search icon

Γνώμες

Ο «Ευαγγελισμός», η PISA και το συνδικαλιστικό κίνημα

Το συνδικαλιστικό κίνημα έρχεται σταθερά τελευταίο στην εμπιστοσύνη των πολιτών εδώ και δεκάδες χρόνια

Δεν χρειαζόταν η πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις για να επιβεβαιώσει τη βαθιά κρίση ενός άλλοτε ισχυρού θεσμού. Το γνωρίζαμε από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ο συνδικαλισμός διολίσθησε στα όρια της γραφικότητας και χάθηκε το τελευταίο ίχνος σεβασμού από τους εργαζόμενους και την κοινωνία. Κάποιοι από τους τελευταίους εργατοπατέρες πρόλαβαν την ύστατη στιγμή το τρένο της πολιτικής για να κάνουν μια δεύτερη καριέρα. Οι υπόλοιποι έμειναν στην αφάνεια, ακόμη και στη δύσκολη δεκαετία των τριών μνημονίων. Περιορίστηκαν στις εθιμικές απεργίες, δυο-τρεις φορές τον χρόνο, οι οποίες γίνονται αντιληπτές από τους πολίτες εξαιτίας της ταλαιπωρίας από τις κινητοποιήσεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς και μόνο.

Δυο παρεμβάσεις που εκδηλώθηκαν αυτή την εβδομάδα πυροδότησαν την ένταση και ήρθαν για να μας υπενθυμίσουν τον βαθμό οπισθοδρόμησης του συνδικαλιστικού κινήματος. Η πρώτη για το θέμα του θεραπευτηρίου «Ευαγγελισμός», το οποίο ορίστηκε ως «νοσοκομείο αναφοράς» για τον τελικό του Conference League την προσεχή Τετάρτη. Η δεύτερη για τις εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα, για τους μαθητές και τις μαθήτριες, φυσικά ανωνύμως, της ΣΤ’ Δημοτικού και της Γ’ Γυμνασίου, τη λεγόμενη και «Ελληνική PISA».

Και στις δύο περιπτώσεις η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται από τους συνδικαλιστές ξεπερνάει κάθε λογική. H Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος και η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης, εκφραστές δύο σημαντικών και πολυπληθών επιστημονικών ομάδων, συναγωνίζονται σε λαϊκισμό και σκοταδισμό. Οι πρώτοι υποκρίνονται πως αγνοούν ότι βασικό προαπαιτούμενο για την ανάθεση μιας αθλητικής διοργάνωσης υψηλού επιπέδου είναι ο ορισμός «νοσοκομείου αναφοράς» για τους αθλητές, τους επίσημους προσκεκλημένους και φυσικά τους φιλάθλους που θα έρθουν για τον αγώνα.

Μια υποχρέωση της διοργανώτριας χώρας, γνωστής σε όλους μας από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, που αν δεν γινόταν δεκτή, δεν θα μας ανέθεταν τη διοργάνωση. Πόσο μικροκομματική, μίζερη αντίληψη μπορεί να κρύβει ο συσχετισμός αυτής της υποχρέωσης με τα προβλήματα στα νοσοκομεία, τις ελλείψεις στο νοσηλευτικό προσωπικό ή τους χαμηλούς μισθούς των γιατρών; Θα είχε μια πινελιά αξιοπρέπειας αν, για παράδειγμα, με αφορμή το γεγονός ζητούσαν τη βελτίωση των υποδομών.

Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα στη στάση της ΟΛΜΕ για τις εξετάσεις των μαθητών. Σταθερή αρνήτρια κάθε προσπάθειας αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, ανέπτυξε μια παραληρηματικού τύπου επιχειρηματολογία, την οποία συνόδευσε με στάση εργασίας για να αποκλείσει κάθε πιθανότητα διεξαγωγής των εξετάσεων. Χρόνια τώρα αρνείται να δεχθεί την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ως εργαζομένων, απαραίτητη προϋπόθεση σε κάθε επαγγελματικό χώρο, και μπλοκάρει την εξαγωγή συμπερασμάτων για το επίπεδο της Παιδείας, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Πολιτεία στις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις.

Τη στιγμή που τα συγκριτικά στοιχεία με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι οι μαθητές στην Ελλάδα έχουν από τις χαμηλότερες επιδόσεις, η συνδικαλιστική νομενκλατούρα των εκπαιδευτικών ανακαλύπτει ότι «η χρησιμοποίησή του ως ερευνητικού εργαλείου των εξετάσεων οδηγεί σε έναν ακραίο και αφόρητο ανταγωνισμό ανάμεσα στην εκπαιδευτική κοινότητα, αντιστρατεύεται βασικές παιδαγωγικές αρχές ενός ανθρωπιστικού σχολείου, οδηγεί σε κατηγοριοποίηση και κατάταξη των σχολείων, των μαθητών/μαθητριών αλλά και των εκπαιδευτικών, ενώ προσανατολίζει τη διδασκαλία σε προσχεδιασμένα μαθήματα και ενισχύει τη στείρα αποστήθιση σε βάρος της κριτικής και δημιουργικής μάθησης».

Εάν η στάση των συνδικαλιστών δεν είχε υιοθετηθεί από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, το πρόβλημα θα είχε περιορισμένο αντίκτυπο. Από τη στιγμή όμως που ενθαρρύνεται και αναπαράγεται παίρνοντας πολιτικές διαστάσεις, λειτουργεί ως φρένο σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας.

Αντί οι παρωχημένες φωνές να απομονώνονται, λειτουργούν ως ηχεία οπισθοδρόμησης. Η κοινωνία στη συντριπτική της πλειοψηφία είναι πολύ μπροστά, γι’ αυτό παλιοί και νέοι αρχηγοί της αντιπολίτευσης δυσκολεύονται να βρουν μια αξιόπιστη απάντηση στην κυριαρχία Μητσοτάκη. Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι αυτή η τακτική τους δεν οδηγεί ούτε τη χώρα στο μέλλον, ούτε τους ίδιους στη διεκδίκηση της εξουσίας. Με συνδικαλιστικές πομφόλυγες και ανέξοδες υποσχέσεις δεν πας μακριά και αυτό θα επιβεβαιωθεί σε 15 ημέρες.

Exit mobile version