Η δημοσκόπηση της Marc που δημοσιεύει το «ΘΕΜΑ» αναδεικνύει το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος εξαιτίας της πλήρους ρευστοποίησης των δυνάμεων που κινούνται σε ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που πριν από δέκα χρόνια κέρδισε τις εκλογές είναι τώρα επτά κομμάτια και μπορεί να φτάσει στα οκτώ αν δεν πάει καλά η συνεργασία Φάμελλου – Πολάκη. Και στα δεξιά το πάρτυ των «αντισυστημικών» κομμάτων συνεχίζεται, καθώς εμφανίστηκε φιλόδοξη η Αφροδίτη Λατινοπούλου ανάμεσα στον Βελόπουλο και τον Νατσιό, χωρίς να αποκλείονται και εδώ νέες εκπλήξεις μετά τη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από τη Νέα Δημοκρατία. Και όταν τα κόμματα φτάσουν στον απόλυτο κατακερματισμό, τότε θα αρχίσουν να μιλάνε για «συνθέσεις», «συνενώσεις» και… συνεργασίες. Τα σενάρια κυκλοφορούν ήδη.
Οι πρωτοβουλίες του Τσίπρα για μία… ενιαία Αριστερά, η φημολογούμενη επιστροφή βουλευτών της ΝΕΑΡ, οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και το άγχος του 3% δίνουν τον τόνο. Η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι δεν πρόκειται να αλλάξει το όριο εισόδου των κομμάτων στη Βουλή ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Με πολιτικούς όρους η απόφαση του πρωθυπουργού μοιάζει απολύτως λογική. Για τα κόμματα εξουσίας όσο πιο πολλοί «μικροί» μπουν στη Βουλή τόσο το καλύτερο. Ο κατακερματισμός των δυνάμεων είναι «βούτυρο στο ψωμί τους». Είτε για να κερδίσουν την αυτοδυναμία είτε για να έχουν πολλές εναλλακτικές επιλογές αν τα πράγματα οδηγηθούν σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Η αλλαγή του ορίου εισόδου στη Βουλή έχει σημασία μόνο αν συντρέχουν εθνικοί λόγοι, και σε αυτή τη φάση δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοιος κίνδυνος.
Η διάσπαση των κομμάτων και αμέσως μετά η ενοποίησή τους είναι μια ελληνική παραδοξότητα. Κόμματα χωρίζονται, συγκρούονται και εντέλει επαναπροσεγγίζονται, συνήθως όταν η είσοδος στη Βουλή ή η διεκδίκηση της εξουσίας γίνεται στόχος. Η πτώση της Ν.Δ., λένε, ενδέχεται να την ωθήσει σε μετεκλογικές συνεργασίες με μικρότερα κόμματα. Στην Κεντροαριστερά σκέφτονται ότι παρά τις διαφωνίες η προεκλογική συμφωνία μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να αποκλειστεί, ιδιαίτερα αν η δημοσκοπική στασιμότητα συνεχιστεί. Τα πολιτικά διαζύγια χαρακτηρίζονται από εσωτερικές εντάσεις, αποσχίσεις, αλλά όταν η πολιτική συγκυρία το απαιτεί, οι ηγεσίες τους στρέφονται σε συμμαχίες για να αντιμετωπίσουν τη φθορά τους. Η σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας βρίθει παραδειγμάτων που επιβεβαιώνουν αυτή την τάση. Αν η Κεντροδεξιά πάσχει κυρίως από ευκαιριακές διασπάσεις, η Κεντροαριστερά αντιμετωπίζει ένα μόνιμο πρόβλημα. Το ΠΑΣΟΚ, που κάποτε κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή, γνώρισε σταδιακή φθορά και είδε πολλούς από τους πρωταγωνιστές του να δημιουργούν νέους σχηματισμούς. Από το ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου έως την ανεξαρτητοποίηση προσώπων όπως η Λούκα Κατσέλη, η παράταξη υπέφερε από εσωτερικές έριδες.
Το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί σήμερα να φέρει πίσω όσους περισσότερους μπορεί υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη, αλλά είναι αυτή η «ενοποίηση ανάγκης» πραγματικά αποτελεσματική ή απλώς μια προσωρινή λύση; Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015 αποτέλεσε την κορύφωση της κρίσης ταυτότητας της Κεντροαριστεράς, με το ΠΑΣΟΚ να φθίνει στο ιστορικό χαμηλό του 4,68%. Στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ επλήγη εξίσου από τη ρευστότητα. Μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, κορυφαία στελέχη του, όπως ο Παναγιώτης Λαφαζάνης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου, αποχώρησαν δημιουργώντας δικούς τους σχηματισμούς και τελικά κατέληξε στο μεγάλο φιάσκο με τον Κασσελάκη.
Για να έρθουμε στο σήμερα, οι συζητήσεις για συνεργασίες θα εντείνονται όσο η αυτοδυναμία στις επόμενες εκλογές θα δυσκολεύει. Μην ξεχνάμε τη μεγάλη προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα για «κυβέρνηση ηττημένων» με ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2023, άσχετα αν στο τέλος βυθίστηκαν και οι δύο. Ωστόσο η σκοπιμότητα ήταν προφανής. Η επιθυμία για εξουσία υπερβαίνει τις διαφορές, αλλά αυτό το μοντέλο πολιτικής συμβίωσης είναι καταδικασμένο να αποτύχει μακροπρόθεσμα.
Η απάντηση βρίσκεται στα χέρια των πολιτών, οι οποίοι με την ψήφο τους καλούνται να αποφασίσουν αν αυτή η πολιτική νοοτροπία αξίζει να συνεχιστεί. Ισως την επόμενη φορά που θα συζητάμε για «διάσπαση και ενοποίηση» να έχουμε λιγότερα παραδείγματα και περισσότερη σταθερότητα. Η πιθανότητα μιας μετεκλογικής ακυβερνησίας είναι υπαρκτή. Αν κανένα κόμμα ή συνασπισμός δεν εξασφαλίσει πλειοψηφία, η χώρα μπορεί να οδηγηθεί σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτό με τη σειρά του θα εντείνει την πολιτική αστάθεια, σε μια περίοδο που οι κοινωνικές προκλήσεις (η ακρίβεια και τα εθνικά θέματα) απαιτούν σταθερή και αποτελεσματική ηγεσία.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα απαιτούν υπεύθυνη ηγεσία και όχι συγκυριακές συνενώσεις. Οι πολίτες αναμένουν ουσιαστικές αλλαγές, όχι απλά αλλαγές προσώπων. Σε αυτή τη βάση, τα κόμματα οφείλουν να ξεπεράσουν τα παραδοσιακά τους όρια, να επανακαθορίσουν τις πολιτικές τους ατζέντες και να αναδείξουν την ενότητα ως συνειδητή προτεραιότητα και όχι ως αποτέλεσμα της ανάγκης για κομματική επιβίωση. Ειδάλλως, οι προκλήσεις που φαντάζουν σήμερα πολιτικές, ενδέχεται σύντομα να μετατραπούν σε θεσμικές κρίσεις.