Τα όσα διαδραματίζονται αυτές τις ημέρες στον Εβρο είναι αποκαλυπτικά της δύσκολης θέσης στην οποία έχει περιέλθει ο Ερντογάν. Η στρατιωτική ήττα των Τούρκων στη βόρεια Συρία και η εικόνα με τα δεκάδες φέρετρα από το Ιντλίμπ ήταν, σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν σχεδόν όλοι οι διπλωμάτες και οι αναλυτές, η αφορμή για τις δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες που ξαφνικά εμφανίστηκαν στα ελληνοτουρκικά σύνορα στη Θράκη. Η Αγκυρα υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να αντέξει ένα νέο προσφυγικό κύμα από τη Συρία μετά τις εξελίξεις στο Ιντλίμπ, και κατηγορεί την Ευρωπαϊκή Ενωση ότι δεν τη βοηθάει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. «Οχι μόνο», λένε οι Τούρκοι αξιωματούχοι, «δεν μας δίνετε τα χρήματα που μας έχετε υποσχεθεί, ούτε έχετε υλοποιήσει τη δέσμευση να μπορούν οι Τούρκοι να ταξιδεύουν χωρίς βίζα στην Ε.Ε., αλλά στηρίζετε και την Ελλάδα να σφραγίσει τα σύνορά της».
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η Αγκυρα ήθελε να κάνει εξαγωγή της κρίσης που προκάλεσαν οι θάνατοι στο Ιντλίμπ και η επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία. Τα δύο αυτά γεγονότα προστίθενται σε δύο άλλες ενέργειες των Τούρκων που εκνεύρισαν τη διεθνή κοινότητα. Αφενός τις γεωτρήσεις που πραγματοποίησαν ετσιθελικά στην ΑΟΖ της Κύπρου και αφετέρου το, νομικά αμφιλεγόμενο, Σύμφωνο Θαλάσσιας και Στρατιωτικής Συνεργασίας που υπέγραψαν με τη Λιβύη, ενέργειες που αποδοκιμάστηκαν τόσο από την Ουάσινγκτον όσο και από τις Βρυξέλλες και έκαναν πολλούς να αναρωτιούνται «πού το πάει ο Ερντογάν;».
Πριν εξετάσουμε τη συνολική στρατηγική στόχευση του Ρετζέπ Tαγίπ Ερντογάν, ας δούμε τι ακριβώς επιδιώκει με την Ελλάδα. Στέλνοντας τους πρόσφυγες και μετανάστες στα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Εβρο επιδιώκει, μετά τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, να μεταφέρει το πρόβλημα και στη Θράκη, μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή, αφού στους νομούς Ροδόπης και Ξάνθης υπάρχει ισχυρή μουσουλμανική μειονότητα. Χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες και μετανάστες για να αναγκάσει την Ελλάδα να αυξήσει τις δυνάμεις του Στρατού και της Αστυνομίας στα σύνορα.
Να σπαταλήσει πόρους και δυνάμεις και σε άλλη περιοχή εκτός των νησιών. Και μάλιστα σε μόνιμη βάση, αφού όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι στις περιοχές που δεν καλύπτει ο φράχτης αποτροπής και η αντιαρματική τάφρος η πρόθεση της Αγκυρας είναι να δημιουργήσει hot spots στα οποία οι χιλιάδες των προσφύγων θα συνιστούν μια μόνιμη απειλή για τη χώρα μας. Κατά καιρούς θα επιχειρούν να περάσουν τα σύνορα, με αποτέλεσμα να έχουμε μόνιμα μεθοριακά επεισόδια. Η μονιμότητα της απειλής είναι λογικό να έχει επιπτώσεις και στην κοινωνία.
Εκτός από τις αυξημένες δυνάμεις φρούρησης των συνόρων και τις πρόσθετες δαπάνες για το προσωπικό και τις υποδομές, όσο εδραιώνεται ένα καθεστώς ιδιόμορφης πολιορκίας είναι πιθανό να υπάρξει κόπωση και των κατοίκων της περιοχής, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ρητορική και ακραίες συμπεριφορές που εγκυμονούν κινδύνους για τη δημοκρατική έννομη τάξη και την κοινωνική συνοχή, ενώ δεν αποκλείεται κάποιοι ακραίοι κύκλοι να επιχειρήσουν να μεταφέρουν την αναταραχή στο εσωτερικό της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Βεβαίως, όσο ο Ερντογάν απομακρύνεται από την Ευρώπη τόσο θα μειώνεται και η επιρροή της Aγκυρας στους Eλληνες μουσουλμάνους της Θράκης. Μόνο ελάχιστοι φανατικοί θα προτιμήσουν προς χάριν του «σουλτάνου» να εγκαταλείψουν τα προνόμια του Ευρωπαίου πολίτη.
Το σοβιετικό «σχέδιο φινλανδοποίησης»
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο Ερντογάν, μεταφέροντας προσφυγικούς πληθυσμούς, και μάλιστα με την αρωγή της Στρατοχωροφυλακής στη Θράκη, επιδιώκει την κόπωση -σε προσωπικό, πόρους και υποδομές- του ελληνικού κράτους και των πολιτών στην περιοχή.
Η πολιτική αυτή, σύμφωνα με τους περί τα ελληνοτουρκικά επαΐοντες, εντάσσεται στη στρατηγική της φινλανδοποίησης που ακολουθεί η Τουρκία έναντι της Ελλάδας. Οπως η Σοβιετική Ενωση στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου τρομοκρατούσε με την ισχύ της τη στρατιωτικά, πολιτικά και πληθυσμιακά υποδεέστερη Φινλανδία προκειμένου να παραμείνει ουδέτερη και να μη μετατραπεί σε προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ και της Δύσης, έτσι και η Τουρκία με τη δύναμη της ισχύος αμφισβητεί κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Απειλεί στον Εβρο, απειλεί στα νησιά, απειλεί στην Κύπρο, γκριζάρει ελληνικές περιοχές στο Αιγαίο, κάνει συνεχώς υπερπτήσεις, παραβάσεις και παραβιάσεις στον αέρα, αμφισβητεί την ελληνικότητα νησιών και βραχονησίδων, δεν επιτρέπει την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, αμφισβητεί εναέριο χώρο, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ.
Δεν κάνει και δεν πρόκειται να κάνει πόλεμο, αλλά με την πολιτική της φινλανδοποίησης που ασκεί εμποδίζει την Ελλάδα να ασκήσει κυριαρχικά της δικαιώματα, τα οποία σε περίπτωση που ασκούνταν, γνωρίζει πολύ καλά η Αγκυρα ότι θα την έφερναν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Εξάλλου οι διπλωμάτες της στις de profundis συνομιλίες που έχουν με τους Ελληνες συναδέλφους τους το ομολογούν.
Η πολιτική της φινλανδοποίησης, της κόπωσης και των γκρίζων ζωνών γίνεται προκειμένου να αποτραπεί η νομική διευθέτηση των διαφορών, όπου η Ελλάδα έχει το πλεονέκτημα. Ξέρουν ότι και τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και γι’ αυτό αμφισβητούν την ελληνικότητα σε 21 από αυτά, ώστε αν ποτέ οδηγηθούμε στη Χάγη ή σε διαπραγμάτευση να εξαιρεθούν και κατά συνέπεια ο ορισμός της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ να μην είναι σε βάρος τουςς. Αυτός είναι και ο λόγος που ορισμένοι φοβούνται ότι το επόμενο χτύπημα της Αγκυρας θα είναι στο Καστελόριζο, το οποίο εμποδίζει σημαντικά τα θαλάσσια δικαιώματά της στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Στο σημείο αυτό να προσθέσουμε ότι ορισμένοι εξηγούν την επιθετικότητα του Ερντογάν στα νησιά, στην Κύπρο και με το τουρκολιβυκό σύμφωνο επειδή -όπως λένε- αισθάνεται ότι οι Ελληνες επιδιώκουν να τον απομονώσουν. Με την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια το Αιγαίο γίνεται ελληνική λίμνη, λένε οι Τούρκοι, ενώ με τις διευθετήσεις των ΑΟΖ που προωθούνται ερήμην τους το κράτος με τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Ανατολική Μεσόγειο φτάνει να έχει τα μικρότερα θαλάσσια δικαιώματα.
Μάλιστα, στην τελευταία συνάντηση που είχε με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ο Ερντογάν λέγεται ότι του είπε: «Νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω τι πάτε να μου κάνετε με τις τριγωνικές σχέσεις με Ισραήλ, Αίγυπτο, Κύπρο, με τις ΑΟΖ και με τον East Med.
Πάτε να απομονώσετε την Τουρκία που έχει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην περιοχή από τη νοτιοανατολική Μεσόγειο». Επίσης, ο Ερντογάν διατυπώνει προς τους Ευρωπαίους το παράπονο ότι ενώ του είχαν υποσχεθεί ότι η Κύπρος θα έμπαινε ολόκληρη στην Ε.Ε., τελικά τα Κατεχόμενα έμειναν εκτός. Παρά τις εμπρηστικές δηλώσεις ή τις προκλητικές σε αρκετές επιπτώσεις ενέργειες, οι Ελληνες διπλωμάτες έχουν τη γνώμη ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να προχωρήσει σε κάποια επιθετική πολεμική ενέργεια και θα παραμείνει στη γραμμή των παρενοχλήσεων.
Υπάρχει όμως και ένα σενάριο το οποίο προβληματίζει και προκαλεί ανησυχία. Και αυτό σχετίζεται με τον ευρωπαϊκό δρόμο της Τουρκίας. Μέχρι στιγμής οι επιθετικές ενέργειες της γείτονος είναι τρεις: α) Οι γεωτρήσεις στην Κύπρο, β) το τουρκολιβυκό σύμφωνο και γ) η αμφισβήτηση της συμφωνίας με την Ε.Ε. σχετικά με τους πρόσφυγες και μετανάστες, που οδήγησε και στη μεταφορά των προσφύγων στον Εβρο. Αν μείνει σε αυτές, η κυβέρνηση δεν ανησυχεί.
Τζόγος με τον ευρωπαϊκό δρόμο της Τουρκίας
Αντίθετα, εάν ο Ερντογάν καταγγείλει τη συμφωνία ένταξης στην Ε.Ε. και δηλώσει ότι δεν τον ενδιαφέρει και τη διακόψει, τότε ενδεχομένως να γίνει περισσότερο επιθετικός και προς την Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή είναι στριμωγμένος στο εσωτερικό της χώρας του: η οικονομία του δεν πάει καλά, ενώ η κοινή γνώμη, ειδικά στα παράλια, στις μεγάλες πόλεις και οι άνθρωποι με φιλοευρωπαϊκές και προοδευτικές ιδέες, του γυρνούν την πλάτη.
Αν προσπαθήσει να γυρίσει το κλίμα με μια αντιευρωπαϊκή ρητορική, ειδικά μετά το Brexit, λέγοντας ότι «είμαστε μεγάλη χώρα και δεν σας έχουμε ανάγκη», τότε δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα πρόκλησης θερμού επεισοδίου. Να χρησιμοποιήσει δηλαδή ένα επεισόδιο με την Ελλάδα (και την επίκληση εκ μέρους της χώρας μας του άρθρου 47-2 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης) ως πρόσχημα για να διακόψει οριστικά τις σχέσεις με την Ευρώπη.
Η οριστική διακοπή της σχέσης με την (αλλόθρησκη και ανίσχυρη μετά το Brexit και τα φαινόμενα υπερχρέωσης και φτωχοποίησης) Ευρώπη, η επιθετικότητα έναντι της Ελλάδας και η υπερπροβολή του νεο-οθωμανισμού μπορεί να του δώσουν τη νίκη στις επόμενες εκλογές, που είναι και το βασικό του μέλημα από τότε που μετέτρεψε την τουρκική δημοκρατία σε προσωπικό του πασαλίκι, καταργώντας τον θεσμό του πρωθυπουργού και περιορίζοντας σημαντικά τα ανθρώπινα δικαιώματα – ειδικά όταν αμφισβητείται ο ίδιος και οι επιλογές του. Οσοι τον γνωρίζουν καλά δεν αποκλείουν μια τέτοια απρόβλεπτη κίνηση του Ερντογάν. Την περίοδο 2001- 2009 στηρίχθηκε στην Ευρώπη και τις πρόνοιες του λεγόμενου «κοινοτικού κεκτημένου» για να ελέγξει την επιρροή του Στρατό (που ήταν κεμαλιστές) και στην πολιτική ζωή.
Επίσης, στο όνομα των ελευθεριών που προβλέπουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες άνοιξε μουσουλμανικά σχολεία που ήταν απαγορευμένα. Εκμεταλλεύτηκε την προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση για να απογειώσει οικονομικά την Τουρκία και να προσεταιριστεί εκλογικά τα ανερχόμενα μεσοστρώματα όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη -στην οποία υπήρξε δήμαρχος την περίοδο 1994-1998- και στις άλλες μεγάλες πόλεις, αλλά και στην Ανατολία, η οποία μέχρι τότε βίωνε συνθήκες φτώχειας και υπανάπτυξης. Ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι υπηρετεί με συνέπεια και αρκετή δόση υπολογισμού τα μεγαλόπνοα σχέδιά του.
Αν την πρώτη περίοδο χρησιμοποίησε την Ευρώπη για να εδραιωθεί το imperium του ΑΚΡ στην Τουρκία, στη δεύτερη περίοδο (μέχρι το 2014, οπότε μετακόμισε από την πρωθυπουργία στην Προεδρία της χώρας) έκανε τα πάντα για να επικρατήσει ο ίδιος και στον δημόσιο βίο και στο κόμμα του. Είναι η περίοδος της εξωστρέφειας του τουρκικού ιμπεριαλισμού με το δόγμα για το «στρατηγικό βάθος της Τουρκίας» που περιέγραψε αναλυτικά στο βιβλίο του ο τότε εξ απορρήτων του Ερντογάν και μετέπειτα πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου. Η μεγάλη Τουρκία, η «Γαλάζια Πατρίδα», που κατά τον Ερντογάν δεν μπορεί να την εμποδίσει κανείς να πετύχει τους στόχους της και οι οποίοι συμπυκνώνονται σε τρεις σταθμούς.
Το 2023, δηλαδή εκατό χρόνια από την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας. Το 2053, εξακόσια χρόνια από την Αλωση της Κωνσταντινούπολης. Και το 2071, χίλια χρόνια από τη μάχη του Ματζικέρτ, που έφερε τους Σελτζούκους Τούρκους από τα βάθη της Ανατολής στη Μικρά Ασία. Στις ημερομηνίες αυτές η Τουρκία, σύμφωνα με τον μεγαλοϊδεατισμό του Ερντογάν, θα πρέπει να έχει γίνει σταδιακά μια μεγάλη οικονομική, ενεργειακή και στρατιωτική δύναμη ανεξάρτητη από τη Δύση.
Το πλάνο του είναι η Τουρκία από τους G20 να μπει στις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο έχει ανοίξει περίπου 40 πρεσβείες στην Αφρική, σχεδόν όσες και η Γερμανία. Επειδή όλοι οι αναλυτές θεωρούν ότι η επόμενη παγκόσμια πηγή ανάπτυξης, μετά τις «Τίγρεις της Ασίας», θα είναι η Μαύρη Ηπειρος, ο «σουλτάνος» κλείνει από τώρα θέση εκεί, και μάλιστα με τις περισσότερες χώρες υπάρχει καθεστώς ελεύθερης (χωρίς βίζα) διακίνησης, ενώ η κρατική αεροπορική εταιρεία της χώρας, η Turkish Airlines, έχει τις περισσότερες -και ιδιαίτερα χαμηλού κόστους- πτήσεις στις πρωτεύουσες των αφρικανικών κρατών από κάθε άλλη αεροπορική.
Να ξεπεράσει τον Κεμάλ
Τούτων δοθέντων, όλοι καταλαβαίνουν ότι ο Ερντογάν δεν είναι τυχαίος άνθρωπος. Και οπωσδήποτε είναι ένας πολιτικός που ξεπέρασε σε φήμη και ισχύ όλους τους προκατόχους του στην ηγεσία της Τουρκίας. Πλέον αναμετράται μόνο με τον «μπαμπά» του τουρκικού έθνους. τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Πριν από μερικά χρόνια κάτι τέτοιο θα εθεωρείτο βλασφημία και αμάρτημα. Τώρα οι οπαδοί του Ερντογάν θεωρούν ότι ο ηγέτης του ΑΚΡ, του πανίσχυρου μουσουλμανικού κόμματος της γείτονος, είναι τουλάχιστον ισάξιος με τον θεμελιωτή της σύγχρονης Τουρκίας, του σύγχρονου κοσμικού κράτους που διαδέχθηκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Και δεν είναι μόνο οι οπαδοί, αλλά και ο ίδιος ο Ερντογάν. Ο Τούρκος πρόεδρος έχει θέσει ως στοίχημα ζωής να ξεπεράσει τον Ατατούρκ και να γίνει αυτός το σημείο αναφοράς των Τούρκων σήμερα και στο μέλλον. Αν δεν κατανοήσει κάποιος την ψυχοσύνθεση του Τούρκου προέδρου, δεν θα μπορέσει, λένε διπλωμάτες και αναλυτές, να απαντήσει ικανοποιητικά και στο ερώτημα που ακούγεται ολοένα και πιο συχνά: «Πού το πάει ο Ερντογάν;»
Ενας από τους κορυφαίους Ελληνες διπλωμάτες, που διετέλεσε και υπουργός, αλλά και για πολλά χρόνια είχε την ευθύνη των διαπραγματεύσεων με την Αγκυρα, θεωρεί ότι τα παιδικά χρόνια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Τούρκου προέδρου. Κατάγεται από μια περιοχή, τη Ριζούντα, που βρίσκεται στον Πόντο, κοντά στα σύνορα με τη Γεωργία, η οποία ως γνωστόν -όταν γεννήθηκε ο Ερντογάν- ήταν μία από τις Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ενωσης.
Η μητέρα του ήταν γεωργιανής καταγωγής και ο παππούς του πολέμησε ενάντια στους Ρώσους. Εντεκα χρονών ο πατέρας του τον έστειλε σε θρησκευτικό σχολείο, ενώ στα χρόνια των σπουδών του (Οικονομία και Διοίκηση σε πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης) υπήρξε μέλος της αντικομμουνιστικής Εθνικής Τουρκικής Φοιτητικής Ενωσης και πολιτικά υποστήριζε το μουσουλμανικό κόμμα του Νετσμετίν Ερμπακάν, το οποίο είναι και η μήτρα από την οποία ξεπήδησε, το 2001, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν.
Η έκρηξη του νεοθωμανισμού
Μέχρι το 2002, όπου το ΑΚΡ κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές, οι μουσουλμάνοι ήταν ουσιαστικά στο περιθώριο της Τουρκίας, αφού ο Κεμάλ και ο λαϊκός χαρακτήρας του κράτους ήταν οι δύο σταθερές που δεν μπορούσαν (επί ποινή φυλακίσεως και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και εκτελέσεως) να αμφισβητηθούν. Σε δύο δεκαετίες ο Ερντογάν κατάφερε όχι μόνο να γκρεμίσει τους δύο πυλώνες του σύγχρονου τουρκικού κράτους, αλλά και να τους αντικαταστήσει: με τον εαυτό του στη θέση του Ατατούρκ και τους μουσουλμάνους στη θέση των κεμαλιστών. Ανέλαβε μια Τουρκία που ήταν υπό την εποπτεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και την έκανε μέλος του G20. Μια χώρα μεγάλη, αλλά όχι ισχυρή, που κατάφερε να την αναδείξει σε περιφερειακή υπερδύναμη και ο ίδιος να αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικούς παίκτες της διεθνούς σκακιέρας.
Το παιδί που στα 12 χρόνια του πουλούσε πράγματα στον δρόμο για να ζήσει, θεωρείται αυτή τη στιγμή ένας από τους πλουσιότερους πολιτικούς στον κόσμο, καθώς η οικογένειά του ελέγχει σημαντικά τμήματα της τουρκικής οικονομίας είτε μέσω επιχειρήσεων δικών της συμφερόντων, είτε με τις κυβερνητικές πολιτικές και τις αποφάσεις που λαμβάνουν ο ίδιος και ο γαμπρός του, τον οποίο, σε μια επίδειξη ακραίου νεποτισμού, έχει διορίσει στη θέση του υπουργού Οικονομικών. Αναμφισβήτητα, η πορεία του Ερντογάν είναι θαυμαστή και αποτελεί ένα σπουδαίο επίτευγμα. Ομως, όπως λένε οι ειδήμονες, επειδή «άπλωσε πολύ τραχανά», κινδυνεύει το κατόρθωμά του να τον καταπιεί. Ας δούμε γιατί, προσπαθώντας ταυτόχρονα να δώσουμε και απαντήσεις στο ερώτημα «πού το πάει;». Ο νεο-οθωμανισμός, που αποτελεί την ιδεολογία του, φτάνει στα όριά του αφού ενοχλεί πλέον πολλούς, και μάλιστα έντονα.
Ο Ερντογάν υποστηρίζει ότι η Τουρκία με τις συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης συρρικνώθηκε. Ο Κεμάλ, ισχυρίζεται, για να ιδρύσει τη σύγχρονη Τουρκία ακρωτηρίασε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο ίδιος, με το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», εμφανίζεται ως ο ηγέτης που θα κάνει μεγάλη την Τουρκία. Αμφισβητεί κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, απειλεί την Ευρώπη με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, εισβάλλει στη Συρία, εγκαθιστά στρατιωτικές βάσεις στη Σομαλία, στο Κατάρ και τελευταία στη Λιβύη, εξαπολύει πογκρόμ κατά των Κούρδων, προσπαθεί να ελέγξει αυτός και όχι ο Πούτιν τις τουρκόφωνες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Κιργιστάν, Τουρκμενιστάν, Αζερμπαϊτζάν είναι περιοχές επίδικες ανάμεσα σε Μόσχα και Αγκυρα.
Ιντλίμπ, το «Βιετνάμ» του Ερντογάν
Ο αναθεωρητισμός του Ερντογάν μπορεί να του χρησίμευσε μέχρι τώρα για να γίνει ισχυρή χώρα η Τουρκία και ο ίδιος υπολογίσιμος παράγοντας στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, όμως ο μεγαλοϊδεατισμός του κινδυνεύει πλέον σοβαρά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διπλωματών, αναλυτών και διεθνών ινστιτούτων, να του γυρίσει μπούμερανγκ. Ηδη η οικονομία τρίζει, η τουρκική λίρα έχει απολέσει περίπου το μισό της αξίας της, ενώ πολλαπλασιάζονται οι φωνές αμφισβήτησης στο εσωτερικό, ειδικά μετά τα δεκάδες φέρετρα με τους νεκρούς Τούρκους στρατιώτες από τις επιχειρήσεις στη Συρία. Αν η εκεχειρία που συμφώνησε με τον Πούτιν προχθές στη Μόσχα δεν διαρκέσει, όπως πιθανολογούν οι περισσότεροι, τότε το Ιντλίμπ κινδυνεύει να γίνει το «Βιετνάμ του Ερντογάν». Ο ίδιος δεν θέλει να δημιουργηθεί στο Ιντλίμπ ένα δεύτερο κουρδικό κράτος. Φοβάται ότι θα ενωθεί με το κουρδικό κράτος που υπάρχει στο βόρειο Ιράκ και μελλοντικά θα ενσωματώσουν και εκείνες τις περιοχές της νότιας Τουρκίας, στις οποίες οι Κούρδοι είναι πλειοψηφία.
Η Αγκυρα θέλει να δημιουργηθεί μια ζώνη 31 χιλιομέτρων, και όχι 6 όπως ήταν η αρχική συμφωνία με τον Πούτιν, προκειμένου να μεταφέρει εκεί τους αντικαθεστωτικούς Σύρους που βρίσκονται στην Τουρκία και τα εκατομμύρια των μουσουλμάνων προσφύγων. Δημιουργώντας ένα ουσιαστικά μικρό κράτος, ελεγχόμενο από την ίδια, με πόλεις και υποδομές που θα χτιστούν από εταιρείες είτε τουρκικών συμφερόντων είτε σε συνεργασία με άλλους διεθνείς κατασκευαστικούς κολοσσούς (π.χ. του Αμερικανού προέδρου Τραμπ ή γερμανικές εταιρείες). Με το σχέδιο διαφωνούν τόσο ο Βλαντιμίρ Πούτιν όσο και ο Μπασάρ αλ Ασαντ. Και δεν πρόκειται να το επιτρέψουν να συμβεί. Πούτιν και Ερντογάν μπορεί να εμφανίζονται σήμερα ως φίλοι και σύμμαχοι, όμως και οι δύο γνωρίζουν ότι τα κοινά συμφέροντά τους είναι πρόσκαιρα.
Πέραν των ιστορικών αντιθέσεων ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία, τα συμφέροντα της Μόσχας είναι με τον Ασαντ στη Συρία και με τον Χαφτάρ στη Λιβύη. Αντίθετα, η Αγκυρα στηρίζει τους αντιπάλους του Ασαντ και την κυβέρνηση του Σάρατζ στη Λιβύη. Στις τουρκόφωνες περιοχές που προαναφέραμε ο ανταγωνισμός Ρώσων και Τούρκων για την επιρροή είναι σκληρός επειδή είναι μεγάλα τα ενεργειακά και γεωστρατηγικά συμφέροντα που παίζονται στην περιοχή. Οι μεν στο όνομα του κοινού (σοσιαλιστικού) παρελθόντος, οι δε στο όνομα της γλώσσας και της θρησκείας.
Η μοναξιά του Σουλτάνου
Ομως δεν είναι μόνο ο ανταγωνισμός με τον Πούτιν και η έχθρα με τον Ασαντ ο μόνος πονοκέφαλος του Ερντογάν που μπορεί να τον οδηγήσει να «έχει κακό τέλος», όπως προβλέπουν αρκετοί αναλυτές. Παρότι ο ίδιος είναι σουνίτης, οι Αιγύπτιοι και οι Σαουδάραβες τον μισούν. Οι πρώτοι γιατί μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Σίσι έχει αναλάβει την επιμελητεία των εκδιωχθέντων από το Κάιρο Αδελφών Μουσουλμάνων. Και οι δεύτεροι επειδή είναι σύμμαχος με το Κατάρ – μάλιστα έχει και στρατιωτική βάση εκεί. Οχι μόνο η Σαουδική Αραβία, αλλά και τα Εμιράτα εχθρεύονται τον Ερντογάν. Και φυσικά το Ισραήλ, ο πρωθυπουργός του οποίου, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, έχει ανταλλάξει βαριές κουβέντες μαζί του. Επίσης και ο Λίβανος και η Ιορδανία κρατούν αποστάσεις από τον σουλτάνο Ερντογάν – μάλιστα θα είναι οι επόμενες δύο χώρες με τις οποίες η Ελλάδα και η Κύπρος θα συγκροτήσουν μια νέα συμμαχία στην περιοχή, στα πρότυπα αυτών που έχουν συναφθεί με Αίγυπτο και Ισραήλ.
Αναμφίβολα, ο νεο-οθωμανισμός του Ερντογάν τον βοήθησε να γίνει ο μεγάλος παίκτης που ονειρεύονταν στη διεθνή σκακιέρα. Ομως ενδέχεται να αποβεί η αχίλλειος πτέρνα του στο εσωτερικό εάν δεν καταφέρει να ανορθώσει την οικονομία. Η αντιπολίτευση, οι κεμαλιστές και οι Κούρδοι, περιμένουν υπομονετικά στη γωνία. Και μαζί τους ο Αχμέτ Νταβούτογλου και κυρίως ο Αμπντουλάχ Γκιουλ, ο συνιδρυτής του ΑΚΡ και πρώην πρωθυπουργός (2002-2003) και πρόεδρος της Τουρκίας (2007-2014), αλλά και οι γκιουλενιστές, τους οποίους ο Ερντογάν αφού τους χρησιμοποίησε για να εδραιωθεί στην εξουσία, στη συνέχεια τους κυνήγησε άγρια καθώς θεώρησε ότι ήταν οι υποκινητές του αποτυχημένου πραξικοπήματος σε βάρος του το 2016. Και σίγουρα, εάν δεν καταφέρει να νικήσει στη Συρία, θα βρει απέναντί του τους «Γκρίζους Λύκους».
Συμμάχησε μαζί τους εγκαταλείποντας τη συμμαχία που είχε με το Κουρδικό Κόμμα για να μπορέσει να επιτεθεί στους Κούρδους της Συρίας. Εάν αποτύχει, θα είναι οι πρώτοι που θα στραφούν εναντίον του. Εξάλλου, δεν πρόκειται να τον σώσει ούτε ο Τραμπ εάν δεν καταφέρει «να καθαρίσει αυτός αντί για τους άχρηστους Ευρωπαίους στη Συρία και τη Λιβύη, που ενώ ξεκινούν πολεμικές επιχειρήσεις ξεχνούν να τις ολοκληρώσουν». Ούτε βέβαια η Ανγκελα Μέρκελ, όση πρόσθετη οικονομική βοήθεια και να του εξασφαλίσει, εάν συνεχίσει να απειλεί πως θα πνίξει την Ευρώπη με πρόσφυγες και μετανάστες. Ακόμα, δεν είναι μόνο οι Ελληνες, αλλά και ο Εμανουέλ Μακρόν, ο Σεμπάστιαν Κουρτς και οι επικεφαλής όλων των ευρωπαϊκών θεσμών που βρέθηκαν στον Εβρο για να στείλουν το μήνυμα ότι οι Καστανιές, η Αλεξανδρούπολη, οι Κήποι είναι όχι μόνο ελληνικά, αλλά και ευρωπαϊκά σύνορα…