Η απροθυμία των στελεχών να κατέβουν στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές και οι λόγοι που ο Αλέξης Τσίπρας θέλει τριπλές κάλπες τον Μάιο.
Ηταν Παρασκευή βράδυ 7 Ιουλίου όταν ο τότε υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης δέχτηκε τηλεφώνημα από τον πρωθυπουργό. «Πάνο, αύριο το πρωί έλα στο Μαξίμου, θέλω να συζητήσουμε το νομοσχέδιο για τις δημοτικές εκλογές. Πρέπει ο χρόνος διεξαγωγής να μην αλλάξει, να μείνει ως έχει». «Αλέξη, το νομοσχέδιο είναι ήδη στην επιτροπή και όλη μας η επιχειρηματολογία, όπως είχαμε συμφωνήσει, είναι γιατί οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές πρέπει να μετατεθούν για τον Οκτώβριο και να μη γίνουν μαζί με τις ευρωεκλογές. Θα ξεφτιλιστούμε αν το αλλάξουμε». «Ελα αύριο στο γραφείο και θα τα πούμε αναλυτικά». Το πρωί του Σαββάτου ο Πάνος Σκουρλέτης μπήκε από την πλαϊνή πόρτα στο Μαξίμου. Οταν βγήκε, η απόφαση είχε αλλάξει. Οι εκλογές δεν θα μετατίθεντο για τις 13 και 20 Οκτωβρίου 2019, αλλά θα γίνονταν κανονικά, όπως προέβλεπε ο «Κλεισθένης 1», στις 19 και 26 Μαΐου.
Ο βασικός λόγος που άλλαξε η απόφαση ήταν, λένε, η εκτίμηση που κυριάρχησε στο πρωθυπουργικό επιτελείο ότι αν οδηγηθούμε σε εθνικές εκλογές τον Μάιο και η Ν.Δ. κερδίσει, τότε με δεδομένο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δεσμευτεί ότι θα καταργήσει την απλή αναλογική, οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές θα διεξαχθούν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής του «Καλλικράτη». Κάτι που βεβαίως δεν εξυπηρετεί καθόλου τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έχει μόλις 20 στους 325 δημάρχους και 2 στους 13 περιφερειάρχες.
Ο δεύτερος, ουσιαστικός επίσης, λόγος ήταν ότι η τριπλή κάλπη ενδεχομένως ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή οι αντίπαλοί του και κυρίως οι της Ν.Δ. και του ΚΙΝ.ΑΛ. είθισται στις αυτοδιοικητικές εκλογές να κατέρχονται με διασπασμένες δυνάμεις. Οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι τοπικές αντιθέσεις, οι εχθροπραξίες μεταξύ βουλευτών, πολιτευτών και κομματαρχών είναι φαινόμενο που δεν ευδοκιμεί -τουλάχιστον μέχρι τώρα- στον χώρο της Αριστεράς και κατά συνέπεια τα μέλη και οι οπαδοί του
ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να επικεντρωθούν στον κεντρικό πολιτικό στόχο, που είναι οι εθνικές κάλπες, αφήνοντας τη Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛ. να ερίζουν για συμβούλους, δημάρχους και περιφερειάρχες. Και επειδή στις τοπικές εκλογές οι υποψήφιοι προσπαθούν να εμφανίζονται όσο το δυνατόν ακομμάτιστοι, η Κουμουνδούρου θεωρεί πως η ίδια ευνοείται. Οι κατά τόπους υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ θα πολιτεύονται με αμιγώς πολιτικά κριτήρια, ενώ οι της Ν.Δ. και του ΚΙΝ.ΑΛ. θα είναι διασπασμένοι ακόμη και όμηροι ισορροπιών, επιδιώξεων και συμφερόντων των τοπικών παραγόντων.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι εάν έχανε -όπερ και το πιθανότερο- τις εθνικές εκλογές του Μαΐου, στους δήμους και τις περιφέρειες δεν θα έβγαζε τίποτε. Οι υποψήφιοί του χωρίς και τη στήριξη του κράτους θα είχαν περιορισμένη τύχη σε αντίθεση με τους αντιπάλους τους, που έχοντας σύμμαχο και το γκουβέρνο θα βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση. Τώρα ευελπιστεί ότι μπορεί να διατηρήσει τις έστω μικρές δυνάμεις που διαθέτει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και ενδεχομένως, με τα κοινωνικά και θεσμικά ερείσματα που εν τω μεταξύ έχει αποκτήσει τα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, γιατί όχι και να τις αυξήσει.
Σε κάθε περίπτωση, ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του θέλουν, όπως στη δημόσια διοίκηση, τη Δικαιοσύνη και τους ένστολους να ενισχύσουν τους κομματικούς τους θυλάκους και στις τοπικές κοινωνίες. Και μέσω του συστήματος της απλής αναλογικής με το οποίο θα διεξαχθούν τώρα οι αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν σοβαρές ελπίδες να το πετύχουν. Ο λόγος είναι προφανής: θέλουν να έχουν αυξημένες δυνάμεις σε θεσμούς που επηρεάζουν τη διακυβέρνηση ώστε ως αξιωματική αντιπολίτευση να μπορούν, σε περίπτωση διώξεων εις βάρος τους, να εγείρουν αντιστάσεις και το, κυριότερο, να τις αξιοποιούν προκειμένου να επανέλθουν στην κυβέρνηση εάν η επόμενη (εκτός δραματικού απροόπτου του Μητσοτάκη) δεν μακροημερεύσει. Η μάχη για την Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι, για τον ΣΥΡΙΖΑ, και μια μάχη για την επόμενη μέρα.
Η διεξαγωγή των αυτοδιοικητικών εκλογών μαζί με τις εθνικές -και τις ευρωεκλογές- έχει όμως και παρενέργειες. Και η πιο χτυπητή είναι η απροθυμία υψηλόβαθμων κυβερνητικών παραγόντων και προβεβλημένων βουλευτών να είναι υποψήφιοι για τις… υποδεέστερες θέσεις των δημοτικών και περιφερειακών αρχόντων. Ολα τα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θέλουν να παραμείνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή, δηλαδή στη Βουλή, ή έστω να μετακομίσουν στις Βρυξέλλες, όπου όμως οι θέσεις είναι λίγες – πιθανώς να μην είναι περισσότερες από τέσσερις, όταν στις προηγούμενες ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εκλέξει έξι.
Επειδή λοιπόν οι εκλογές θα γίνουν τον Μάιο, γι’ αυτό υπάρχει και η απροθυμία βουλευτών και στελεχών -όπως για παράδειγμα η Εφη Αχτσιόγλου, το όνομα της οποίας είχε ακουστεί για τον Δήμο Αθηναίων- να εκτεθούν στις τοπικές εκλογές. Εάν οι εκλογές ήταν να γίνουν τον Οκτώβριο του 2019 ενδεχομένως θα ήταν αρκετοί αυτοί που θα ήθελαν να είναι υποψήφιοι. Ακόμη κι αν δεν εκλέγονταν, θα έμεναν για 3-4 μήνες εκτός Κοινοβουλίου, αλλά ως υποψήφιοι δήμαρχοι ή περιφερειάρχες θα συγκροτούσαν έναν ισχυρό μηχανισμό για να επανεκλεγούν βουλευτές.
Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σπεύδει να κλείσει εγκαίρως τα τοπικά ψηφοδέλτια, εκτός των άλλων -λένε ορισμένοι συνομιλητές του πρωθυπουργού- καταδεικνύει και το ότι ο Τσίπρας δεν σκοπεύει να στήσει εθνικές κάλπες πριν από τον Μάιο. Αν ήταν να κάνει εκλογές στο επόμενο δίμηνο θα περίμενε το αποτέλεσμα και κάποιοι αποτυχόντες βουλευτές θα μπορούσαν να είναι υποψήφιοι για δήμαρχοι ή περιφερειάρχες. Θα είχαν δηλαδή μια δεύτερη ευκαιρία να παραμείνουν στο προσκήνιο έστω και από διαφορετική θέση. Το επιχείρημα δεν είναι ιδιαιτέρως ισχυρό, αλλά οπωσδήποτε προστίθεται στους λόγους για τους οποίους οι στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού αποκλείουν, κατηγορηματικά, εκλογές στους επόμενους πέντε μήνες.
Πάντως, η απροθυμία προβεβλημένων βουλευτών και παραγόντων του ΣΥΡΙΖΑ να εκτεθούν στις τοπικές κοινωνίες συνδέεται σίγουρα και με τη διαδεδομένη άποψη, όπως την καταγράφουν και οι δημοσκοπήσεις, της ευρείας κυβερνητικής φθοράς. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος της δυσκολίας να βρεθούν «λαμπερά» πρόσωπα, τα οποία θα ηγηθούν ή θα στελεχώσουν τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές. «Ενα σημάδι της επερχόμενης ήττας του ΣΥΡΙΖΑ είναι κι αυτό», υποστηρίζει κορυφαίος παράγοντας της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Βεβαίως, η αλήθεια είναι, όπως παραδέχονται και στελέχη της Κουμουνδούρου, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν είχε λαμπερά πρόσωπα και υπολογίσιμες δυνάμεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ακόμη και όταν κέρδισε την Περιφέρεια Αττικής με τη Ρένα Δούρου και ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης έχασε τον Δήμο Αθηναίων στο νήμα από τον Γιώργο Καμίνη, ακόμη και τότε τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις τοπικές εκλογές υπολείπονταν κατά πολύ του ποσοστού που είχε λάβει όχι μόνο τον Ιανουάριο του 2015 όταν κέρδισε τις εκλογές, αλλά και του 26,7% που είχε καταγράψει τον Ιούνιο του 2012.
Για παράδειγμα, η Δούρου στον πρώτο γύρο πήρε 23,80%, ο Γαβριήλ 20%, ενώ στη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά τα ποσοστά των εκλεκτών του Τριαντάφυλλου Μηταφίδη και του Θοδωρή Δρίτσα ήταν 11% και 17% αντίστοιχα. Ποσοστά που ούτε πιστοποιούσαν την αυξημένη αποδοχή του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία, όπως είχαν δείξει οι εκλογές που τον κατέστησαν αξιωματική αντιπολίτευση, ούτε έδιναν την εντύπωση της δυναμικής για την επερχόμενη, μετά από μερικούς μήνες, εκλογική νίκη.
Ενα ακόμη εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι και το γεγονός ότι τόσο το ΚΙΝ.ΑΛ. και το Ποτάμι όσο και ο χώρος του ΚΚΕ και της ελάσσονος εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δεν θέλουν να έχουν παρτίδες μαζί του. Προσπαθούν να τον αποφύγουν παντί τρόπω. Οχι μόνο επειδή θέλουν να καταστήσουν διακριτές τις πολιτικές διαφορές από αυτόν, αλλά και για να αποφύγουν να μεταφερθεί η κυβερνητική φθορά στους υποψήφιους τους. Αναμφίβολα, αυτή η στάση της Κεντροαριστεράς (ΚΙΝ.ΑΛ. και Ποτάμι) και της Αριστεράς (ΚΚΕ και λοιπών) καθιστά δύσκολη έως και ανέφικτη την πολιτική συμμαχιών της Κουμουνδούρου.
Προσώρας, και περισσότερο εξ ανάγκης, περιορίζεται στη στήριξη των περιφερειαρχών του ΠΑΣΟΚ (Σταύρος Αρναουτάκης στην Κρήτη και Απόστολος Κατσιφάρας στη Δυτική Ελλάδα) ή υποψηφίων του ΚΙΝ.ΑΛ. όπως ο γιατρός Νίκος Τσιλιμίγκας στη Θεσσαλία. Στην Αττική και τα Ιόνια νησιά θα στηρίξει τους δικούς του περιφερειάρχες (Ρένα Δούρου και Θεόδωρο Γαλιατσάτο) ελπίζοντας σε μια καλή εμφάνιση και ενδεχομένως την παρουσία τους με αυξημένες ελπίδες στον δεύτερο γύρο. Το ίδιο ισχύει και για τον Θεόδωρο Καρυπίδη (Δυτική Μακεδονία), τον Κώστα Κατσιμίγα (Ανατ. Μακεδονία – Θράκη), τον Γιώργο Δέδε (Πελοπόννησος), τον Δημήτρη Αναγνωστάκη (Στερεά Ελλάδα – Εύβοια), τον Γιώργο Ζάψα (Ηπειρος). Στο Βόρειο Αιγαίο, λόγω και του Μεταναστευτικού – Προσφυγικού, ο/η υποψήφιος, όποιος/α κι αν είναι, δεν έχει, όπως παραδέχονται και στην Κουμουνδούρου, πολλές ελπίδες αφού ενδέχεται να μη βρίσκεται ούτε μεταξύ των τριών πρώτων σε ποσοστά συνδυασμών.
Στα Δωδεκάνησα το Μαξίμου «ψήνει» τον υφυπουργό Ναυτιλίας Νεκτάριο Σαντορινιό, ο οποίος όμως θα προτιμούσε, και αυτός, να παραμείνει στην κεντρική πολιτική σκηνή και να μη θυσιαστεί ως Ιφιγένεια. Στην Κεντρική Μακεδονία, που είναι η μεγαλύτερη, μετά την Αττική, περιφέρεια, και βαρόμετρο για το ποσοστό των κομμάτων στις εκλογές η δυστοκία είναι μεγάλη, καθώς ούτε ο τέως υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Αμανατίδης ούτε ο διάδοχός του στο ΥΠΕΞ Μάρκος Μπόλαρης θέλουν να πιουν το πικρό ποτήρι της αποτυχίας και επειδή φυσικά επιθυμούν να διεκδικήσουν την επανεκλογή τους στη Βουλή. Η προσπάθεια που έγινε προ ημερών από τους υπουργούς Μπόλαρη και Χριστόφορο Βερναρδάκη να υπάρξει συνεννόηση -κατ’ άλλους κάποιο είδος συνδιαλλαγής- με παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ (Γιάννη Μαγκριώτη, Μπάμπη Μπαρμπουνάκη κ.ά.) για κοινούς υποψηφίους σε Κεντρική Μακεδονία και Θεσσαλονίκη κατέληξε σε αποτυχία, αφού το μεν ΚΙΝ.ΑΛ. έχει δώσει το χρίσμα για την Περιφέρεια στον γραμματέα της Ν.Ε. του ΠΑΣΟΚ Χρήστο Παπαστεργίου, ο δε ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη επιλέξει την υφυπουργό Μακεδονίας – Θράκης Κατερίνα Νοτοπούλου για υποψήφια διάδοχο του Γιάννη Μπουτάρη.
Εκτός από τη Νοτοπούλου στη Θεσσαλονίκη, έχει επιλεγεί και ο Νίκος Μπελαβίλας, αναπληρωτής καθηγητής του ΕΜΠ, για τον Πειραιά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα πάντως φαίνεται ότι είναι η Αθήνα. Η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα ότι υποψήφιος δήμαρχος στην πρωτεύουσα θα είναι ένα πρόσωπο-έκπληξη, το οποίο μάλιστα είναι εθισμένο στις νίκες μάλλον δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού μέχρι και χθες ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του βολιδοσκοπούσαν πιθανούς ενδιαφερόμενους για τον πρώτο δήμο της χώρας, χωρίς όμως να υπάρχει ανταπόκριση από κάποια ξεχωριστή προσωπικότητα που θα μπορούσε να αντιπαλέψει -και μάλιστα με πιθανότητες επικράτησης- τους Κώστα Μπακογιάννη και Παύλο Γερουλάνο. Παρά τη στενή συνεργασία των Τσίπρα – Σκουρλέτη και την ενδελεχή αναζήτηση -και από άλλους συνεργάτες του πρωθυπουργού- υποψηφίου με προφίλ που να ταιριάζει στο αξίωμα, αλλά και να ανταποκρίνεται στην πολιτική των προοδευτικών συμμαχιών που προωθεί το Μαξίμου, η προσπάθεια -τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γράφονται τούτες οι γραμμές- δεν έχει στεφθεί με επιτυχία.
Υπουργοί, βουλευτές, μέλη της Πολιτικής Γραμματείας έχουν καταθέσει προτάσεις, οι οποίες όμως, όπως παραδέχονται στελέχη του πρωθυπουργικού επιτελείου, «δεν είναι αυτές με τις οποίες μπορούν η κυβέρνηση και το κόμμα να κάνουν τη διαφορά». Οι περιπτώσεις, όπως αυτή του υφυπουργού Εργασίας Νάσου Ηλιόπουλου ή του πρώην γενικού γραμματέα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Κωστή Παπαϊωάννου μπορεί να είναι καλές, όμως δύσκολα θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον πολιτών έξω από κομματικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ. Αν επιλεγεί κάποιος εξ αυτών θα είναι, όπως μας λένε αυτοδιοικητικοί παράγοντες της Κουμουνδούρου, «λύση ανάγκης, επειδή δεν βρέθηκε κάτι καλύτερο». Πάντως, τον/την υποψήφιο/α για τον Δήμο Αθηναίων θα τον επιλέξει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. Η πιθανότητα το όνομα να ανακοινωθεί σήμερα στην Κεντρική Επιτροπή είναι, όπως μας λέει πρόσωπο που γνωρίζει και μετέχει στις διεργασίες ανεύρεσης κατάλληλων υποψηφίων για την αυτοδιοίκηση, «πενήντα -πενήντα».
Πάντως, ο χρόνος πιέζει και ίσως η ανακοίνωση δεν μπορεί να περιμένει, όταν μάλιστα το επόμενο δεκαήμερο ο πρωθυπουργός θα βρίσκεται εκτός Ελλάδος για συσκέψεις και συνομιλίες σε Βρυξέλλες, Μαρόκο και Μόσχα. Τέλος, απόφαση της Κουμουνδούρου είναι να στηρίξει όλους τους νυν δημάρχους και ειδικότερα τους Γιάννη Σταθόπουλο (Αγία Παρασκευή), Δημήτρη Μπίρμπα (Αιγάλεω), Ακη Κατωπόδη (Βύρωνας), Χρήστο Βρεττάκο (Κερατσίνι-Δραπετσώνα), Ηρακλή Γκότση (Νέα Ιωνία), Γιώργο Ιωακειμίδη (Νίκαια), Γιώργο Λαγουδάκη (Πέραμα), Σίμο Ρούσσο (Χαλάνδρι) και την Τίνα Καφατσάκη (Ζωγράφου).