Οταν το κόμμα είναι μικρό, τις αποφάσεις τις λαμβάνει η Κεντρική Επιτροπή. Οταν το κόμμα γίνει αξιωματική αντιπολίτευση, είναι η Κοινοβουλευτική Ομάδα αυτή που έχει τον καθοριστικό ρόλο στα πράγματα. Και όταν το κόμμα αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση, είναι το Μαξίμου, ο πρωθυπουργός και οι στενοί του συνεργάτες δηλαδή, που αποφασίζουν για τα πάντα.
Ο αστικός μύθος λέει ότι ο ως άνω αφορισμός ανήκει σε πρώην σημαντικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, το οποίο σήμερα κατοικοεδρεύει στην Κουμουνδούρου και του οποίου τη γνώμη -ιδίως σε θέματα πολιτικής στρατηγικής και οργανωτικής ανάπτυξης- ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν του. Αυτό το μοντέλο αποφάσεων και διοίκησης του κόμματος, το οποίο εφαρμόστηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου και σήμερα το αντιγράφει ο Αλέξης Τσίπρας, δεν αρέσει στα σκληροπυρηνικά στελέχη κι εκείνη τη μερίδα των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που, παρά τη δεξιά και μνημονιακή πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση, επιμένουν να αυτοχαρακτηρίζονται αριστεροί και ταυτοχρόνως διαμαρτύρονται για τη μη (συχνή) λειτουργία των συλλογικών οργάνων και την υποβάθμιση του κόμματος στη διακυβέρνηση της χώρας.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να ερμηνευτούν αφενός η πρόσφατη ανακοίνωση-διαμαρτυρία των «53+» για το ταξίδι του Τσίπρα στις ΗΠΑ, την ιδιοκτησία των μνημονίων και τους χειρισμούς στο Μεταναστευτικό και αφετέρου οι συνεχείς διαφοροποιήσεις του πρώην υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη, με τελευταίες αυτές για τα F-16 («είναι τα λύτρα για την προστασία των ΗΠΑ») και για τα εσωκομματικά («κάποιοι θέλουν τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κατοικίδιο του συστήματος»). Και επειδή αναφερόμαστε στον Νίκο Φίλη, να πούμε ότι ο πρωθυπουργός, αν και ενοχλείται από την κριτική του παλαιού διευθυντή της «Αυγής», σύμφωνα με τις πληροφορίες, προτιμά να έχει αυτόν ως επικεφαλής της εσωκομματικής αντιπολίτευσης παρά τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο οποίος σημειωτέον το τελευταίο διάστημα αρχίζει και αμφισβητείται από συντρόφους του της ομάδας των «53+» (κάποιοι τον χαρακτηρίζουν «αποστάτη») λόγω της ταύτισής του -εν πολλοίς πάντως δικαιολογημένης, ένεκα της ιδιότητας του υπουργού Οικονομικών- με τα μέτρα και τις πολιτικές της τρόικας.
Ο Αλέξης Τσίπρας, πάντως, όσο και αν επιδιώκει να περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο ως διάδοχος του Ανδρέα Παπανδρέου, δεν μπορεί να αγνοήσει την Κοινοβουλευτική Ομάδα και το κόμμα. Και τούτο για δύο λόγους. Πρώτον, γνωρίζει ότι για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης, παρά τα όσα γράφονται για τις διευκολύνσεις που του παρέχει η τρόικα, χρειάζεται να ληφθούν και να υπερψηφιστούν από τη Βουλή και σκληρές αποφάσεις, όπως η πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και η ιδιωτικοποίηση εταιρειών ύδατος (ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ). Και, δεύτερον, επειδή το 2018, και ιδιαίτερα μετά τον Αύγουστο, κάθε μέρα που θα περνά θα είναι και μια προεκλογική μέρα, δεν θα ήθελε κάποια εσωκομματική αναταραχή να χαλάσει το απαραίτητο για τις κάλπες κλίμα ηρεμίας και επιστροφής στην κανονικότητα που δημιουργήθηκε με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και των θετικών δηλώσεων ξένων αξιωματούχων και δανειστών για τις επιδόσεις της κυβέρνησης και τη συμμόρφωσή της στις δανειακές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει. Επιπροσθέτως, επειδή το κλίμα στην κοινωνία, παρά τα μικρά σημάδια βελτίωσης που καταγράφονται, κυρίως στις ποιοτικές και μυστικές δημοσκοπήσεις που διενεργεί το Μαξίμου, εξακολουθεί να είναι βαρύ για την κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός γνωρίζει πως ο κομματικός στρατός του ΣΥΡΙΖΑ -που με την κατάληψη θέσεων στο κράτος ενισχύθηκε και μεγάλωσε- του είναι απαραίτητος για να μπορέσει να αντέξει στις επιθέσεις της αντιπολίτευσης -ιδιαίτερα της αξιωματικής- και, κυρίως, για να ανακάμψει εκλογικά, που είναι και βασικός του στόχος.
Για τον λόγο αυτό, μετά τη συνεδρίαση, προ ημερών, της Πολιτικής Γραμματείας, θα συνέλθει μέσα στον Νοέμβριο και η Κεντρική Επιτροπή για να συζητήσει τις διαφωνίες και τις ενστάσεις που προβάλλονται σχετικά με την ακολουθούμενη πολιτική. Ενώ, με αφορμή τη συζήτηση και την ψήφιση του Προϋπολογισμού, θα συνεδριάσει και η Κοινοβουλευτική Ομάδα, όπου όμως δεν αναμένονται πολλές και ηχηρές αμφισβητήσεις επειδή το νέο έτος, μετά και το κλείσιμο της αξιολόγησης, θα πραγματοποιηθεί ο ανασχηματισμός στον οποίο αρκετοί βουλευτές, ιδιαίτερα της επαρχίας, προσβλέπουν προκειμένου να αποκτήσουν τον τίτλο του υπουργού και να βελτιώσουν τις προϋποθέσεις εκλογιμότητας έναντι των συναδέλφων τους στις ανά την επικράτεια εκλογικές τους περιφέρειες.
Αξίζει, πάντως, να σημειώσουμε ότι κάποια κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζουν ότι πρέπει η Κ.Ε. να συνεδριάσει στις 11 Νοεμβρίου, παραμονές της επετείου του Πολυτεχνείου και όχι μετά την πορεία, καθώς δεν ξέρουν πώς θα είναι τα πράγματα, και ακριβώς την προηγουμένη από την πρώτη ψηφοφορία για την εκλογή αρχηγού στον νέο φορέα της Κεντροαριστεράς προκειμένου, από τα όσα θα ειπωθούν και πρωτίστως από την εισήγηση Τσίπρα, να επηρεαστούν ει δυνατόν οι προτιμήσεις των εκλεκτόρων υπέρ όσων υποψηφίων δεν θα προσδέσουν την Κεντροαριστερά στο (κυβερνητικό) άρμα της Δεξιάς.
Αντίθετα, άλλοι, οι περισσότεροι, έχουν τη γνώμη πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να δώσει την εντύπωση ότι εμπλέκεται στα εσωκομματικά της Κεντροαριστεράς και θα πρέπει, λένε, να περιμένουν να δουν ποιος/α θα εκλεγεί αρχηγός και με ποια συμμετοχή και πλειοψηφία και μετά να πάρουν θέση. Οπoτε πάντως και αν συνεδριάσει η Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, το σίγουρο είναι ότι, μεταξύ άλλων, θα υπάρξουν συγκρούσεις και για το ποια πρέπει στρατηγικά να είναι η σχέση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς με την Κεντροαριστερά. Η «ομάδα Τσίπρα» θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να καταλάβει και τον χώρο της Κεντροαριστεράς και ο Αλέξης Τσίπρας να αναδειχθεί σε ηγέτη της ευρύτερης Προοδευτικής Παράταξης, ενώ οι «αριστεροί εσέροι», όπως κάποιοι συνεργάτες του πρωθυπουργού χαρακτηρίζουν με χιούμορ την εσωκομματική αντιπολίτευση, τάσσονται υπέρ μιας πολιτικής συμμαχιών της Αριστεράς με το Κέντρο, που μελλοντικά θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα της διακυβέρνησης όπως αυτά θα έχουν διαμορφωθεί σε συνθήκες απλής αναλογικής.
Πάντως και ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ -που η αλήθεια είναι ότι, όσο δεν επηρεάζει αρνητικά τη διακυβέρνηση της χώρας, λίγους ενδιαφέρει- η κυβέρνηση, μας λέει κορυφαίος υπουργός, θα πρέπει να εκμεταλλευτεί τη χαλαρότητα που επιδεικνύει η τρόικα όσον αφορά την τρίτη αξιολόγηση, αν δεν θέλει το 2018 να μπει με το… αριστερό γι’ αυτή. Και τούτο επειδή, όπως μας εξηγεί, η ανεκτικότητα των δανειστών στην παρούσα φάση οφείλεται σε τρεις λόγους.
Πρώτον, επειδή τα σκληρά μέτρα η κυβέρνηση τα έχει ήδη λάβει. Ενώ το Πρόγραμμα Διάσωσης (η δανειακή σύμβαση εν προκειμένω και όχι η εποπτεία που θα συνεχιστεί) λήγει τον Αύγουστο του 2018, η κυβέρνηση ήδη έχει ψηφίσει μέτρα για το 2019 (περικοπή συντάξεων) και το 2020 (μείωση αφορολογήτου) και έχει δεσμευτεί για πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022.
Δεύτερον, επειδή η αντίθεση Ευρώπης – ΗΠΑ δεν έχει εισέτι επιλυθεί. Στη μεν Γερμανία δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί κυβέρνηση, το δε ΔΝΤ θα αποφασίσει τον Φεβρουάριο αν θα παραμείνει και με ποιους όρους στο ελληνικό πρόγραμμα.
Και, τρίτον, ο τελικός και σκληρός έλεγχος θα γίνει την άνοιξη, εν όψει της λήξης του προγράμματος τον Αύγουστο. Τότε θα αποφασιστούν, αφού οριστικοποιηθούν και τα οικονομικά στοιχεία του 2017, αφενός αν χρειάζονται νέα και ποια μέτρα και, αφετέρου, αν μπορεί, πράγμα δύσκολο, να υπάρξει «καθαρή έξοδος» ή θα χρειαστεί πιστοληπτική γραμμή στήριξης, που εκ των πραγμάτων θα ισοδυναμεί με ένα μίνι μνημόνιο ή έχοντας ως μαξιλάρι ασφαλείας περίπου 23 δισ. ευρώ (12 δισ.από τα αδιάθετα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών συν 8 δισ. από τις επιστροφές κερδών των Κεντρικών Τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα συν τα ταμειακά αποθέματα από τα υπερπλεονάσματα) θα συμφωνηθεί ένα υβρίδιο εξόδου όπου οι όποιες διευθετήσεις εξυπηρέτησης του χρέους θα συναρτώνται άμεσα με την προώθηση μεταρρυθμίσεων στην οικονομία, στη διοίκηση και το κράτος…