Ηταν 22 Οκτωβρίου 2009 όταν στην Ελλάδα έκανε πρεμιέρα ο «Κυνόδοντας», σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου. Η ταινία απέσπασε πολλές διακρίσεις και βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ, ενώ υπήρξε και υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας στην 83η απονομή των βραβείων, το 2011.
Εκείνο το διάστημα, στη ραδιοφωνική εκπομπή μου στο Βήμα FM, είχα φιλοξενήσει τον σημαντικό κριτικό Κινηματογράφου Γιάννη Ζουμπουλάκη – ένας εξαιρετικός συνάδελφος και φίλος, με όλη τη σημασία της λέξεως. Στη συζήτησή μας του είχα αναφέρει ότι είχα δει την ταινία, αλλά δεν με άγγιξε, αν και καταλάβαινα τι ήθελε να μας περάσει ο Ελληνας σκηνοθέτης. Μάλιστα, είχα πει στον Γιάννη πως και να μην την έβλεπα δεν θα μου έλειπαν ποτέ τα καρέ της, ενώ τον είχα ρωτήσει για το κατά πόσο θα πρέπει να θεωρούμαι άσχετος περί τα κινηματογραφικά.
Ο Γιάννης γέλασε, άλλωστε είχε τσεκάρει τις σχετικές γνώσεις μου άπειρες φορές on air, και μου είπε πως «όχι, δεν είναι απαραίτητο πάντα να μας αγγίζουν τα όσα θέλει να αφηγηθεί μια ταινία». Τότε, μάλιστα, είχα θυμίσει στον Ζουμπουλάκη αυτό που είχε πει κι ο μέγας Ντίνος Ηλιόπουλος στην ταινία «Το Δόλωμα» του 1964: «Παιδί μου, η ποίηση είναι ποίηση, άμα δεν την καταλαβαίνει κανείς. Άμα την καταλαβαίνουν όλοι, δεν είναι ποίηση, είναι τσιφτετέλι. Κατάλαβες;». Στην ίδια πρόταση άλλαξα μόνο τη λέξη «ποίηση», με τον «κινηματογράφο». Και ο Γιάννης γέλασε πάλι – και όχι μόνο από συγκατάβαση από τα όσα άκουγε.
Είναι γεγονός ότι τον «Κυνόδοντα» επιχείρησα να τον δω άλλη μια φορά, έπειτα από πολλά χρόνια, δίνοντας μια ευκαιρία – βασικά σε μένα: ήθελα να δω κατά πόσο θα προσέγγιζα την ίδια ταινία με άλλη ματιά, εκείνη που σου προσδίδουν τα χρόνια στην καμπούρα σου. Αλλά, πάλι, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Αυτή η κινηματογραφική προσέγγιση και εγώ δεν βρεθήκαμε ποτέ.
Οπως, όμως, είχα πει τότε στον τεράστιο Ζουμπουλάκη, «το ότι εγώ δεν πέρασα καλά δεν σημαίνει πως το έργο του Λάνθιμου πάει στα σκουπίδια. Το ότι εγώ δεν πέρασα -εν τέλει- καλά, ίσως σχετίζεται με τους δικούς μου κινηματογραφικούς ορίζοντες και όχι με την αξία και το σινέ εύρος του καλλιτέχνη».
Σήμερα, ο Γιώργος Λάνθιμος -με την ταινία «Poor Things», με πρωταγωνιστές την Έμα Στόουν και τον Μαρκ Ράφαλο- είναι υποψήφιος σε… 11 κατηγορίες, διεκδικώντας -μεταξύ άλλων- το Οσκαρ Καλύτερης σκηνοθεσίας, Καλύτερης ταινίας, Μοντάζ, Μουσικής, Διασκευής σεναρίου. Βασισμένος στο ομότιτλο βιβλίο του ‘Αλισντερ Γκρέι και σε σενάριο του Τόνι ΜακΝαμάρα, ο Γιώργος Λάνθιμος αντιστρέφει τον μύθο του Φρανκενστάιν και καταθέτει ένα καυστικό δοκίμιο για την ελευθερία και τη χαρά του σεξ, τις ταξικές ανισότητες, την ατομική και κοινωνική αυτοδιάθεση, την επιθυμία και την αγάπη.
Δεν έχω δει την ταινία και υποθέτω πως ο Λάνθιμος μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτό – ενώ και να την είχα δει και πάλι να μη μου άρεσε, επίσης θα μπορούσε να συνεχίσει την καριέρα του και χωρίς εμένα. Επίσης, εάν πάλι δεν με κάλυπτε, δεν θα μειωνόταν καθόλου η άποψή μου για τη σκηνοθετική ματιά του, ενώ θα υπάρχει πάντα η απόλυτη αναγνώριση προς το κινηματογραφικό ταλέντο του. Την ίδια στιγμή, όμως, κάποιοι βγάζουν τα λυσσακά τους στα σόσιαλ μίντια για τον Ελληνα σκηνοθέτη γράφοντας ότι «σκηνοθετεί βλακείες και ανούσια πράγματα», ενώ -μιλώντας μαζί τους- θα σου πουν ότι δεν έχουν δει καν την ταινία! Θα μου πείτε, «πώς είναι δυνατόν να έχουν άποψη για κάτι που δεν γνωρίζουν;». Ελάτε τώρα, έτσι κι αλλιώς αυτό συμβαίνει για πολλά πράγματα και θέματα εδώ στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολλοί ξερόλες, πολλές φορές δίχως κοινωνική παιδεία, ενώ είναι προφανές πως οι προσανατολισμοί τους -εν προκειμένω- στον Κινηματογράφο είναι μόνο για πιστολίδια και περιπέτειες με εφέ. Οπότε, ποιος Λάνθιμος, ποια ταινία, ποια 7η Τέχνη, ποια Οσκαρ;
Είναι αυτό που είχε πει ο θεός Ζαμπέτας, κάνοντας λόγο για την κουλτούρα και την εν γένει ελληνική προσέγγιση στην Τέχνη: «Και τον Εθνικό Ύμνο να τους παίξω, αυτοί τσιφτετέλι θα χορεύουνε!». Οπου, φυσικά, πάρα πολλοί, από το να προβληματιστούν με το «Poor Things», εννοείται ότι θα προτιμούσαν να δουν τη Στόουν να χορεύει τσιφτετέλι στην ταινία. Και θα συμφωνούσαν, κιόλας, ότι μπορεί να λάβει το Οσκαρ Πρώτου Γυναικείου ρόλου. Και είμαι βέβαιος ότι ο Ζουμπουλάκης θα γελάει ξανά…