Ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ θα ορκιστεί στις 20 Ιανουαρίου. Εκτός δραματικού απροόπτου, αυτός θα είναι ο Τζο Μπάιντεν. Στις 20 Ιανουαρίου του μακρινού 1929, στους αμερικανικούς κινηματογράφους προβλήθηκε ο «Ληστής της Αριζόνα», η πρώτη μεγάλου μήκους ομιλούσα ταινία που γυρίστηκε σε εξωτερικούς χώρους. Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών χρειάστηκε να «κλέψει» την Αριζόνα από τον Ντόναλντ Τραμπ για να αλλάξει το κλίμα υπέρ του το βράδυ της 3ης Νοεμβρίου. Τα πρώτα αποτελέσματα έδειχναν ότι ο Τραμπ, κόντρα στις δημοσκοπήσεις, όχι μόνο άντεχε, αλλά διεκδικούσε βασίμως την επανεκλογή του. Η νίκη του Μπάιντεν στην Πολιτεία όπου βρίσκεται το περίφημο Γκραντ Κάνιον, το πλέον διάσημο φαράγγι του κόσμου, άλλαξε την εικόνα. Μετά ήρθαν το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν και η πιθανότητα εκλογής του υποψηφίου των Δημοκρατικών έγινε σχεδόν βεβαιότητα αφού αρκούσε μόνο η νίκη του στη Νεβάδα, όπου είχε προβάδισμα, για να φτάσει στον μαγικό αριθμό των 270 εκλεκτόρων που εξασφαλίζουν την εκλογή.
Τζο Μπάιντεν: «Ο ληστής της Αριζόνα», λοιπόν, ή ένα από τα παιχνίδια της τύχης στις φετινές προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Το δεύτερο παιχνίδι της τύχης ή της Ιστορίας είναι ότι την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν δεν θα μπορέσει να μπλοκάρει η Εϊμι Κόνι Μπάρετ, η οποία επελέγη, με συνοπτικές διαδικασίες, από τον Τραμπ για να διαδεχθεί στην ηγεσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου την εκλιπούσα και δικαστίνα-σύμβολο Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ. Σημειώνουμε ότι η επιλογή της υπερσυντηρητικής Μπάρετ λέγεται ότι έγινε προκειμένου να στηρίξει τον Τραμπ στις ενστάσεις του σχετικά με την επιστολική ψήφο και την εγκυρότητα του αποτελέσματος, τις οποίες ο Αμερικανός πρόεδρος είχε προαναγγείλει αρκετές εβδομάδες πριν από την 3η Νοεμβρίου. Μένει να δούμε τις επόμενες ημέρες αν η Μπάρετ θα τηρήσει τον όρκο της ή θα συμπεριφερθεί ως ενεργούμενο του ευεργέτη της Τραμπ.
Για την εσωτερική κατάσταση μπορεί οι αποφάσεις να μην είναι τόσο εύκολες για τον ένοικο του Λευκού Οίκου, αλλά για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής τα χέρια του είναι λυμένα. Και οι Ελληνες περιμένουμε πολλά από μια διοίκηση υπό τον Τζο Μπάιντεν. Σχεδόν όλο το εγχώριο πολιτικό σύστημα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, είχε βάλει όλα του τα λεφτά στον υποψήφιο των Δημοκρατικών. Και δικαιώνεται. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι αυτοί που συνιστούν «ψυχραιμία» και «χαμηλά τον πήχη».
Φέρνουν δε ως παράδειγμα τον Τζίμι Κάρτερ. Το 1977, όταν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, στην Κύπρο ο ενθουσιασμός ήταν τόσο μεγάλος που οι καμπάνες σε όλες τις εκκλησίες χτυπούσαν ακατάπαυστα για όλη τη μέρα. Πίστευαν ότι ο «φιστικάς» θα έλυνε το Κυπριακό. Διαψεύστηκαν. Το Κυπριακό, 39 χρόνια μετά την αποχώρηση Κάρτερ από την ηγεσία των ΗΠΑ, παραμένει άλυτο. Και ενδεχομένως θα συνεχίσει και με τον Μπάιντεν. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ είναι όντως βαθύς γνώστης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Θεωρείται φιλέλληνας από τον κυπριακό και ελληνοαμερικανικό Ελληνισμό, και μάλιστα για κάποιο διάστημα οι ομογενείς μας, με αφορμή τη στήριξη που τους παρείχε τόσο ως πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων όσο και ως αντιπρόεδρος, τον είχαν βαφτίσει «Μπαϊντενόπουλο». Δεν είναι όμως σίγουρο ότι θα συνεχίσει να είναι… Μπαϊντενόπουλος και ως πρόεδρος, αφού στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή, στη Ρωσία και την Ευρώπη «θα πρέπει ο Λευκός Οίκος να τηρήσει ισορροπίες, από τις οποίες δεν μπορεί να απουσιάζει η Τουρκία», μας λέει εγχώριος πολιτικός παράγων που στο παρελθόν κατείχε και κορυφαίο πολιτειακό αξίωμα.
Κρίσιμο διάστημα
Αλλωστε, όπως μας επισημαίνει κυβερνητικός αξιωματούχος, αποφάσεις για την περιοχή από τη νέα διοίκηση δεν αναμένονται πριν από τον Μάιο του 2021. Εξάλλου, δεν μπορεί να προβλεφθεί τι θα κάνει ο Μπάιντεν εάν δεν ξέρουμε τι θα κάνει στο μεσοδιάστημα, μέχρι την αλλαγή σκυτάλης στην Ουάσινγκτον, ο Τραμπ. Για ακόμη 60 ημέρες θα ασκεί πλήρως τα καθήκοντά του και μπορεί να πάρει αποφάσεις που, σε συνεννόηση και με τον «καλό του φίλο» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να αλλάξουν το τοπίο στην περιοχή.
Η πιθανολογούμενη δίμηνη θεσμική κρίση στις ΗΠΑ καθιστά δύσκολες τις προβλέψεις και ως εκ τούτου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας θα αποφύγουν έως τις 20 Ιανουαρίου ενέργειες, ακόμη και δηλώσεις που θα ερεθίσουν τον Ντόναλντ Τραμπ. «Μέχρι στις 20 Ιανουαρίου θα έχουμε μια θεσμικά ανώμαλη περίοδο στις ΗΠΑ που δεν ξέρεις τι τρικυμία μπορεί να σηκώσει στο Αιγαίο», μας λέει βουλευτής και πρώην υπουργός Εξωτερικών. Για μετά αναμένει -όπως και οι περισσότεροι πολιτικοί είτε ανήκουν στην κυβερνητική πλειοψηφία είτε στην αντιπολίτευση- σταθερότητα στην εξωτερική πολιτική της Ουάσινγκτον.
«Ο Μπάιντεν θα φέρει ςww στις διεθνείς σχέσεις. Η υπονόμευση διεθνών οργανισμών και η κακοποίηση του Διεθνούς Δικαίου θα σταματήσει» είναι ο κοινός τόπος του προβληματισμού τριών κορυφαίων πολιτικών παραγόντων που στη δεκαετία που πέρασε συνεργάστηκαν, λόγω του πολιτειακού αξιώματος που κατείχαν, με τους προέδρους Ομπάμα και Τραμπ. Εις εξ αυτών έχει τη γνώμη ότι «η χώρα μας δεν θα πρέπει να έχει ως στόχο να τιμωρηθεί ο Ερντογάν, αλλά να λογικευτούν οι Τούρκοι και να σταματήσουν να παίζουν με τη φωτιά», ενώ το Μαξίμου έχει επικεντρώσει την προσοχή του στην αποφυγή του κακού σεναρίου, που δεν είναι άλλο από τυχόν απόπειρα της Αγυρας να εκμεταλλευτεί ουσιαστικά το «κενό εξουσίας» στην Ουάσινγκτον με ενέργειες σε Αιγαίο και Κύπρο που δεν μπορούν να μείνουν αναπάντητες.
Η κυρίαρχη εκτίμηση στην Αθήνα είναι ότι ο Μπάιντεν «θα προσπαθήσει να μειώσει τον ρυθμό απεμπλοκής των Αμερικανών στην περιοχή». Επί Τραμπ, οι ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου έχουν μείνει γεωπολιτικά πίσω, εκτιμά σημαντικός διπλωμάτης μας και ως εκ τούτου θεωρεί ότι με τον Μπάιντεν η παρουσία των Αμερικανών στην περιοχή θα αναβαθμιστεί: «Σίγουρα στο Ιράκ και στο Ισραήλ, όπου έχουν πολλά συμφέροντα, ενώ δεν μπορούν να αφήσουν την Τουρκία να διαχειρίζεται, στο όνομά τους, τη Συρία και τη Λιβύη με τους Ρώσους».
Αν πάντως ο Μπάιντεν σκληρύνει τη στάση των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας, αυτό «δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι τάσσεται υπέρ των Ελλήνων», αποφαίνεται στέλεχος του ΥΠΕΞ. Οι περισσότεροι αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο Λευκός Οίκος οπωσδήποτε θα είναι πιο αυστηρός από τον Τραμπ στο θέμα των S-400 και πιο καθαρός στις επιδιώξεις του στη Λιβύη, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι μπορεί, μέσω της Fed, να πιέσουν και οικονομικά την Αγκυρα. Επίσης, έχουν τη γνώμη ότι αυτό που πρέπει να επιδιώξει η κυβέρνηση είναι, στα νέα δεδομένα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ για την περιοχή, η Ελλάδα να βρίσκεται στη διπλωματική εξίσωση σε μια καλή θέση. Παράγοντες της αντιπολίτευσης θεωρούν ότι η πιθανότητα να βρεθεί η χώρα σε καλύτερη θέση με τη νέα διοίκηση του Τζο Μπάιντεν είναι μεγάλη, αρκεί να αξιοποιηθούν τα τέσσερα «κληροδοτήματα» που κατέλιπε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη η προηγούμενη του Τσίπρα. Το πρώτο είναι η απόφαση του Δεκεμβρίου του 2018 για τον στρατηγικό διάλογο των δύο χωρών. Το δεύτερο, η συμφωνία του 3+1 (Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ και ΗΠΑ) τον Μάρτιο του 2019. Το τρίτο, η διευκόλυνση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα με την υπογραφή της συμφωνίας τον Ιανουάριο του 2019. Και το τέταρτο, το EastMed Act, που ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο του 2019 από το Κογκρέσο και εκτός από ενεργειακή ασφάλεια παρέχει και στρατιωτική στήριξη έναντι της Τουρκίας. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε, λένε, ότι υπάρχει η Σούδα, η Αλεξανδρούπολη, το Στεφανοβίκειο (Μαγνησία), η Λάρισα, όπου υπάρχει αναβάθμιση των στρατιωτικών, λιμενικών και αεροπορικών υπηρεσιών που παρέχονται στις ΗΠΑ. Και σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε τους Patriot που δώσαμε, κατόπιν υποδείξεως της Ουάσινγκτον, στη Σαουδική Αραβία.
Οι Έλληνες
Εκτός από τα διπλωματικά, στρατιωτικά και οικονομικά δεδομένα, υπάρχουν και οι ανθρώπινες σχέσεις που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη σχέση της χώρας με τον νέο πρόεδρο και τη νέα διοίκηση των ΗΠΑ. Τον Μπάιντεν γνωρίζουν πολύ καλά αρκετοί Ελληνες πολιτικοί και Ελληνοαμερικανοί λομπίστες. Ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Αντώνης Σαμαράς από τις θέσεις των ΥΠΕΞ και πρωθυπουργού έχουν αποκτήσει ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου. Ο father Αλεξ (Καρλούτσος), οι Αντι και Μάικ Μανάτος, ο Μπομπ Μενέντεζ, που πιθανώς θα γίνει επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, και πολλοί άλλοι από τον Ζεμενίδη μέχρι τους επιτελείς του Μπάιντεν, Αμάντα Σλόουν και τον Μάικλ Κάρπεντερ, αναμένεται να βοηθήσουν αποφασιστικά για να βρεθούν οι ελληνικές θέσεις ψηλά στην ατζέντα του νέου Αμερικανού προέδρου. Και εκτός αυτών, υπάρχουν τρεις ακόμη σημαντικοί παράγοντες που θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο στη νέα διπλωματία της Ουάσινγκτον: η αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις, ο Νίκολας Μπερνς (ο παλιός πρεσβευτής στην Αθήνα, που προαλείφεται για σημαντικό πόστο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ) και ο Τζέφρι Πάιατ.
Ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα διατηρεί ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τη νέα αντιπρόεδρο και το πιθανότερο είναι φεύγοντας από την Αθήνα να αξιοποιηθεί στην Ουάσινγκτον. Επίσης, στενές σχέσεις με την Καμάλα Χάρις έχει η Ελένη Τσακοπούλου-Κουναλάκη (κόρη του «βασιλιά του real estate» στην Καλιφόρνια Αγγελου Τσακόπουλου), που είχε διοριστεί από τη Χίλαρι Κλίντον πρέσβειρα στην Ουγγαρία.
Με την οικογένεια Τσακόπουλου διατηρεί, παλαιόθεν, ιδιαίτερες σχέσεις η οικογένεια Μητσοτάκη. Μάλιστα, για να ιδρυθεί η έδρα «Κώστας Μητσοτάκης» στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ ο Αγγελος Τσακόπουλος έδωσε 2 εκατ. δολάρια το 2005. Η Ελένη Τσακοπούλου είναι φίλη του Κυριάκου, από την εποχή που ήταν συμφοιτητές στο Χάρβαρντ, ενώ ο σύζυγός της Μάρκος Κουναλάκης, δημοσιογράφος και συγγραφέας, προτιμά την παρέα της Ντόρας Μπακογιάννη όχι μόνο επειδή οι πατεράδες τους ήταν συγχωριανοί και φίλοι, αλλά και γιατί του ταιριάζει καλύτερα το χιούμορ της, όπως έχει πει. Βέβαια, οι καλές προσωπικές σχέσεις δεν θα φέρουν στην ελληνική αγκαλιά τον Μπάιντεν.
Η Τουρκία
Ο Ερντογάν και η Τουρκία είναι κάτι αντίστοιχο με τον Αλεξάντερ Λουκασένκο και τη Λευκορωσία για τη Δύση στη σχέση της με τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Αγκυρα και Μινσκ είναι οι δύο ωμοπλάτες των ΗΠΑ και της Ε.Ε. απέναντι στη Μόσχα, αλλά ταυτόχρονα και οι δύο, λόγω των προνομιακών σχέσεων που διατηρούν με τον Πούτιν, είναι και το μαλακό υπογάστριό τους. Γι’ αυτό είναι, προσώρας, άγνωστο τι θα κάνει ο Μπάιντεν με τις συμμαχίες στην Ανατολική Μεσόγειο, και ιδιαίτερα την Τουρκία, που παραμένει σημαντική και υπολογίσιμη δύναμη για το ΝΑΤΟ.
Τα μαντάτα θα τα μάθουμε την άνοιξη. Και ελπίζουμε να είναι καλά. Και να συμπέσουν με την αποδρομή του κορωνοϊού, που σε σημαντικό βαθμό βοήθησε τον Μπάιντεν να νικήσει τον Τραμπ, και μάλιστα με αριθμό-ρεκόρ ψήφων (περίπου 75 εκατομμύρια) στην Ιστορία εκλογής προέδρων των ΗΠΑ. Το ίδιο ισχύει και για τον Τραμπ. Πήρε σχεδόν 70 εκατομμύρια ψήφους. Περισσότερες από το 2016, αλλά και τις ψήφους με τις οποίες είχε εκλεγεί το 2012 ο Ομπάμα, κι όμως δεν εξελέγη πρόεδρος. Τουλάχιστον με την ακραία συμπεριφορά του και τον εμπρηστικό και διχαστικό του λόγο σήκωσε τους Αμερικανούς από τον καναπέ και τους οδήγησε, έστω και με επιστολική ψήφο, στις κάλπες. Το ποσοστό συμμετοχής είναι πρωτοφανές για τα αμερικανικά ειωθότα, αφού ξεπερνά το 67%. Στον απερχόμενο πρόεδρο Τραμπ, λοιπόν, θα πρέπει να αναγνωριστεί αυτή η προσφορά του στη δημοκρατία…