Ο εκμηδενισμός των προμηθειών επί των ηλεκτρονικών τραπεζικών συναλλαγών, που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της Βουλής, αναμφίβολα περιορίζει τα έξοδα των πολιτών. Τα ποσά που πληρώνουμε στις τράπεζες για μια απλή ηλεκτρονική συναλλαγή είναι μεγάλα και εντελώς αδικαιολόγητα και ορθώς ο πρωθυπουργός παρενέβη για να σταματήσουν οι χρεώσεις.
Παρόλο όμως που πρόκειται για ένα φιλολαϊκό μέτρο, δέχτηκε κριτική από πολλές πλευρές, σε ορισμένα σημεία σωστή, σε άλλα λάθος.
Για παράδειγμα, η κριτική από το ΠΑΣΟΚ ότι η παρέμβαση άργησε πολύ και θα έπρεπε να έχει παρέμβει πριν από χρόνια είναι σωστή. Είναι όμως λάθος η κριτική από πολλούς ότι οι τράπεζες δεν χάνουν αρκετά χρήματα από αυτά τα μέτρα και ότι θα έπρεπε να τις τιμωρήσει ακόμη περισσότερο. Αυτό είναι λάθος διότι σκοπός της κυβέρνησης δεν είναι να τιμωρήσει τις τράπεζες, είναι να απαλλάξει τους πολίτες από τις άδικες χρεώσεις. Είναι άλλη συζήτηση το πώς θα μπορούσε να μετατοπίσει το βάρος των δημοσιονομικών πλεονασμάτων από τους καταναλωτές και τους φορολογούμενους στις μεγάλες επιχειρήσεις, δεν είναι όμως ζήτημα τιμωρίας, είναι ζήτημα πολιτικών επιλογών.
Οι τράπεζες έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της κριτικής από τους πολίτες και έχει διαμορφωθεί μια συναισθηματική φόρτιση, ένα μίσος εναντίον τους. Δικαιολογημένα, αφού οι πολίτες έχουν πληρώσει αδρά τη σωτηρία του πτωχευμένου τραπεζικού συστήματος την εποχή των μνημονίων, έχουν πληρώσει με κατασχέσεις και πλειστηριασμούς τα κόκκινα δάνεια, έχουν πληρώσει το κόστος μη πληρωμής από τις τράπεζες του αναβαλλόμενου φόρου, έχουν υποστεί αυξήσεις επιτοκίων των δανείων τους, έχουν ανεχτεί τα μηδενικά επιτόκια καταθέσεων. Ολα αυτά συνέβαλαν στην απίστευτα υψηλή κερδοφορία των τραπεζών, τη στιγμή που η καθημερινότητα των πολιτών είναι ασφυκτική λόγω ακρίβειας. Ετσι το μίσος κατά των τραπεζών φουντώνει, όπως φουντώνει και η δυσαρέσκεια κατά της κυβέρνησης, η οποία δεν κάνει τίποτα εναντίον των καρτέλ που ανεξέλεγκτα απορροφούν το χρήμα από τα πορτοφόλια των πολιτών.
Η παρέμβαση του Μητσοτάκη πράγματι καθυστέρησε πολύ, αλλά αυτό εξηγείται: προτεραιότητα της πολιτικής του ήταν να αποκτήσει η χώρα την επενδυτική βαθμίδα και να ικανοποιήσει τους ξένους επενδυτές για να κάνουν επενδύσεις στην Ελλάδα. Με λίγα λόγια, προτεραιότητά του ήταν η βελτίωση όσο το δυνατόν περισσότερο της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό. Εχοντας αυτό ως πρώτο στόχο δεν έκανε καμία κίνηση που θα περιόριζε τα κέρδη των τραπεζών. Τώρα που ο στόχος έχει επιτευχθεί, ο πρωθυπουργός ένιωσε ότι μπορεί να παρέμβει και το έκανε.
Θα μου πείτε, δεν μπορούσε η Επιτροπή Ανταγωνισμού ή η Προστασία του Καταναλωτή να παρέμβει; Οχι, διότι η δομή της κυβέρνησης με όλες τις εξουσίες μαζεμένες στο επιτελικό κράτος, δηλαδή στο Μέγαρο Μαξίμου, έχει αφαιρέσει οποιαδήποτε εξουσία από τις ανεξάρτητες αρχές, και αυτό είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο πρόβλημα για την ελληνική οικονομία αλλά και για τη δημοκρατία. Διότι στον σύγχρονο κόσμο δημοκρατία χωρίς ισχυρές και ανεξάρτητες αρχές δεν νοείται. Φυσικά οι ανεξάρτητες αρχές στην Ελλάδα ήταν πάντα μόνο κατ’ όνομα ανεξάρτητες και ελέγχονταν πάντα από την εκάστοτε κυβέρνηση. Τώρα όμως το κακό έχει παραγίνει.
Γι’ αυτό εξάλλου αφήνονται ελεύθερα όλα τα -πολλά- καρτέλ να δρουν εις βάρος των καταναλωτών. Και θα συνεχίσουν να το κάνουν όσο δεν ελέγχονται και δεν τιμωρούνται με πρόστιμα τα οποία υπερβαίνουν το όφελος που έχουν από τις παράνομες πρακτικές τους. Η δικαιολογία της κυβέρνησης που δεν παρεμβαίνει είναι ότι δεν θέλει να εμποδίσει τη λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Αστεία πράγματα. Το αντίθετο ακριβώς πρέπει να κάνει. Να παρέμβει για να εξασφαλίσει τη λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού την οποία αλλοιώνουν τα καρτέλ.
Ενα άλλο ερώτημα που έχει τεθεί είναι γιατί οι τράπεζες δεν είχαν από μόνες τους περιορίσει αυτές τις προμήθειες, αφού η κυβέρνηση τους το είχε ζητήσει και ουσιαστικά τις είχε προειδοποιήσει ότι επίκειται παρέμβαση. Μα επειδή δεν μπορεί η διοίκηση της τράπεζας να εξηγήσει στους ξένους μετόχους της γιατί κόβει από μόνη της την κερδοφορία τους. Ενώ τώρα η δικαιολογία είναι ακλόνητη. Το έκανε η κυβέρνηση.
Ποια θα είναι τώρα η αντίδραση των τραπεζών; Θα πάρουν τα χρήματα που χάνουν από την κατάργηση των προμηθειών από τους αποδέκτες των συναλλαγών. Για παράδειγμα, έπαιρνε προμήθεια από τον πολίτη για την εξόφληση του λογαριασμού του κινητού τηλεφώνου του. Τώρα θα πάρει την προμήθεια από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας. Και τι θα κάνει η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας; Θα μετακυλήσει το κόστος στον καταναλωτή. Και εκεί πάλι χρειάζεται παρέμβαση του κράτους με έλεγχο των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας που χρεώνουν υπερβολικά για υπηρεσίες που στην πραγματικότητα ούτε προσφέρουν ούτε μπορούν να προσφέρουν.
Η παρέμβαση του κράτους στη λειτουργία της αγοράς -που για την κυβέρνηση υποτίθεται ότι είναι ιερή αγελάδα– δεν γίνεται, ούτε πρέπει να γίνεται εις βάρος του ελεύθερου ανταγωνισμού, γίνεται για την προστασία του ανταγωνισμού και των δικαιωμάτων των καταναλωτών.
Μέχρι στιγμής, αυτό δεν έχει γίνει αντιληπτό από την κυβέρνηση ή, ακόμη χειρότερα, δεν το κάνει ενώ το αντιλαμβάνεται. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση πρέπει να παρέμβει για να εξυγιάνει την αγορά και να προστατεύσει όχι μόνο τους καταναλωτές, αλλά και τις επιχειρήσεις από τα καρτέλ.
Δεδομένου λοιπόν ότι ο αρχικός στόχος του πρωθυπουργού για την αλλαγή της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό επετεύχθη, είναι καιρός να αναπροσαρμόσει τους στόχους της κυβέρνησής του προς όφελος πλέον των Ελλήνων πολιτών και των ελληνικών επιχειρήσεων. Η παρέμβαση για τις τραπεζικές προμήθειες είναι μεν μια πρώτη κίνηση, αλλά δεν αποτελεί απόδειξη αλλαγής πολιτικής. Η αλλαγή είναι αναγκαία και επιτακτική και φυσικά θα έχει και πολιτικό όφελος για την κυβέρνηση αν την υλοποιήσει. Δεν είναι βέβαιο ότι θα το κάνει, είναι όμως αναγκαίο.