Ο πρωθυπουργός κατανοεί τις αιτιάσεις του προέδρου των ΑΝ.ΕΛ. και θέλει να διευκολύνει τον κυβερνητικό του εταίρο να διατηρήσει τη σχέση του με το εθνικολαϊκό ακροατήριο, όμως η διευκόλυνση αυτή έχει και ένα όριο: να μην αμφισβητηθεί η κυβερνητική πλειοψηφία. Γι’ αυτό συνεχίζει να ασκεί πίεση στον υπουργό Αμυνας να αλλάξει θέση και να συνταχθεί μαζί του
Ο πρωθυπουργός εμφανίζεται αισιόδοξος. Θεωρεί ότι μπορεί να βρεθεί λύση – και μάλιστα σχετικά σύντομα. Κάποιος δε εκ των στενών συνεργατών του υποστηρίζει ότι «εφόσον ο Αλέξης καταφέρει, εκτός από την έξοδο από τα μνημόνια, να λύσει και το Μακεδονικό, τότε ο Μητσοτάκης θα πρέπει να ανησυχεί σοβαρά όχι μόνο για το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά και για την ενότητα της Ν.Δ.». Εξυπακούεται πως όταν στην κυβέρνηση αναφέρονται σε λύση, εννοούν τον κοινό τόπο του συνόλου σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων – εξαιρουμένων των εθνικιστών. Δηλαδή, σύνθετη ονομασία, erga omnes και αποκήρυξη του αλυτρωτισμού με αλλαγή και του Συντάγματος της γείτονος.
«Μακάρι να το καταφέρει, αλλά είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό», μας λέει κορυφαίος πολιτικός που γνωρίζει όσο κανείς άλλος το θέμα, αφού το έχει χειριστεί από τις πιο υπεύθυνες κυβερνητικές θέσεις. Και προσθέτει: «Εάν ο Τσίπρας γνώριζε λατινικά, θα ήξευρε ότι fortuna vitrea est: tum cum splendet frangitu (η τύχη είναι γυαλί: εκεί που λάμπει, θρυμματίζεται)». Τη λατινική φράση τη χρησιμοποιεί όχι τόσο για να υπονοήσει ότι ο πρωθυπουργός θα αναγκαστεί σύντομα να παραδεχθεί, όπως είχε κάνει πριν από 30 χρόνια και ο Ανδρέας Παπανδρέου, το λάθος του, ούτε επειδή η γνώμη του είναι πως «με το Σκοπιανό χάνεις τις εκλογές, δεν τις κερδίζεις».
Τη χρησιμοποιεί για να επισημάνει, πρωτίστως, ότι «μπορεί οι Αμερικανοί, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, όλοι οι ξένοι να επαινούν σήμερα τον πρωθυπουργό για τη διαλλακτικότητα και την καλή θέληση που επιδεικνύει, όμως αυτή τη λαμπερή εικόνα οι Ελληνες θα τη μουντζουρώσουν και οι ψηφοφόροι θα τη μαυρίσουν εάν η κυβέρνησή του εγκρίνει έναν συμβιβασμό με τον οποίον δεν θα συμφωνούν και πιθανώς θα καταγγείλουν τα άλλα κόμματα» – και φέρνει ως παράδειγμα τη μαζικότητα των συλλαλητηρίων. Επιπροσθέτως, ο συνομιλητής μας υποστηρίζει ότι «ο Κυριάκος μπορεί να εγκαταλείπει την παράδοση της φιλελεύθερης διαλλακτικότητας που επιδείκνυαν στο θέμα των Σκοπίων ο πατέρας του και η αδελφή του και να προσχωρεί στο στρατόπεδο των μακεδονομάχων, όμως έτσι αποκτά τον λαϊκό συσχετισμό που η Ν.Δ. τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης και των μνημονίων είχε χάσει».
Το πρόβλημα του Τσίπρα
Ο αντίλογος εκ μέρους της κυβέρνησης, όπως μας τον διατυπώνει στέλεχος του Μαξίμου, είναι ότι ο «Μητσοτάκης πολιτεύεται καιροσκοπικά, φοβήθηκε το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης και τις φήμες περί “Λέγκας του Βορρά” που θα του κόψει ψήφους από τα δεξιά, ενώ έχει καταστεί και όμηρος του Σαμαρά, του Καραμανλή και των προερχόμενων από τον ΛΑΟΣ Aδωνη και Βορίδη». Σημειώνουμε ότι εμμέσως με την εκτίμηση αυτή συμφωνεί και μερίδα στελεχών, καθώς και ορισμένοι βουλευτές της Ν.Δ., οι οποίοι θεωρούν ότι «είναι λάθος η απορριπτική στάση του Κυριάκου και αργά ή γρήγορα θα το μετανιώσει, αλλά ίσως τότε να είναι αργά».
Το πρόβλημα όμως του Αλέξη Τσίπρα δεν είναι ο Κυριάκος, αλλά ο Πάνος Καμμένος, ο οποίος διασπώντας το κυβερνητικό μέτωπο δίνει επιχειρήματα αφενός στα κόμματα της αντιπολίτευσης για να αμφισβητούν την ορθότητα των χειρισμών του και αφετέρου στα στελέχη της εσωκομματικής του αντιπολίτευσης για να υποστηρίξουν ότι έχουν δίκιο όταν λένε ότι «είναι καιρός να λήξει η… παρά φύσιν συμμαχία με τον Καμμένο». Μάλιστα η επίθεση, με οξείς έως και υβριστικούς χαρακτηρισμούς, του Δημήτρη Καμμένου σε Δημήτρη Παπαδημούλη, Νίκο Φίλη κα Πάνο Σκουρλέτη για τις πολιτικές υποδείξεις προς τους ΑΝ.ΕΛ. μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝ.ΕΛ. και δεν είναι σίγουρο ότι αρκεί η (εκπεφρασμένη στο παρασκήνιο) επιθυμία του Τσίπρα και του Καμμένου για να πέσουν εκατέρωθεν οι τόνοι.
«Εάν ο υπουργός Αμυνας επιμείνει στην άρνησή του να δεχθεί λύση που θα περιέχει τη λέξη “Μακεδονία”, τότε ο πρωθυπουργός θα πρέπει να αποφασίσει σοβαρά για το μέλλον της συγκυβέρνησης με τους ΑΝ.ΕΛ.», μας λέει σημαντικός κυβερνητικός παράγων και συμπληρώνει: «Το Μακεδονικό δεν αφορά τη σεξουαλική ταυτότητα ή το μάθημα των Θρησκευτικών στο σχολείο, αλλά το εθνικό συμφέρον και τη δεσπόζουσα γεωπολιτική θέση της χώρας στη Βαλκανική. Και σ’ αυτά δεν χωράνε διαχωρισμοί. Ο υπουργός Αμυνας οφείλει να προωθεί την κυβερνητική θέση στις διεθνείς επαφές του και εάν υπάρξει λύση στο πρόβλημα με τα Σκόπια, είναι αυτός που θα πρέπει να την εφαρμόσει στο ΝΑΤΟ. Εάν δεν το μπορεί, πρέπει να παραιτηθεί ή να τον απομακρύνει ο πρωθυπουργός». Η γνώμη αυτή συνεχώς κερδίζει έδαφος μεταξύ των βουλευτών και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, προσκρούει όμως στην άρνηση, προσώρας, του Αλέξη Τσίπρα να τα σπάσει με τον «Πανάρα».
Ο πρωθυπουργός κατανοεί τις αιτιάσεις του κ. Καμμένου και θέλει να διευκολύνει τον κυβερνητικό του εταίρο να διατηρήσει τη σχέση του με το εθνικολαϊκό ακροατήριο -αφού εκτός των άλλων οι ΑΝ.ΕΛ. στερούν δεξιές ψήφους και από τη Ν.Δ.-, όμως η διευκόλυνση αυτή έχει και ένα όριο: να μην αμφισβητηθεί η κυβερνητική πλειοψηφία. Γι’ αυτό συνεχίζει να ασκεί πίεση στον υπουργό Αμυνας να αλλάξει θέση και να συνταχθεί μαζί του, λέγοντάς του ότι η θέση της κυβέρνησης είναι «αυτή που είχαν Καραμανλής και Μπακογιάννη στο Βουκουρέστι και με την οποία συμφωνούν Γεννηματά, Θεοδωράκης, αλλά και το ΚΚΕ». Ελπίζει δε ότι τελικά ο πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛ. θα το πράξει, ιδίως εάν και άλλοι βουλευτές ή κόμματα δώσουν θετική ψήφο σε περίπτωση που υπάρξει συμφωνία και έρθει προς κύρωση στη Βουλή. Πάντως μετά το «κρυφό» ραντεβού την περασμένη Παρασκευή στο Μαξίμου με τον πρωθυπουργό, ο Πάνος Καμμένος επικοινώνησε με τους περισσότερους βουλευτές των ΑΝ.ΕΛ. και τους ζήτησε να ρίξουν τους τόνους στις δημόσιες παρεμβάσεις τους μέσω των ΜΜΕ για να μη διευρύνεται το χάσμα με τους συναδέλφους τους στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ανθρωποι που γνωρίζουν καλά και συνομιλούν με τον πρωθυπουργό υποστηρίζουν ότι αν νιώσει ότι η συμπεριφορά του Καμμένου δεν ευνοεί τα σχέδιά του, ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα διστάσει να «καθαρίσει» τον υπουργό Αμυνας, διαλύοντας τον κυβερνητικό συνασπισμό κρατώντας όμως τους περισσοτέρους εκ των υπουργών των ΑΝ.ΕΛ. Φέρνουν μάλιστα ως παράδειγμα τη συμπεριφορά που έχει επιδείξει σε μέντορές του, όπως ο Αλέκος Αλαβάνος και ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, συντρόφους του όπως η Ζωή και ο Λαφαζάνης, και φίλους του όπως ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης και ο Τάσος Κορωνάκης.
Εκ παραλλήλου, όμως, οι συνεργάτες του συνεχίζουν, όπως αποκαλύψαμε την προηγούμενη εβδομάδα στο «ΘΕΜΑ», να βολιδοσκοπούν βουλευτές προκειμένου να υπάρξει πλειοψηφία, εάν χρειαστεί και χωρίς τον Π. Καμμένο, στη Βουλή. Από τις πρώτες διερευνητικές επαφές διαπιστώθηκε ότι ενδεχομένως να φτάνουν ή και να ξεπερνούν τους 10 οι βουλευτές που θα μπορούσαν να υπερψηφίσουν, μαζί με τους 145 του ΣΥΡΙΖΑ και χωρίς τον Καμμένο τον συμβιβασμό που προωθείται.
Και οι οποίοι μπορούν να γίνουν πολύ περισσότεροι εάν η λύση που θα εξευρεθεί τυγχάνει και της αποδοχής του Κινήματος Αλλαγής, το Πολιτικό Συμβούλιο του οποίου συνεδρίασε την Παρασκευή το βράδυ και συμφώνησε για την τακτική που θα ακολουθήσει. Μπορεί κάποιοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ (Ευάγγελος Βενιζέλος, Ανδρέας Λοβέρδος, Βασίλης Κεγκέρογλου κ.ά.) να προκρίνουν τον αντικυβερνητισμό ως στάση, όμως Γιώργος Παπανδρέου, Σταύρος Θεοδωράκης, Γιώργος Καμίνης και Θανάσης Θεοχαρόπουλος κατέστησαν σαφές στη Φώφη Γεννηματά ότι «στα εθνικά θέματα δεν χωρούν τακτικισμοί και κομματική ιδιοτέλεια», κάτι που άλλωστε βρίσκει σύμφωνη και την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής. Το ερώτημα πάντως που αρχίζει να διατυπώνεται όχι μόνο από βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από πολιτικούς άλλων κομμάτων, καθώς και από επιχειρηματίες και παράγοντες που επηρεάζουν τον δημόσιο βίο, είναι αν η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει χωρίς τον Καμμένο, με άλλη σύνθεση.
Το σίγουρο είναι ότι η πρόβλεψη Βούτση («μέσα από το ζήτημα της επίλυσης της ονομασίας των Σκοπίων θα αναδιαμορφωθεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό και οριζοντίως το σύνολο του πολιτικού συστήματος») έχει ισχυρή δόση αλήθειας. Δεν είναι μόνο η λαϊκή πίεση που ασκείται από τα συλλαλητήρια (οι εκτιμήσεις γι’ αυτό της Αθήνας στις 4 Φεβρουαρίου είναι ότι θα είναι μεγαλύτερο από της Θεσσαλονίκης), αλλά και η αναπροσαρμογή, ως φαίνεται, των στρατηγικών της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και της κυβέρνησης. Ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης έχει προσχωρήσει στη γραμμή «συμφωνούμε να λυθεί το θέμα, αλλά να βάψει μόνο ο Τσίπρας τα χέρια του στο… αίμα», και ο βασικός λόγος, πέραν του αντικυβερνητισμού, είναι ο φόβος μην υπερφαλαγγιστεί η Ν.Δ. από δεξιά. Στο Κίνημα Αλλαγής, όπως προείπαμε, εκτός από τους αδιάλλακτους του ΠΑΣΟΚ υπάρχουν και οι μετριοπαθείς, αυτοί δηλαδή που προτάσσουν το εθνικό συμφέρον και όχι τον αντικυβερνητικό αγώνα ως πολιτική στάση απέναντι στο Μακεδονικό ζήτημα. Το ΚΚΕ ούτως ή άλλως από το 1992 είναι υπέρ του συμβιβασμού και πιθανότατα θα απέχει από την ψηφοφορία στη Βουλή εάν υπάρξει συμφωνία.
Αναζητά εκλογικά οφέλη
Οσον αφορά στο κυβερνητικό στρατόπεδο, ο Αλέξης Τσίπρας θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί το θέμα προκειμένου να δημιουργήσει τις νέες διαιρετικές τομές που μπορεί να δώσουν πολιτικά και εκλογικά οφέλη στον ΣΥΡΙΖΑ.
Την αντίθεση μνημόνιο – αντιμνημόνιο που τον έφερε στην εξουσία -και η οποία δεν υφίσταται από τη στιγμή που και ο ίδιος υπέγραψε μνημόνιο και συνεργάστηκε αρμονικά με τους δανειστές και την τρόικα, θα επιχειρήσει, με αφορμή το Μακεδονικό, να τη μετατρέψει σε εθνικιστές και κοσμοπολίτες, σε φωταδιστές και σκοταδιστές, σε δεξιούς και προοδευτικούς.
Εφεξής θα κατηγορεί τον Κ. Μητσοτάκη ότι ταυτίζεται με τη σκληρή Δεξιά, ενώ ο ίδιος θα θελήσει να εμφανίζεται ως ο πολιτικός που κινείται και μπορεί να εκφράσει τον χώρο που ορίζεται ανάμεσα στην Πεφωτισμένη Δεξιά, το Φιλελεύθερο Κέντρο και τη Δημοκρατική – Ευρωπαϊκή Αριστερά. Μάλιστα κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ τού λένε ότι «τώρα είναι η ώρα να ξεφορτωθείς τον Καμμένο και να απευθύνεις πρόσκληση σε Γεννηματά και Θεοδωράκη για συνεργασία επί τη βάσει ενός κοινού μεταμνημονιακού προγράμματος». Μπορεί οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού να μη δεχθούν, αλλά η βάση των κομμάτων και των ψηφοφόρων μπορεί να τους πιέσει, εκτιμούν στο Μαξίμου, και τελικά ωφελημένος να βγει ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως έγινε το 2015 με τη βάση του ΚΚΕ όταν η Αλέκα Παπαρήγα απέρριπτε τις επιθέσεις φιλίας του Αλέξη Τσίπρα για κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα της Αριστεράς.
Το σίγουρο είναι ότι το παιχνίδι τώρα αρχίζει. Η προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς με τα Σκόπια μπορεί να αναδιατάξει τις πολιτικές δυνάμεις και να σκορπίσει το υφιστάμενο σύστημα, το οποίο ούτως ή άλλως έχει πάθει, λόγω της μακροχρόνιας κρίσης και της μνημονιακής επιτροπείας, πολιτική υπερκόπωση και κομματική σπονδυλαρθρίτιδα. Αν μάλιστα ευδοκιμήσει και η τέταρτη αξιολόγηση και η χώρα τον Αύγουστο κλείσει οριστικά το κεφάλαιο «Προγράμματα Διάσωσης», οι αλλαγές που μπορεί να επισυμβούν ενδέχεται να είναι και τεκτονικές.
Οι συνταγματικές αλλαγές, το εκλογικό σύστημα και οι θεσμικές αλλαγές στο κράτος θα είναι το επόμενο κεφάλαιο στο οποίο οι πολιτικές προσωπικότητες και τα κόμματα θα αναμετρηθούν, σύμφωνα τουλάχιστον με τους σχεδιασμούς του πρωθυπουργού και των στενών του συνεργατών.