Οσοι θεωρούν ότι ο κίνδυνος από τον κορωνοϊό είναι θέμα κάποιων εβδομάδων ή λίγων μηνών μάλλον πρέπει να αναθεωρήσουν τη γνώμη τους. Το πρόβλημα με τον COVID-19 δεν είναι μόνο οι επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων, αν και πόσοι θα νοσήσουν ή θα πεθάνουν, αν και πότε θα παρασκευαστεί το εμβόλιο ή θα βρεθεί το πιο αποτελεσματικό φάρμακο. Πιθανότατα, οι επιστήμονες και οι ειδικοί έχουν δίκιο στις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις τους για τη διάρκεια, την ένταση και την έκταση της ασθένειας.
Και στα καθ’ ημάς και σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οπως δίκιο έχουν και οι οικονομολόγοι και οι αναλυτές για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία. Μπορεί το χειρότερο σενάριο, αυτό της απόλυτης καταστροφής, να κάνει λόγο -σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έχουν κάνει οι ειδήμονες- ακόμη και για πτώση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 5 μονάδες σε περίπτωση που η πανδημία δεν τεθεί γρήγορα υπό έλεγχο και η παγκόσμια οικονομία βυθιστεί στην ύφεση, όμως αυτές δεν θα είναι οι μόνες επιπτώσεις.
Η πρώτη είναι στο κοινωνικο-πολιτικό κλίμα. Το αίσθημα που σιγά-σιγά αρχίζει να κυριαρχεί στους ανθρώπους είναι ο φόβος. Φόβος για τα επερχόμενα. Για το μέλλον που φαίνεται δύστηνο. Πριν προλάβει η χώρα να συνέλθει από τη δεκαετή κρίση της χρεοκοπίας και των μνημονίων και ενώ είχαν αρχίσει να δημιουργούνται συνθήκες ανάκαμψης, ο κορωνοϊός απειλεί να ξαναβάλει τους Ελληνες στο καβούκι της μιζέριας, της απαισιοδοξίας, της ανεργίας, της αποεπένδυσης, της οικονομικής κατάρρευσης.
Ο δρόμος προς μια φοβική κοινωνία δεν είναι πιθανός, είναι υπαρκτός και ήδη τον βαδίζουμε. Σε συνδυασμό δε με την προσφυγική κρίση στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και τη μεθοριακή ένταση που υποδαυλίζει -με την εργαλειοποίηση των προσφύγων/μεταναστών- η Τουρκία στον Εβρο, το πρόβλημα λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Ο φόβος απλώνεται και, ως είναι φυσικό, η κοινωνία ρέπει προς τον συντηρητισμό. Κάτι που ευνοεί τις δυνάμεις της Δεξιάς, ενώ ρίχνει φρύγανα και στις εστίες της Ακροδεξιάς και των εμφορούμενων από φασιστικές αντιλήψεις πολιτικών υποκειμένων.
Η μετατόπιση του άξονα προς τα δεξιά είναι επόμενο να τροποποιεί και τις στρατηγικές των κομμάτων. Η Νέα Δημοκρατία ενώ όλα έδειχναν ότι με τον Κυριάκο Μητσοτάκη επικεφαλής θα προσπαθούσε να καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο του Κέντρου, τώρα εκ των πραγμάτων υιοθετεί αντιλήψεις και λαμβάνει αποφάσεις, πρωτίστως για τα Ελληνοτουρκικά και στο Προσφυγικό, προκειμένου να θωρακιστεί από δεξιά. Το ίδιο γίνεται και στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας, βλέποντας ότι οι πολίτες αρχίζουν να κυριαρχούνται από αισθήματα φόβου και ανασφάλειας, προσπαθεί να μετριάσει τη ρητορική της Ριζοσπαστικής Αριστεράς για τα δικαιώματα, το έθνος και τον πασιφισμό. Οσο οι συντηρητικές ιδέες για την εθνική ασφάλεια και την κοινωνική αντοχή αποκτούν προβάδισμα έναντι των προοδευτικών, στρέφει -όσο μπορεί και του επιτρέπουν οι εσωκομματικοί συσχετισμοί- περισσότερο το τιμόνι του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά.
Τις τελευταίες ημέρες είναι φανερή η προσπάθειά του να ρυμουλκήσει το κόμμα του προς τους λεγόμενους «κοινούς τόπους» της λογικής, όπως αυτοί καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις και προβάλλονται από τους (κυρίαρχους) διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Τόσο στο Προσφυγικό όσο και στα Ελληνοτουρκικά, οι θέσεις που λαμβάνει ο τέως πρωθυπουργός δείχνουν να μην κινούνται από αντιπολιτευτικά κίνητρα, αλλά από αίσθημα ευθύνης – και μάλλον η κυβέρνηση θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποίηση από τη συμπεριφορά της αντιπολίτευσης.
Φυσικά, η στροφή του Τσίπρα προς τον ρεαλισμό ανταποκρίνεται και στην ανάγκη να διατηρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τα χαρακτηριστικά του μεγάλου κυβερνητικού κόμματος, εναλλακτικού στη Ν.Δ. και την κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε περίπτωση που η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που διαμορφώνεται σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο δημιουργήσουν κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που εκτός των άλλων απαιτούν και απαντήσεις πολιτικής υπέρβασης.
Βεβαίως, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Αλέξης Τσίπρας εκμεταλλεύεται το «κλικ προς τα δεξιά» της κοινωνίας για να επιβάλλει τη μετακόμιση του ΣΥΡΙΖΑ από τον χώρο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε εκείνον της κυβερνώσας (Κεντρο)αριστεράς και κατά συνέπεια να αναγκάσει τους «ανυπάκουους αριστερούς» της Κουμουνδούρου να υποκλιθούν στο imperium του αρχηγού τους..
Επιπροσθέτως, ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι η τριπλή κρίση (κορωνοϊός – Προσφυγικό – Ελληνοτουρκικά) αναγκάζει τα κόμματα να εγκαταλείψουν τον μαξιμαλισμό των (κατά βάση εκλογικής στόχευσης) υποσχέσεων και να υιοθετήσουν θέσεις που βρίσκονται πιο κοντά στην πραγματικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αλέξης Τσίπρας με δηλώσεις και συνεντεύξεις του προτίμησε να παρουσιάσει τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση και των τριών προβλημάτων παρά να καταφύγει σε γενικόλογους αντικυβερνητικούς αφορισμούς, που ακόμη και τη δεκαετία των μνημονίων ήταν της μόδας από τα κόμματα που βρίσκονταν εκτός κυβερνητικού νυμφώνος.
Η τριπλή κρίση, η επέλαση του φόβου και η μετατόπιση της κοινωνίας σε πιο συντηρητικές αντιλήψεις και συμπεριφορές εκ των πραγμάτων -και προκειμένου να διατηρηθεί η (έστω προβληματική) σχέση τους με τους πολίτες- οδηγεί τα κόμματα στην επεξεργασία προγράμματος με συγκεκριμένες θέσεις για τα προβλήματα και τα θέματα της επικαιρότητας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται προϋποθέσεις συναίνεσης, καθώς το κομματικό σύστημα δείχνει να ανταποκρίνεται στις έξωθεν και υπερκείμενες απειλές.
Η πιθανότητα πάντως να εκτραπεί η κατάσταση σε επικίνδυνες ατραπούς δεν είναι αμελητέα, και αυτό οι ηγεσίες των κομμάτων, και πρωτίστως των δύο μεγάλων, το γνωρίζουν καλά και το συνυπολογίζουν στην πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας που διαμορφώνει η «συνάντηση» του κορωνοϊού με τον Ερντογάν στον Εβρο και με τους πρόσφυγες στη Μόρια. Οπως προαναφέραμε, τα τρία αυτά προβλήματα δημιουργούν, συνδυαστικά, συνθήκες φόβου.
Μπορεί να είναι, και είναι, διαφορετικής τάξης και ποιότητας προβλήματα, όμως το γεγονός ότι συμπίπτουν -και μάλιστα παροξύνονται ταυτόχρονα- επιβαρύνει αντικειμενικά το κοινωνικό κλίμα, ενώ κάποιοι -κι αυτό είναι το επικίνδυνο για την πολιτική ομαλότητα και την κοινωνική συνοχή- προσπαθούν να τα εκμεταλλευτούν για να δημιουργήσουν κλίμα διχασμού, κάτι που δεν βοηθά ούτε την κυβέρνηση, ούτε φυσικά και την αντιπολίτευση, αφού τα θολά νερά ευνοούν μόνο τα φαιά μυαλά στο ψάρεμα.
Ούτε την κυβέρνηση ούτε την αντιπολίτευση τις συμφέρει να δημιουργηθεί κλίμα ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ενωση, παρότι η στάση των ηγεσιών της δεν είναι η ενδεδειγμένη, ειδικά στο προσφυγικό πρόβλημα. Ο αντιευρωπαϊσμός που κυοφορείται μόνο προβλήματα μπορεί να προσθέσει, ειδικά τώρα που η αντιμετώπιση των τσαμπουκάδων του Ερντογάν και του κορωνοϊού απαιτεί την ενεργητική στήριξη, σε δυνάμεις και πόρους, των εταίρων μας.
Από την άλλη, βέβαια, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι εφόσον δεν χαλαρώσουν οι αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες και δεν υπάρξει έμπρακτη και γενναιόδωρη αλληλεγγύη στην αντιμετώπιση των προβλημάτων οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής που δημιουργείται από την επέλαση του κορωνοϊού τότε ο αντιευρωπαϊσμός θα χτυπήσει κόκκινο στη χώρα μας, αλλά και σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να μετατραπεί σε Σίσυφο. Δεν θα αντέξει να κυλήσει ξανά στην ύφεση. Μια νέα οικονομική καταστροφή, που θα διευρύνει την τάξη των νεόπτωχων, θα αλλάξει εκ βάθρων την κοινωνική δομή, αλλά και τη σχέση των πολιτών με το υφιστάμενο κομματικό σύστημα. Ουσιαστικά θα το απορρίψει. Συλλήβδην.
Τα κόκκινα δάνεια, οι επικείμενοι μαζικοί πλειστηριασμοί, η βασίμως πιθανολογούμενη πτώση του τουρισμού, η αναμενόμενη πτώση της κατανάλωσης, το κλείσιμο επιχειρήσεων, η αύξηση της ανεργίας και όλα όσα άσχημα προφητεύεται ότι μπορούν να συμβούν στην «εποχή του κορωνοϊού» είναι βόμβες στα θεμέλια του πολιτικού συστήματος που μπορούν να το τινάξουν στον αέρα εάν ευοδωθεί η προσπάθεια ορισμένων να δημιουργήσουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, συνδυάζοντας τον λαϊκισμό -από μια πιθανολογούμενη, λόγω κορωνοϊού, οικονομική καταστροφή- με τον εθνικισμό και τον ρατσισμό, που πυροδοτούν ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας και οι αυξανόμενες προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές.
Η κυβέρνηση πρέπει, και με τη βοήθεια της αντιπολίτευσης, να πρωτοστατήσει τουλάχιστον στην αναστολή, για όσο διαρκεί η κρίση, του Συμφώνου Σταθερότητας. Εάν δεν συμβεί αυτό, ο ευρωσκεπτικισμός θα γνωρίσει πιένες. Και στα καθ’ ημάς και σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή επικράτεια. Αντίθετα, εάν οι ηγεσίες όλων των θεσμών της Ε.Ε. σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, θα κερδίσει έδαφος ο φιλοευρωπαϊσμός. Κάτι που είναι απαραίτητο για να αποκρουστεί και η πρωτοφανής επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ στην Ευρώπη, η οποία αυτή τη στιγμή, και εφόσον οδηγήσει σε γενικευμένο εμπορικό πόλεμο, συνιστά μεγαλύτερη απειλή και από τον κορωνοϊό.