Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, λέμε συχνά. Τι γίνεται όμως όταν αυτό που τείνουμε να θεωρούμε «λεπτομέρεια» είναι η ουσία, και ο διάβολος, δηλαδή η ζωή, μας κάνει να μην την βλέπουμε ή να την υποβαθμίζουμε;
Κάτι τέτοιο συμβαίνει εσχάτως με τις ευρωπαϊκές, ιδίως τις οικονομικές, εξελίξεις.
Υπό τη σκέπη της εμφανώς ανακουφισμένης και συγκρατημένα ανακουφιστικής ομιλίας της Προέδρου της Επιτροπής για την «Κατάσταση της Ένωσης» (State of the Union) την περασμένη εβδομάδα, της ψυχρολουσίας που ακολούθησε αμέσως μετά με τη συγκρότηση της αμυντικής συμμαχίας ΗΠΑ-Βρετανίας-Αυστραλίας και την «ακύρωση» της Ένωσης, τουλάχιστον στον Ειρηνικό και σε σχέση με την Κίνα, καθώς και των ομαλών, παρά τους τριγμούς, εξελίξεων που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (διαφοροποίηση κανόνων αλλά όχι νομισματικής λογικής, λήψη υπόψη των πληθωριστικών κινδύνων αλλά όχι μέτρα πανικού, σταδιακό και όχι απότομο «σβήσιμο» των έκτακτων μέτρων) θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια κάπως επιφανειακή ανάγνωση: τα μεγάλα στοιχήματα που έχει μπροστά της η Ευρώπη είναι στο μεν πολιτικό επίπεδο η πανδημία, η κλιματική αλλαγή (μέτωπα στα οποία η Ένωση τα πηγαίνει αρκετά καλά και πάντως βρίσκεται στην παγκόσμια πρωτοπορία), καθώς και η «στρατηγική αυτονομία» (ιδίως, αλλά όχι μόνο, στον αμυντικό τομέα), στο δε οικονομικό το πέρασμα στην ανάκαμψη μέσα από σημαντικές καινοτομίες στο αναπτυξιακό μοντέλο.
Αυτά είναι πράγματι βασικά ζητήματα, που αντανακλώνται τόσο στις προτεραιότητες της ειδικής υπό τον Αντιπρόεδρο Σεφέροβιτς ομάδας «στρατηγικού σχεδιασμού του μέλλοντος/strategic foresight» (στην πρώτη γραμμή των φετινών «μεγάλων τάσεων» βρίσκονται, χωρίς εκπλήξεις, η κλιματική αλλαγή, η «ψηφιακή υπερσύνδεση/digital hyperconnectivity», η ενίσχυση της δημοκρατίας και η στρατηγική αυτονομία), όσο και στην επιδέξια λαγκάρντεια πλοήγηση της ΕΚΤ στα νερά της «στιβαρής ευελιξίας» ή «ευέλικτης στιβαρότητας», που με πιο οικονομικούς όρους θα μπορούσε να αποδοθεί ως «διόρθωση χωρίς σκλήρυνση/tapering without tightening». Τολμώ πάντως να πω ότι τα πιο βασικά, και τα πιο επείγοντα, οικονομικά μέτωπα είναι άλλα.
Το πρώτο είναι η συζήτηση, και η αναζήτηση ισορροπίας, σχετικά με τους –αντικειμενικά αρκετά «σκληρούς»- δημοσιονομικούς κανόνες. Αλλαγή, και σε τι βάθος, του Συμφώνου Σταθερότητας (μπας και δικαιολογήσει το «και Ανάπτυξης); Πόσο γρήγορη, και μέσα από ποιες αλλαγές, μετάβαση στη «νέα κανονικότητα» ως προς το χρέος και το έλλειμμα; Διατήρηση στο μέλλον ή μεταβολή από τώρα, και με τι τρόπο, του κανόνα υποχρεωτικής μείωσης του ετήσιου χρέους κατά 1/20 για τα κράτη-μέλη με πάνω από 60% χρέος; (δεν χρειάζεται να πούμε ποια είναι πρωταθλήτρια σε αυτόν τον τομέα).
Εξαίρεση δαπανών, και ποιων (όλοι κάνουν λόγο για τις «πράσινες επενδύσεις», αλλά η Ελλάδα βάζει επισήμως στο τραπέζι και τις «δαπάνες της εθνικής συμμετοχής στα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ένωσης»), από τη μέτρηση του ελλείμματος; Θεσμοθέτηση του «χρυσού επενδυτικού κανόνα», που περιέχει σκιαγράφηση των κριτηρίων υπό τις οποίες θα χρηματοδοτούνται οι επενδυτικές προτάσεις, ή «ρύθμιση» του από την «ελεύθερη αγορά» και κατά περίπτωση;
Ένα δεύτερο σημαντικό, πιο τεχνικό και πιο «υπόγειο» ζήτημα, που αφορά κατά βάση στον τραπεζικό τομέα αλλά έχει επιρροή σε όλη την οικονομία, έχει να κάνει με το βαθμό, και τον ρυθμό, υιοθέτησης από την Ένωση των κανόνων για τα τραπεζικά κεφάλαια («Βασιλεία ΙΙΙ»). Την περασμένη εβδομάδα μια μεγάλη ομάδα κεντρικών τραπεζιτών, ανάμεσα στους οποίους και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, υπέγραψαν και δημοσιοποίησαν κοινή επιστολή για άμεση και πλήρη εφαρμογή στην Ένωση των κανόνων της «Βασιλείας ΙΙΙ».
Φαίνεται αυτονόητο, αφού τέτοια εφαρμογή συμφωνήθηκε στις παρατεταμένες διαπραγματεύσεις ενόψει της τελικής παγκόσμιας συμφωνίας, αλλά και επειδή «συμφωνία» χωρίς την Ένωση δεν είναι συμφωνία. Να όμως που δεν ήταν αυτονόητο: η Γαλλία, ο Διοικητής της κεντρικής τράπεζας της οποίας δεν υπέγραψε την επιστολή, προβάλλει, ιδίως μέσω του Υπουργού Οικονομικών της, την άποψη (parallel stack approach) ότι θα πρέπει να «μαλακώσουν», σε πρώτο τουλάχιστον χρόνο, οι συμφωνημένοι κεφαλαιακοί κανόνες, ώστε να μην αναγκαστούν οι τράπεζες να «θυσιάσουν» την άρδευση της πραγματικής οικονομίας και έτσι να δυσχεράνουν την ανάκαμψη από την πανδημία.
Προφανώς η επίλυση, ή μάλλον εξομάλυνση, της διαφοράς, την οποία θεωρώ σχεδόν βέβαιη, περνά μέσα από πολιτική διαπραγμάτευση και τα πάντοτε ακολουθούντα αυτήν «ανταλλάγματα».
Ακόμα τεχνικότερο, αλλά και ακόμα πιο δυσεπίλυτο, είναι το ζήτημα της χρηματοδότησης της «πράσινης ανάπτυξης».
Καλή η επί της αρχής ομοφωνία, και η ευρωπαϊκή πρωτοπορία, ακόμα καλύτερο το κοινό «Ταμείο», αλλά από πού θα προέλθουν, και πώς θα μοχλευθούν, οι απαραίτητοι πόροι; Θα μπορέσουν να εισαχθούν νέοι ίδιοι πόροι (που πολύ απέχουν από το να συγκεντρώνουν ομοφωνία) στον κοινοτικό προϋπολογισμό;
Θα γίνουν δεκτές ειδικές –και ποιες και για ποιους- εξαιρέσεις και διευκολύνσεις; Πώς θα τεθούν σε εφαρμογή, ενόψει εσωτερικών και εξωτερικών αντιδράσεων, οι 12 στόχοι της Επιτροπής για την επίτευξη πλήρους απαλλαγής από τους ρύπους ως το 2050, και ιδίως το σύστημα «διοδίων του άνθρακα», δηλαδή φορολόγησης των «βρώμικων» προϊόντων τρίτων χωρών που εισάγονται στην Ένωση;
Μπορεί να επιτευχθεί, για τη χρηματοδότηση του «πρασινίσματος», εναρμόνιση της φορολογικής νομοθεσίας των κρατών-μελών, η οποία αποτελεί, ως σήμερα, το απόλυτο ταμπού εντός των ενωσιακών πολιτικών;
Είπαμε, ουσία. Κι όποιος λέει ουσία εννοεί, και αναμένει, πολλές και μεγάλες περιπλοκές – αλλά όχι αναγκαστικά κακό τέλος.