας και ανοίγοντας μια νέα σελίδα ισχυροποίησής του στο χώρο της κεντροαριστεράς, η Νέα Αριστερά αν μπορεί να σταθεί ως αυτόνομο κόμμα στη συνέχεια. Μέχρι τότε οι «βιαστικές» κινήσεις από πρόσωπα είναι πολύ πιο εύκολο να «καούν», παρά να αντέξουν. Ειδικά αν θολώνουν το «μήνυμα» που προεκλογικά θέλουν να αναδείξουν τα κόμματά τους.