Οι ανάγκες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για περισσότερα έσοδα προκειμένου να στηρίξουν με επιδοτήσεις τις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες που πλήττονται από τον πληθωρισμό και την αύξηση του ενεργειακού κόστους -και επιπλέον από την αύξηση των επιτοκίων των δανείων- τις οδηγούν σε πρωτοφανείς για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αποφάσεις και ενδεχομένως ανοίγουν τον δρόμο για μια νέα ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική.
Ο χαρακτηρισμός «υπερκέρδη» που χρησιμοποίησε και η ελληνική κυβέρνηση για τα αυξημένα κέρδη που εμφανίζουν οι ενεργειακές επιχειρήσεις λόγω της αύξησης της τιμής του φυσικού αερίου, επέτρεψε την έκτακτη επιπλέον φορολόγησή τους και μάλιστα με συντελεστή 90%. Τα κέρδη αυτά πράγματι είναι υπερκέρδη, όμως δεν οφείλονται σε μια δόλια στρατηγική εκ μέρους των επιχειρήσεων αλλά απλώς στη διεθνή συγκυρία. Υπό μία οπτική, πολύ καλά κάνουν οι κυβερνήσεις και τα φορολογούν εκτάκτως, διότι πρέπει να στηρίξουν τους πολίτες.
Όμως, ξαφνικά, και ενώ ουδείς διαμαρτυρήθηκε για τη φορολόγηση των υπερκερδών των ενεργειακών εταιρειών, κάποιοι Ευρωπαίοι πολιτικοί, με σημαντικότερο τον Πέδρο Σάντσεθ της Ισπανίας, υιοθετούν την ίδια λογική και επιβάλλουν φόρο και στις τράπεζες οι οποίες βλέπουν τα κέρδη τους να αυξάνονται απότομα από την πολιτική αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ. Τα κέρδη των τραπεζών αυξάνονται εκθετικά, διότι ενώ ανεβάζουν τα επιτόκια των δανείων, δεν πληρώνουν ανάλογα και στους καταθέτες.
Το ερώτημα είναι αν αυτά τα κέρδη είναι πράγματι υπερκέρδη και αν θα έπρεπε να φορολογηθούν ως τέτοια. Πρόκειται για μεγάλη συζήτηση με εκατέρωθεν επιχειρήματα, αλλά η αλήθεια είναι ότι αν οι τράπεζες φρόντιζαν να αυξήσουν αναλόγως και τα επιτόκια που πληρώνουν στους καταθέτες, κανείς δεν θα μπορούσε να τις κατηγορήσει για υπερκέρδη.
Παρά τις λογικές αντιρρήσεις των τραπεζιτών, η τελική γραμμή υπεράσπισης της πολιτικής Σάντσεθ είναι ότι η κοινωνία χρειάζεται στήριξη και γι’ αυτό δεν νομιμοποιούνται οι τράπεζες να διαμαρτύρονται. Τα σκυλιά δεμένα λοιπόν.
Όμως και οι τράπεζες έχουν βάσιμα επιχειρήματα, ότι δηλαδή η αύξηση των επιτοκίων επιβάλλεται από την ΕΚΤ και όχι από τις εμπορικές τράπεζες και ότι όλα αυτά τα χρόνια ο τραπεζικός κλάδος βασανιζόταν από αρνητικά επιτόκια και δεν τον βοηθούσε το ισπανικό κράτος.
Σωστά και τα δύο, αλλά τουλάχιστον στην Ελλάδα οι τράπεζες στηρίχθηκαν από το κράτος όσο κανείς άλλος – και γι’ αυτό δεν πτώχευσαν. Και επειδή το πράγμα δεν είναι καθόλου απλό (και γι’ αυτό είναι μεγάλη η συζήτηση) το πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών που θα τις οδηγούσε πριν από μια δεκαετία στην πτώχευση τους το δημιούργησε σε μεγάλο βαθμό το ελληνικό κράτος.
Τελικά, άκρη δεν θα βγει από την κουβέντα
Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι οι τράπεζες στην Ευρώπη είναι «ιερές αγελάδες» και προστατεύονται. Φαίνεται ότι αυτό αλλάζει τώρα. Και ότι εκτός από τον Σάντσεθ, και η Ουγγαρία έχει επιβάλει τέτοιο φόρο στις τράπεζες, και η Πολωνία παλαιότερα και η Μεγ. Βρετανία φέρεται να το σκέφτεται ( ή μάλλον το σκεφτόταν μέχρι να πέσει η κυβέρνηση, να δούμε τώρα τι θα κάνει ο νέος πρωθυπουργός της, όταν εκλεγεί).
Εάν λοιπόν αρχίσει στην Ευρώπη το γαϊτανάκι της φορολόγησης των έκτακτων κερδών όποτε και όποιου αποφασίζουν οι κυβερνήσεις, δεν αποκλείεται να δούμε και άλλες, «παράξενες» σε σχέση με ό,τι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, φορολογήσεις.
Ο φόρος που επέβαλε ο Σάντσεθ στις τράπεζες είναι τύπου «windfall tax» (σαν να λέμε φόρος στα ανεμομαζώματα, όπου ανεμομαζώματα είναι τα έκτακτα και τυχαία κέρδη, όπως αυτά που προκύπτουν από την αύξηση των επιτοκίων λόγω πληθωρισμού). Η κυβέρνηση συνασπισμού του σοσιαλιστή πρωθυπουργού Πέντρο Σάντσεθ στην Ισπανία βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που δηλώνει την αντίθεσή της στο μέτρο αυτό, αλλά οι διαμαρτυρίες της δεν εισακούονται – είναι συμβουλευτικές.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις Σάντσεθ, ο φόρος αυτός είναι αναγκαίος για να στηρίξει τους πολίτες και είναι ανάλογης λογικής με τον φόρο που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις στα «υπερκέρδη» των εταιρειών ενέργειας.
Πολλοί διεθνείς τραπεζίτες και οικονομολόγοι εκτιμούν ότι αυτές είναι λαϊκίστικες πολιτικές και είναι βέβαιο ότι έχουν κάποιο δίκιο.
Αν όμως δεν το δούμε απλώς σαν μια λαϊκίστικη πολιτική, αλλά επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε μια ουσιαστική αλλαγή νοοτροπίας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η αλλαγή πολιτικής που επιβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρχικά από τον κορωνοϊό και στη συνέχεια από τον πόλεμο και την ενεργειακή κρίση, αποτελεί τη βάση για τη διαμόρφωση μιας νέας ευρωπαϊκής πρακτικής πιο «σοσιαλιστικής».
Μιας πολιτικής που φορολογεί με επιπλέον ποσά όσα κέρδη χαρακτηρίζει έκτακτα και που επιδοτεί τους πολίτες. Υπό μια οπτική, ο σοσιαλισμός μπαίνει στην Ευρώπη από το παράθυρο, λόγω ανάγκης.