Για όποιον παρακολουθεί την… κυματοειδή εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ήταν θέμα χρόνου να συμβεί. Τα τελευταία 50 χρόνια το ίδιο γίνεται, αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν υπολόγιζε ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα επιχειρούσε μια εντυπωσιακή «κωλοτούμπα» σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Μόλις πέρυσι τον Μάιο το είχε «τερματίσει» σε υπερβολές και βερμπαλισμούς, δίνοντας και προσωπικά χαρακτηριστικά στην αντιπαράθεση με εκείνο το «Miçotakis yok» πέραν των πολιτικών, διπλωματικών και εθνικών προκλήσεων.
Η ταχύτητα με την οποία φτάσαμε στο ραντεβού των δύο ηγετών δεν έχει να κάνει μόνο με τον… άστατο χαρακτήρα του Ερντογάν, ούτε με τους καταστροφικούς σεισμούς στην Γκαζιαντέπ και τα τεράστια προβλήματα της τουρκικής οικονομίας. Και τα τρία έχουν τη δική τους ξεχωριστή σημασία, αλλά είναι βέβαιο ότι περισσότερο λειτούργησαν ως «αφορμή» και πρόσχημα για την αλλαγή στάσης από την Αγκυρα και λιγότερο ως τα πραγματικά αίτια.
Μόνο και μόνο το γεγονός ότι εντελώς ξαφνικά ο Ερντογάν έβαλε στην ατζέντα των συνομιλιών τον «έλεγχο των εξοπλισμών» αποτελεί μια σαφή ένδειξη της πίεσης που αισθάνεται και των πραγματικών λόγων που τον ώθησαν στη διπλωματική οδό αντί του στρατιωτικού τσαμπουκά.
Από το 1974 μέχρι και το 2020, με μικρά διαλείμματα, η Τουρκία είχε ποσοτικά και ποιοτικά το «πάνω χέρι» στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Με αφετηρία την περίφημη αναλογία 7 προς 10 που συνόδευε για δεκαετίες την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς τις δύο χώρες, τη δυνατότητα παραγωγής οπλικών συστημάτων, αλλά και τη χρήση τους σε διάφορες τοπικές συρράξεις (με Κούρδους και Σύρους), είχε ανακηρυχθεί σε περιφερειακό «χωροφύλακα» με απροκάλυπτες βλέψεις σε βάρος της Ελλάδος. (Ας μην ξεχνάμε την ιστορία των Ιμίων.) Τα τελευταία τρία χρόνια αυτή η «ισορροπία» μεταβλήθηκε υπέρ της χώρας μας. Η αγορά των Rafale, ο εκσυγχρονισμός των F-16, η συμφωνία για την αγορά των Belharra από τη Γαλλία, των κορβετών και των F-35 από τις ΗΠΑ δίνει στην Ελλάδα το απαραίτητο ποιοτικό και χρονικό πλεονέκτημα έναντι της Αγκυρας.
Η αλλαγή των στρατιωτικών ισορροπιών δεν είναι όμως η μόνη που συνέβη τα τελευταία χρόνια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινήθηκε διπλωματικά, με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Η πίεση στους διεθνείς οργανισμούς, η πλήρης στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ενωση, η διακριτά κρίσιμη στήριξη του Εμανουέλ Μακρόν, οι γερμανικές επιφυλάξεις έναντι των προθέσεων της Αγκυρας (κυρίως μετά το τέλος της θητείας Μέρκελ) και η ξεκάθαρη στάση των ΗΠΑ υπέρ της Ελλάδας και εναντίον του Ερντογάν αναδιέταξαν το γεωπολιτικό τοπίο. Σ’ αυτό φυσικά βοήθησαν η στενή συνεργασία της χώρας μας με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, μέρος του αραβικού κόσμου, η «παρουσία» στη Λιβύη, στον ενδεδειγμένο βαθμό εμπλοκής, και φυσικά τα «παιχνίδια» του ίδιου του Τούρκου ηγέτη με τον Πούτιν.
Αύριο στη Λιθουανία ο Μητσοτάκης, μαζί με την ελληνική αντιπροσωπεία, θα βρίσκεται σε καλύτερη θέση απέναντι από τον Ερντογάν. Ωστόσο, κάθε πρόβλεψη για την επόμενη μέρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι δύσκολη. Η λογική λέει ότι μπαίνουμε στον κύκλο της ύφεσης στο Αιγαίο. Σε καμία περίπτωση αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εφησυχάζουμε. Το αντίθετο, ο βαθμός επαγρύπνησης πρέπει διαρκώς να βελτιώνεται, γιατί όσο υψηλότερος είναι τόσο περισσότερο θα διαρκέσει η «ειρήνη». Στη διαπραγμάτευση που ξεκινά πρέπει να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που αποκτήσαμε τελευταία.
Η φράση του πρωθυπουργού από το βήμα της Βουλής, ότι «δεν πρέπει να διαπραγματευόμαστε από φόβο, αλλά να μη φοβόμαστε να διαπραγματευθούμε», είναι σωστή. Αυτό δεν σημαίνει και δεν μπορεί να εκληφθεί ως υποχώρηση από τις πάγιες εθνικές μας θέσεις. Δύο ηγέτες που μόλις επανεξελέγησαν θριαμβευτικά έχουν την ευκαιρία να προχωρήσουν στη μόνιμη επίλυση των διαφορών ανάμεσα στις δύο χώρες. Το «ραντεβού με την Ιστορία», όμως, εκτός από πρόκληση, είναι και παγίδα. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί.