Τέλειωσε την προηγούμενη εβδομάδα, και δεν τέλειωσε ένδοξα, ένα από τα μακρύτερα (είχε «κολλήσει» από τον Απρίλιο) ευρωπαϊκά σίριαλ: η επιλογή του νέου προέδρου της ESMA (European Securities and Markets Authority), μιας από τις τρεις, και της σημαντικότερης, από τις Αρχές που δημιουργήθηκαν μέσα στη χρηματοπιστωτική κρίση, με στόχο να προστατεύσουν και να εποπτεύσουν, με συστηματικό και εναρμονισμένο τρόπο, τις ευρωπαϊκές αγορές κεφαλαίου.
Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ την ιστορία, και της Αρχής και της επιλογής του νέου Προέδρου, σχετικά λεπτομερώς. Αφενός γιατί την ξέρω εκ των έσω, έχοντας διατελέσει τέσσερα χρόνια Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και άρα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕSMA, και αφετέρου γιατί πιστεύω ότι έχει παραδειγματική σημασία για τη λειτουργία των ενωσιακών θεσμών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικότερα.
Φυσικά, όπως επιτρέπω στον εαυτό μου να κρίνει πρόσωπα και πράγματα, έτσι και εσείς, αγαπητοί αναγνώστες, θα είστε οι τελικοί κριτές της πειστικότητας των όσων θα γράψω.
Η ΕSMA, που άρχισε να λειτουργεί, όπως και οι «δίδυμες αδελφές» της (η ΕΒΑ για τις τράπεζες και η ΕΙΟΡΑ για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς), στις αρχές του 2011, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ευρωπαϊκή ιστορία επιτυχίας.
Σε ένα πεδίο ως τώρα εν πολλοίς αρρύθμιστο, από την έλλειψη ρύθμισης του οποίου προήλθε, εξάλλου, η αμερικανικών –δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε- καταβολών χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η ΕSMA κατάφερε να βάλει κανόνες και τάξη, να καθίσει στο ίδιο –κυριολεκτικά: μακρόστενο, δρύινο και παρισινό-, τραπέζι τους εκπροσώπους 28 εντελώς άνισων σε διαμέτρημα και συστημική σημασία επιτροπών κεφαλαιαγορών, να διαμορφώσει ένα κοινό corpus δεσμευτικών κειμένων (rule book) και να δημιουργήσει την αίσθηση σοβαρού θεσμικού συνομιλητή τόσο έναντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσο και, κυρίως, στα μάτια της αγοράς.
Το αντικείμενό της προσφερόταν βέβαια ιδιαιτέρως, γιατί σε αντίθεση με τις τράπεζες, όπου μεγάλος εποπτικός παίκτης είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και τις ασφαλιστικές, που έχουν πιο περιορισμένο εύρος, οι κεφαλαιαγορές έγιναν ντε φάκτο το ανερχόμενο, και συγχρόνως το πιο πρόσφορο για ρυθμιστικές παρεμβάσεις, οικονομικό πεδίο στην Ένωση, σε βαθμό που ένα από τα μεγάλα πολιτικά σχέδια της προηγούμενης Επιτροπής –και που συνεχίζεται με εμφανώς μειωμένο ενθουσιασμό από την παρούσα- ήταν η δημιουργία Ευρωπαϊκής Ένωσης Κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union).
Πρώτος Πρόεδρος της ΕSMA, αλλά και δεύτερος (η θητεία του ανανεώθηκε σχεδόν αυτομάτως το 2015, χάρις σε μια διάταξη του Κανονισμού που επιτρέπει στον απερχόμενο πρόεδρο των τριών Αρχών να κρίνεται μόνος του και χωρίς αντίπαλο), υπήρξε ο Ολλανδός Steven Maijoor, ένα κλασικό δείγμα της εθνικότητάς του και συγχρόνως του είδους προσώπου που προτιμούν για υψηλές θέσεις οι ευρωπαϊκοί θεσμοί: τεχνοκρατικό προφίλ, επαρκή αγγλικά, ευγενής αλλά μετρ των εσωτερικών συσχετισμών, χωρίς καμία γωνία και κανένα χάρισμα.
Η θητεία του πάντως μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένη, όχι μόνο γιατί, όπως προειπώθηκε, έβαλε την ΕSMA στο χάρτη, αλλά και γιατί αποδείχτηκε, στη δοκιμασία της πράξης, αρκετά αποτελεσματικός ο συνδυασμός αγέλαστης πρακτικότητας, προτεσταντικής επιμέλειας για κάθε σεντ και κόμμα και σύνθεσης μέσω απειλής σύγκρουσης. Νο 2 στην ΕSMA επί εποχής Maijoor, κάτι σαν Γενική Διευθύντρια, ήταν, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, η Γερμανο-Βρετανή Verena Ross (Βερένα Ρος), το πρόσωπο που έμελλε τελικά να τον διαδεχθεί, με εντελώς προβληματικό, στα μάτια μου, τρόπο στη θέση του Προέδρου.
Το προβληματικό του πράγματος έχει μια αξιοκρατική, μια θεσμική και μια πολιτική πτυχή. Η κυρία Ross έχει, ως προσωπικότητα, παρόμοια χαρακτηριστικά με του προηγούμενου Προέδρου (ψυχρότητα, λογική ισορροπίας δυνάμεων, ακόμα καλύτερα αγγλικά, έλλειψη ευρύτερης κουλτούρας και πολιτικού ενστίκτου) αλλά είναι πολύ πιο επιφανειακή και καθόλου ηγετική, ενώ διαθέτει και ένα μειονέκτημα που θα έπρεπε κανονικά να αποβεί αξεπέραστο: έχοντας ήδη υπηρετήσει επί 10 χρόνια σε ανώτερη θέση στον ίδιο οργανισμό, η επιλογή της είναι μια επιλογή όχι συνέχειας αλλά λιμναζόντων υδάτων και business as usual, διαιώνισης συνηθειών, προνομιακών πεδίων και συνομιλητών.
Κι όλα αυτά σε μια εποχή που απαιτεί ανανέωση και λόγω μεγάλων αλλαγών, τόσο στην ΕSMA (αποχώρηση Βρετανίας, αύξηση αρμοδιοτήτων, προσπάθεια αναζωπύρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης Κεφαλαιαγορών, πρώτα σημάδια νέων κρίσεων) όσο και για την Ένωση. Αυτό το αντικειμενικό ζήτημα «ξεπεράστηκε» μπροστά στην αμείλικτη ανάγκη εφαρμογής ενός δεύτερου άτυπου ευρωπαϊκού κανόνα που διέπει τις επιλογές προσώπων. Αν ο πρώτος, όπως είδαμε, είναι: ποτέ μη επιλέγεις κάποιον που ξεχωρίζει ή ενοχλεί, ο δεύτερος, ιδίως τα τελευταία χρόνια, προστάζει: να προτιμούνται οι γυναίκες από τους άνδρες.
Έχω κι άλλες φορές, από αυτές μάλιστα τις στήλες, εκφράσει την υποστήριξη μου στη διευκόλυνση ανόδου γυναικών στα ύψιστα δημόσια αξιώματα και διατυπώσει την άποψη ότι πρώτιστης σημασίας ζήτημα για την Ενωμένη Ευρώπη είναι η ουσιαστική ισότητα –σε θέσεις, μισθούς, ευκαιρίες, αναγνώριση- μεταξύ των δυο φύλων.
Λυπούμαι, όμως, όταν δεν μπορώ, ούτε στο όνομα αυτής της ισότητας, να συμφωνήσω με επιλογές που στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο «επιχείρημα» (που ακούστηκε έτσι ακριβώς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και πρυτάνευσε τελικά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) ότι «ήρθε η ώρα για μια γυναίκα Πρόεδρο μιας Ευρωπαϊκής Αρχής» και που καταλήγουν σε επιλογές χαμηλού θεσμικού παρονομαστή, όπως της φίλης κυρίας Ross.
Με δυο απλά λόγια: χίλιες φορές ναι στις γυναίκες, αλλά επιλογή των γυναικών που ξεχωρίζουν (προλαβαίνω το εύλογο «μα όλοι οι άνδρες που επιλέγονται, ξεχωρίζουν;», με την εξής απάντηση: ασφαλώς όχι -αλλά αφενός δεν επιλέγονται επειδή είναι άνδρες και αφετέρου για να ριζώσει, όπως πρέπει να ριζώσει, η επιλογή γυναικών, θα πρέπει να βασίζεται στην αξιοκρατία).
Σε κάθε περίπτωση, η νέα Πρόεδρος θα κριθεί από τις πράξεις της –αλλά, όπως έλεγε ένας φίλος από το σχολείο, όταν κάποιον τον ξέρεις από τα «θρανία», δύσκολα θα βγει διαφορετικός. Ισχύει για πρόσωπα, ισχύει και για μεγάλες ενότητες, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.