Δεν υπάρχει κανείς λόγος να ανησυχούμε, αλλά ούτε και να τρέφουμε αυταπάτες για την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα με την κουστωδία των δέκα υπουργών.
Ούτε τα προβλήματα με την Τουρκία θα λυθούν, ούτε το Αιγαίο θα μοιράσουμε. Ούτε η κινδυνολογία επιτρέπεται, ούτε ο εφησυχασμός δικαιολογείται. Απλώς μετά από μια τριετή όξυνση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μπήκαμε στην περίοδο της ύφεσης. Μια σειρά από γεγονότα, όπως οι σεισμοί, τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας, η δραματική επιδείνωση των σχέσεων του Ερντογάν με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, λειτούργησαν ως καταλύτης για να φθάσουμε μια ώρα αρχύτερα στον «διάλογο».
Μισό αιώνα τώρα, είτε είναι ο Ετζεβίτ, ο Ντεμιρέλ, η Τσιλέρ ή ο Ερντογάν, ζούμε ακριβώς το ίδιο σκηνικό με την Τουρκία. Μια «πόλεμος» και μια «ειρήνη» στο Αιγαίο, στρατιωτικές απειλές και μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, διπλωμάτες και στρατηγοί εναλλάσσονται στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Είναι όμως η πρώτη φορά που η Ελλάδα φθάνει στο τραπέζι του διαλόγου με καλύτερους όρους απ’ ό,τι η Τουρκία. Μόνο και μόνο η αναδίπλωση του Ερντογάν, που έφθασε από το παραλήρημα «δεν θα συναντήσω ποτέ τον Μηστοτάκη» στις συζητήσεις με τον Ελληνα πρωθυπουργό, δείχνει ποιος από από τους δύο έχει το πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις. Κι ας μην ξεχνάμε ότι από τον περασμένο Φεβρουάριο έχουν σχεδόν μηδενιστεί οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα επαναληφθούν αύριο και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση, αλλά ας αξιοποιήσουμε την παρούσα συγκυρία. Από το 2020 η Ελλάδα έχει επιτύχει με τη διπλωματία να φέρει κοντά στις θέσεις της τις ΗΠΑ και σχεδόν το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στρατιωτικά, επίσης για πρώτη φορά μετά το 1974, βρισκόμαστε ένα βήμα μπροστά από την Τουρκία. Είναι πρωτοφανές το γεγονός η Αγκυρα να ψάχνει σε ολόκληρη τη Δύση μαχητικά αεροσκάφη τέταρτης γενιάς και να μην μπορεί να τα αγοράσει.
Συνεπώς, η Ελλάδα πάει την Πέμπτη σε ένα νέο κύκλο συζητήσεων με την Τουρκία χωρίς ανασφάλεια και άγχος για την επόμενη μέρα. Η απόφαση Μητσοτάκη να ξαναρχίσει ο διάλογος είναι ορθή. Και πουθενά να μην οδηγήσει, κερδίζει χρόνο, και αυτό είναι πολύ σημαντικό από διπλωματικής, στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής πλευράς. Δεν έχει όμως κανέναν λόγο να κάνει την παραμικρή παραχώρηση. Παράδειγμα, κανείς και τίποτα δεν την υποχρεώνει να μπει σε μια λογική κατευνασμού της τουρκικής προκλητικότητας με υποχωρήσεις από τις εθνικές μας θέσεις. Ούτε στα ανοιχτά θέματα της Κύπρου, ούτε στο θέμα της προστασίας των νησιών του Αιγαίου, ούτε πολύ περισσότερο στα ζητήματα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη ή της χάραξης υφαλοκρηπίδας και θαλασσίων ζωνών.
Η επίλυση των εκκρεμοτήτων με βάση το διεθνές δίκαιο θα ήταν η καλύτερη λύση, αλλά δεν νομίζω ότι ο Ερντογάν είναι έτοιμος να την αποδεχθεί. Και αφού εκείνος επιμένει στις θέσεις του, είναι ουτοπία να πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να αλλάξουμε εμείς. Ακόμη και η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο μοιάζει με πολύ μακρινό σενάριο που προϋποθέτει πολλά χρόνια ουσιαστικών συνομιλιών που ξεπερνούν σε χρονική διάρκεια την κυβερνητική θητεία και του Ερντογάν και του Μητσοτάκη.
Μπορούμε, νομίζω, να ρισκάρουμε την πρόβλεψη ότι τα μεγάλα, τα εθνικά και τα ουσιώδη θέματα θα μείνουν και αυτή τη φορά εκτός του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Αλλά ακόμη κι αν συζητηθούν, δεν πρόκειται να προχωρήσουν. Από εκεί και πέρα δεν πιστεύω, για παράδειγμα, να υπάρχει αντίρρηση αν μπει κάποιος έλεγχος στις μεταναστευτικές ροές μέσω των νησιών του Αιγαίου ή του Εβρου, με αντάλλαγμα την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση της Τουρκίας. Ούτε για τις βίζες των Τούρκων που θέλουν να επισκεφθούν τα νησιά του Αιγαίου για αναψυχή, ούτε για την αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση φυσικών καταστροφών. Η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει τα «ήρεμα νερά» που διαμορφώνονται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις για να προωθήσει ακόμη πιο αποτελεσματικά τις θέσεις της διεθνώς και να ενισχύσει την άμυνά της. Οχι για να υποχωρήσει από τις «κόκκινες γραμμές».