Η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες: Το ποσό που αφήνουν πελάτες στον εργαζόμενο -πες το πουρμπουάρ, φιλοδώρημα, τιπ, όπως θες- θεωρείται μισθός.
Ο Γιώργος Κουράσης, αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Εστιατόρων, με δηλώσεις του στον τηλεοπτικό ΣΚΑΪ, ερμηνεύοντας τον χρησμό του Αρείου Πάγου, είπε ότι -πάντα σύμφωνα με την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου- «το φιλοδώρημα θα πρέπει να αποδίδεται στον εργαζόμενο ως μισθός, με κρατήσεις και ασφαλιστικές εισφορές». Πώς πρόεκυψε αυτό;
Σύμφωνα με τον ίδιο, το ζήτημα προέκυψε από τη διασύνδεση με τις ταμειακές μηχανές. Θέτοντας ως παράδειγμα περίπτωση λογαριασμού 100 ευρώ, όπου ο πελάτης πληρώνει με κάρτα, σημείωσε: «Εάν αφήσει 10 ευρώ πουρμπουάρ, σύμφωνα με την οδηγία του κ. Πιτσιλή από το 2023 -για να μην αποτελεί παράβαση για την επιχείρηση- στα νέα POS υπάρχει ειδικό κουμπί για να κρατήσει το φιλοδώρημα».
Όπως είπε το πουρμπουάρ δεν υπόκειται σε ΦΠΑ, καθώς αποτελεί εκκρεμή συναλλαγή και στο τέλος του μήνα η επιχείρηση το αποδίδει κανονικά στον εργαζόμενο, παρακρατώντας τις ασφαλιστικές εισφορές. Αλλά πάντα στην Ελλάδα υπάρχει ένα «αλλά». Εάν, λοιπόν, δεν τηρηθεί η διαδικασία και χτυπηθούν στο POS 110 ευρώ και στην ταμειακή 100 ευρώ, τότε θα υπάρχει πρόβλημα, καθώς θα υπάρχει διαφορά τζίρου. Μπίνγκο. Και κάπως έτσι, στο τέλος του έτους, στο εκκαθαριστικό του εργαζομένου, θα πρέπει να περιλαμβάνονται και τα φιλοδωρήματα ως πρόσθετες αμοιβές.
Ο Άρειος Πάγος με την απόφασή του έκρινε επίσης ότι «τα φιλοδωρήματα που καταβάλλονται προαιρετικά σε εργαζόμενο από τους πελάτες του εργοδότη, έναντι της παρεχόμενης σ’ αυτούς εξυπηρέτησης, αποτελούν μέρος του μισθού μόνον όταν, βάσει ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, ο πρώτος παρέχει στο δεύτερο τη δυνατότητα να λαμβάνει τα φιλοδωρήματα και αυτά εισπράττονται τακτικά, έτσι ώστε να επαυξάνουν τις αποδοχές του».
Η λέξη πουρμπουάρ προέρχεται από τις γαλλικές pour – boire (γαλλικά: pourboire) που σημαίνουν «για να πιείς» και αποτελεί μια ευρωπαϊκή παράδοση. Υπολογίζεται ότι τα φιλοδωρήματα προέρχονται από την Αγγλία τον 16ο αιώνα, όταν οι επισκέπτες άφηναν χρήματα στους υπαλλήλους των οικοδεσποτών τους ως μια κίνηση ευγένειας και ανταπόδοσης της επιπλέον εργασίας που παρήγαγαν. Ενα ανώνυμο αγγλικό βιβλίο από το 1795, σύμφωνα με το BBC, εξηγεί το πώς λειτουργούσε τότε. «Αν ένας άντρας με το άλογό του μένει σε ένα πανδοχείο, εκτός από την πληρωμή του λογαριασμού, πρέπει να δώσει τουλάχιστον ένα σελίνι στον σερβιτόρο και έξι πένες στην υπηρέτρια, και άλλα τόσα στο αγόρι του στάβλου και για το γυάλισμα παπουτσιών». Τελικά, όμως, η κουλτούρα του φιλοδωρήματος παγιώθηκε οριστικά το 1966, αλλά στις ΗΠΑ. Το Κογκρέσο ενέκρινε το Tip Credit, μια διάταξη που επέτρεπε στις εταιρείες στον τομέα των υπηρεσιών να πληρώνουν ορισμένους υπαλλήλους κάτω από τον κατώτατο μισθό. Υπέθεσαν -και σωστά- ότι το εισόδημά τους θα συμπληρωνόταν μέσω των φιλοδωρημάτων που έλαβαν.
Στην Ελλάδα υπάρχει αυτή η κουλτούρα, δηλαδή το να ανταμείβεις έναν εργαζόμενο για τις υπηρεσίες του, για να δείξεις ότι έμεινες ευχαριστημένος από την εξυπηρέτησή του, για να τσοντάρεις λίγο στον μισθό του, αφού όλοι ξέρουμε πού παίζουν οι απολαβές τους. Ο Αρειος Πάγος, όμως, θεωρεί ότι το φιλοδώρημα θα πρέπει να αποδίδεται στον εργαζόμενο ως μισθός, με κρατήσεις και ασφαλιστικές εισφορές.
Προφανώς και δεν είναι σωστό να κρίνουμε τις αποφάσεις των Δικαστηρίων, αλλά μπορούμε να βοηθάμε το έργο τους. Προτείνουμε, λοιπόν, αν η εφορία βρει πουρμπουάρ-φιλοδώρημα-τιπ πάνω στο τραπέζι, αυτό να θεωρείται διακίνηση μαύρου χρήματος, να σφραγίζεται το μαγαζί, να συλλαμβάνεται ο εργαζόμενος ως αποδέκτης και κάπως έτσι θα έχουμε χτυπήσει πολύ βαθιά και, τελικά, θα έχουμε λύσει τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, το κράτος θα συγκεντρώσει περισσότερα χρήματα, επειδή το πρόβλημα στη χώρα μας εντοπίζεται μόνο εκεί – όλα τα υπόλοιπα είναι λυμένα…