Ο Τραμπ ανέλαβε τα καθήκοντά του πριν από λίγες ημέρες και άρχισε να υλοποιεί τις προεκλογικές του υποσχέσεις, σπέρνοντας πανικό σε πλήθος χωρών και κυρίως στους Ευρωπαίους. Το πόσο τρομάζει ο Τραμπ τους Ευρωπαίους φαίνεται και από τις συζητήσεις που διεξάγονται στα κοινωνικά δίκτυα. «Γυρνάμε στον Μεσαίωνα», γράφουν ορισμένοι, άλλοι φοβούνται ότι οι αμερικανικοί δασμοί θα μας καταστρέψουν, πολλοί φοβούνται ότι η απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τις εστίες των πολέμων θα ανοίξει την όρεξη του Ερντογάν, άλλοι ότι ο πλανήτης θα καταστραφεί επειδή ο Τραμπ εγκαταλείπει τη Συμφωνία του Παρισιού για την πράσινη ανάπτυξη. Ολα αυτά έχουν μια δόση αλήθειας, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι οι επιπτώσεις θα είναι τόσο καταστροφικές.
Αν προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε το τι επιδιώκει ο Τραμπ με βάση αυτά που λέει, συμπεραίνουμε τα εξής: Συνολικά η πεποίθησή του είναι ότι όλες οι άλλες χώρες εκμεταλλεύονται τις ΗΠΑ χωρίς να ανταποδίδουν τα οφέλη που αντλούν από αυτές. Στην οικονομία, εντοπίζει με ποιες χώρες ή με ποιες ομάδες χωρών έχει εμπορικό έλλειμμα και απειλεί ότι θα βάλει δασμούς στις εισαγωγές των ΗΠΑ από αυτές τις χώρες, εκτός αν αυτές αρχίσουν να εισάγουν μαζικά αμερικανικά προϊόντα για να ισορροπήσει το εμπόριο μεταξύ τους. Η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη έχει τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, ύψους περίπου 161 δισ. δολαρίων το 2023.
Η Φον ντερ Λάιεν αντέδρασε άμεσα, υποστηρίζοντας ότι η Ε.Ε. πρέπει να διαπραγματευτεί με τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ και να αυξήσει τις εισαγωγές της για να αποφύγει ή να περιορίσει τους δασμούς. Τα πράγματα δεν είναι πολύ απλά για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί οι ΗΠΑ έχουν πλεόνασμα 105 δισ. με την Ε.Ε. στην παροχή υπηρεσιών, συνεπώς αθροίζοντας τα δύο η διαφορά περιορίζεται σε 55 δισ. και αφετέρου διότι οι εισαγωγές της Ε.Ε. σε LNG και πετρέλαιο από τις ΗΠΑ είναι ήδη μεγάλες. Το 46% των εισαγωγών LNG και το 15% των εισαγωγών πετρελαίου της Ε.Ε. προέρχονται από τις ΗΠΑ. Θα αυξηθούν φυσικά, αλλά τα περιθώρια δεν είναι τεράστια. Ο τρίτος τομέας όπου η Ε.Ε. θα κληθεί να αυξήσει τις εισαγωγές της είναι τα όπλα. Η Ε.Ε. εισάγει από τις ΗΠΑ το 55% των οπλικών της συστημάτων. Ομως με τις ανάγκες εξοπλισμού που διαπιστωμένα έχει η Ευρώπη, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια αύξησης των εισαγωγών αμερικανικών όπλων. Και θα αυξηθούν. Τελικά, αν κρίνουμε από τους αριθμούς, ίσως η κατάσταση να μην είναι τόσο τραγική όσο περιγράφεται και να βρεθεί ένας συμβιβασμός ώστε να περιοριστούν οι δασμοί έναντι των ευρωπαϊκών προϊόντων.
Φυσικά η αύξηση των εισαγωγών από τις ΗΠΑ απαιτεί χρήμα, το οποίο όμως η Ε.Ε. είναι αναγκασμένη ούτως ή άλλως να ξοδέψει. Και αυτό διότι έχοντας αντιληφθεί την ανάγκη να ενισχύσει την άμυνά της, έχει ήδη αποφασίσει να δαπανήσει πάρα πολλά κονδύλια. Συνεπώς, μεγάλο μέρος αυτών των κονδυλίων θα πάει στις ΗΠΑ.
Οι ανακοινώσεις του Τραμπ ότι θα σταματήσουν οι ΗΠΑ να παρεμβαίνουν σε πολέμους που δεν είναι «δικοί τους» εντάσσονται πιθανώς στην ίδια οικονομική λογική. Πιέζει την Ε.Ε. να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες αγοράζοντας αμερικανικά όπλα. Και αυτό σημαίνει ότι εφόσον οι Ευρωπαίοι εισάγουν αμερικανικά όπλα και κλείσει το εμπορικό έλλειμμα με τις ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι θα ξαναγίνουν «δικοί τους».
Ισως λοιπόν η Ε.Ε. να μην αντιμετωπίσει ιδιαίτερο πρόβλημα με τον Τραμπ αν ακούσει προσεκτικά τι ζητάει ο Αμερικανός πρόεδρος. Και αυτό που ζητάει δεν είναι αβάσιμο, το διατυπώνει όμως άκομψα, ξεφεύγοντας από τη διπλωματική κομψότητα. Μέχρι τώρα οι παρεμβάσεις των ΗΠΑ σε διάφορες πολεμικές διαμάχες γίνονταν με πρόφαση την ενίσχυση της δημοκρατίας στις περιοχές αυτές, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την προστασία του Δυτικού τρόπου ζωής. Αυτή ήταν η πρόφαση. Τώρα θα γίνονται με βάση το χρήμα, όπως και πριν δηλαδή, αλλά χωρίς πρόφαση.
Πολύ ωμά διατυπώνονται και οι απαιτήσεις του Τραμπ σε γεωπολιτικό επίπεδο, όπως στην περίπτωση της Γροιλανδίας, του Καναδά και του Παναμά. Ούτε ο Χίτλερ δεν διατύπωνε με τέτοιο τρόπο τις απαιτήσεις του. Ο Τραμπ όμως είναι businessman και μέγας διαπραγματευτής. Τρομοκρατεί τον αντίπαλο με τις απαιτήσεις και τις απειλές του πριν ξεκινήσει η διαπραγμάτευση. Και αυτό πρόκειται να κάνει για όλα, διαπραγματεύσεις, αλλά ξεκινώντας από την ενισχυμένη θέση που έχει ο «τρελός». Κανείς δεν μπορεί να βρει άκρη με τον «τρελό», μόνο που ο Τραμπ δεν είναι τρελός, παίρνει ακραίες θέσεις για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση. Συνεπώς, θα ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις όχι για να αγοράσει ή να καταλάβει τη Γροιλανδία, όχι για να ενσωματώσει τον Καναδά στις ΗΠΑ, ούτε για να εξαφανίσει τον Παναμά, αλλά για να αυξήσει την εκμετάλλευση της Γροιλανδίας από τις ΗΠΑ και να αυξήσει τα κέρδη των ΗΠΑ από τον Καναδά. Στην περίπτωση του μικρού Παναμά, δεν αποκλείεται να κλείσει συμφωνία ενσωμάτωσης στις ΗΠΑ. Πάντως, ό,τι γίνει θα είναι αποτέλεσμα σκληρής διαπραγμάτευσης.
Με την Κίνα ίσως οι διαπραγματεύσεις να μην πάνε καλά και αυτό διότι ενώ ο Τραμπ έχει περιορισμένο χρονικό ορίζοντα (ενδιάμεσες εκλογές σε 2 χρόνια και ηλικία), η Κίνα δεν έχει τέτοια προβλήματα, δεν έχει εκλογές ούτε πολιτικό κόστος, μπορεί να διαπραγματεύεται αιωνίως χωρίς να βιάζεται.
Σε ό,τι αφορά την πράσινη ανάπτυξη και την εγκατάλειψη από τις ΗΠΑ της Συνθήκης του Παρισιού για το περιβάλλον (ξανά), ίσως και να ωφελήσει τους Ευρωπαίους. Η Ε.Ε. έχει αποφασίσει να εκμηδενίσει τη χρήση καυσίμων και τους ρύπους και να περάσει αποκλειστικά σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Η πράσινη ανάπτυξη όμως κοστίζει δισεκατομμύρια στους Ευρωπαίους, καταναλωτές και βιομηχανίες, αφενός μέσω της φορολογίας, αφετέρου μέσω του κόστους παραγωγής. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν βάσιμα ότι όλη αυτή η ευρωπαϊκή ατζέντα είναι υπερβολική, αφού η Ε.Ε. συνολικά παράγει το 2% των παγκόσμιων ρύπων. Ο εκμηδενισμός λοιπόν αυτού του 2% αν όλοι οι άλλοι, Ινδία, Κίνα, ΗΠΑ και το σύνολο του υπόλοιπου κόσμου, ρυπαίνουν ασύστολα, τελικά δεν αρκεί για να σώσει τον πλανήτη. Η Ε.Ε. έχει τώρα μια ευκαιρία να αναθεωρήσει την περιβαλλοντική της πολιτική όχι εγκαταλείποντας, αλλά επιβραδύνοντάς την ώστε να περιορίσει το κόστος της. Διότι αν σε αυτό το κόστος προστεθούν οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες, ο λογαριασμός δεν βγαίνει.
Ολα αυτά είναι ένα σενάριο και στηρίζονται στην υπόθεση ότι ο Τραμπ δεν είναι ο παράφρων που θα καταστρέψει τον κόσμο, αλλά ένας άκομψος και σκληρός διαπραγματευτής. Αν αποδειχθεί τελικά ότι είναι παράφρων, το σενάριο αλλάζει.