Αδύναμες και χωρίς πνοή οι αλλαγές – Εντονο παρασκήνιο με τους κορυφαίους υπουργούς, με ανοιχτά μέτωπα τα θέματα της αξιολόγησης, το Μακεδονικό και τη Novartis
-Εχεις δει το «Αλφαβίλ»;
-Του Γκοντάρ;
-Ναι. Θυμάσαι τη φοβερή φράση του Λέμι Κόσιον;
-Οχι, είπε πολλές, εσύ ποια εννοείς;
-Το «βιάσου λιγάκι άμα είναι ν’ αυτοκτονήσεις. Χρειαζόμαστε το δωμάτιο για έναν ξάδελφο απ’ τον Νότο».
-Δεν τη θυμάμαι, αλλά πώς συνδέεται με τον ανασχηματισμό;
-Για σκέψου. Δεν ταιριάζει γάντι στον Τσίπρα και με όσα του λένε για τις αλλαγές που έκανε στην κυβέρνηση;
-Α, κατάλαβα πού το πας. Είναι τόσο χάλια και για σας. Εντάξει για την αντιπολίτευση, αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ;
-Σ’ εμάς περισσότερο, μην κοιτάς που δεν τα λέμε δημοσίως.
Υποθέτω, όλοι καταλάβατε ότι η συζήτηση είναι με στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μου επιτρέπεται να σας πω το όνομά του, αφού αυτή είναι η συμφωνία μας, αλλά είναι σημαντικός παράγων, για δεκαετίες, της Ανανεωτικής Αριστεράς, βουλευτής σήμερα από τους πιο προβεβλημένους και αναγνωρίσιμους. Η αίσθηση που υπάρχει στο στρατόπεδο της συμπολίτευσης είναι ότι ο ανασχηματισμός, οι «περιορισμένες αλλαγές» όπως τον ονομάτισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, ήταν ένα είδος αυτοκτονίας για τον πρωθυπουργό, αφού ξεκίνησε με αφορμή τη βλακώδη απληστία (;) ενός ζεύγους υπουργών, και μάλιστα του πιο πλούσιου, της Ράνιας Αντωνοπούλου και του Δημήτρη Παπαδημητρίου, και κατέληξε με τις επιλογές να προκαλεί την ειρωνεία στα πολιτικά και δημοσιογραφικά γραφεία, στους ανά την επικράτεια καφενέδες και κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – στην περίπτωση του Φώτη Κουβέλη φτάνει ακόμη και τα όρια της ανθρωποφαγίας.
Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως όσων, ακόμη και υπερβολικών, έχουν ακουστεί, η αλήθεια είναι ότι το 2018 ενώ μπήκε καλά με το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης, δεν φαίνεται να εξελίσσεται ομαλά για τον πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του. «Μας καταράστηκαν οι παπάδες για το Μακεδονικό. Από τότε ξεκίνησε η γκαντεμιά», μας λέει μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου αστειευόμενο, το οποίο είναι έντονα προβληματισμένο για όλα όσα έχουν συμβεί τον τελευταίο μήνα με το Μακεδονικό, τη Novartis, τα επιδόματα ενοικίου, τον ανασχηματισμό, ενώ δεν κρύβει την ανησυχία του για όσα έρχονται με την τέταρτη αξιολόγηση και το τέλος της δανειακής σύμβασης τον Αύγουστο του ενεστώτος έτους.
Ας τα πάρουμε, όμως, με τη σειρά. Ο ανασχηματισμός απέτυχε, ουσιαστικά δεν έγινε, για τέσσερις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος ήθελε να αναλάβει και το υπουργείο Οικονομίας. Από πέρσι τον Οκτώβριο, όταν είχαν αρχίσει τα δημοσιεύματα περί κυβερνητικών αλλαγών και απομάκρυνσης του Δημήτρη Παπαδημητρίου από το υπουργείο του, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος διεκδικούσε να γίνει «τσάρος» της Οικονομίας, να προσθέσει δηλαδή στο Οικονομικών και το χαρτοφυλάκιο της Οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είχε διαμηνύσει, λένε οι πληροφορίες, στον πρωθυπουργό ότι ο ίδιος θα παραιτούνταν εάν αναλάμβανε το υπουργείο Οικονομίας κάποιο από τα πρόσωπα που ακούγονταν και ειδικά ο Νίκος Παππάς, με τον οποίο δεν φαίνεται να έχει αγαστές σχέσεις.
Βέβαια, η πλευρά του υπουργού ΨΗΠΤΕ υποστηρίζει ότι «όλα αυτά είναι βλακείες», ενώ την ίδια άποψη έχουν και ορισμένοι συνεργάτες του πρωθυπουργού, οι οποίοι γνωρίζουν και μετέχουν στα κυβερνητικά παρασκήνια: «Τη σύνθεση της κυβέρνησης την ορίζει ο πρωθυπουργός. Είναι αποκλειστική προνομία του. Αυτός διορίζει και παύει τους υπουργούς.
Κανείς άλλος. Και δεν δέχεται και εκβιασμούς από κανέναν». Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο ανασχηματισμός συμφωνήθηκε το μεσημέρι της Τετάρτης στο Μαξίμου, όταν επισκέφθηκαν τον πρωθυπουργό ο αντιπρόεδρος Γιάννης Δραγασάκης και ο Τσακαλώτος. Οι τρεις άνδρες συμφώνησαν να αναλάβει, έστω προσωρινά και μέχρι να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, το χαρτοφυλάκιο του Παπαδημητρίου ο Δραγασάκης.
Ο Κοτζιάς και ο Καμμένος
Ο δεύτερος λόγος είναι συναφής με τον πρώτο. Οπως δυσκολεύεται ο πρωθυπουργός να κάνει, λόγω του Ευκλείδη και της εν εξελίξει ευρισκόμενης διαπραγμάτευσης, αλλαγές στο οικονομικό επιτελείο, έτσι δυσκολεύεται ή, ακόμη χειρότερα, δεν μπορεί να κάνει αλλαγές στα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας. Ο Αλέξης Τσίπρας κατά κάποιον τρόπο είναι όμηρος του Νίκου Κοτζιά και του Πάνου Καμμένου. Οι δύο πολιτικοί, εκτός του ότι δεν είναι μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και προΐστανται δικών τους πολιτικών σχημάτων (του «Πράττω» ο πρώτος, των ΑΝ.ΕΛ. ο δεύτερος), αυτή τη στιγμή χειρίζονται τις δύο πιο καυτές πατάτες της κυβέρνησης: το Μακεδονικό και τις τουρκικές προκλήσεις σε Αιγαίο, Κύπρο και Θράκη.
Οποιαδήποτε μετακίνησή τους -πόσο μάλλον απομάκρυνση από το πόστο που κατέχουν- θα επέφερε αναστάτωση, χωρίς να αποκλείεται ακόμη και η αμφισβήτηση της συνοχής της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Οταν, λοιπόν, ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να κάνει αλλαγές στα τρία πιο σημαντικά υπουργεία και δεν μπορεί, ακόμη κι αν ήθελε, να αλλάξει τον υπουργό Ναυτιλίας Παναγιώτη Κουρουμπλή επειδή η αντιπολίτευση τον έχει «λοκάρει» και ζητά να συσταθεί προανακριτική επιτροπή γι’ αυτόν και τους διαδόχους του στο υπουργείο Υγείας, Ανδρέα Ξανθό και Παύλο Πολάκη, «θα ήταν πολιτικά άστοχο να κάνει ανασχηματισμό μόνο και μόνο, εκτός από τη Ράνια, τον Τζίμη και τον άρρωστο Μουζάλα, για να αλλάξει την Κονιόρδου», μας λέει κυβερνητικός παράγοντας.
Ο τρίτος λόγος συνδέεται με την προηγούμενη διαπίστωση. Ο πρωθυπουργός, αφ’ ης στιγμής -λόγω της αιφνίδιας επιβάρυνσης του πολιτικού κλίματος από το Μακεδονικό, τη Novartis, τα Ιμια- δεν έκανε ανασχηματισμό όπως είχε σχεδιάσει μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου, σχεδίαζε να κάνει αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα μετά το Πάσχα και υπό την προϋπόθεση ότι θα έβαιναν όλα ομαλώς με την τέταρτη αξιολόγηση. Η ιστορία με την Αντωνοπούλου και τον Παπαδημητρίου του χάλασε τον προγραμματισμό. Οι ενστάσεις του Τσακαλώτου τον βοήθησαν να επιλέξει τις περιορισμένες αλλαγές αντί για δομικό ανασχηματισμό. Ετσι έγιναν τα απολύτως απαραίτητα. Ο Δραγασάκης πήρε το χαρτοφυλάκιο του Παπαδημητρίου, ο Βίτσας του Μουζάλα, ο Κουβέλης του Βίτσα, δύο υπηρεσιακοί παράγοντες προήχθησαν (ο Κωνσταντίνος Στρατής στο Πολιτισμού για να κάνει τη δουλειά της Κονιόρδου και ο Νάσος Ηλιόπουλος στη θέση της Αντωνοπούλου) και μία βουλευτής, η εξ Ιωαννίνων παιδίατρος Μερόπη Τζούφη κατέλαβε τη χηρεύουσα θέση του Ζουράρι. Ο Τσίπρας, έχοντας ανοιχτά τα θέματα της αξιολόγησης, του Μακεδονικού και της Novartis, δεν θέλει προφανώς να κάψει τις -κρυφές- ελπίδες αρκετών -ιδιαίτερα από την επαρχία- βουλευτών της πλειοψηφίας για υπουργοποίησή τους. Κάτι που θα συνέβαινε εάν προχωρούσε τώρα σε εκτεταμένες αλλαγές.
Θέλει, λένε, να τους έχει ζεστούς για να αποφευχθούν από κάποιους θερμοκέφαλους τυχόν εκπλήξεις σε ψηφοφορίες που αφορούν δύσκολα θέματα, όπως είναι οι αποκρατικοποιήσεις. Κατά κάποιον τρόπο επέλεξε μια δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην αδυναμία του να προχωρήσει άμεσα σε σοβαρές αλλαγές στη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου και στις ισορροπίες στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οι οποίες ενδέχεται να διαταραχθούν σε περίπτωση που οι εξελίξεις σε αξιολόγηση, Μακεδονικό και Novartis, αλλά και στις σχέσεις με το επιχειρηματικό-μιντιακό κατεστημένο δεν είναι οι αναμενόμενες. Κι έτσι ερχόμαστε στον τέταρτο και σοβαρότερο λόγο, ο οποίος θα μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε και τα του ανασχηματισμού, αλλά πρωτίστως όσα συμβαίνουν ιδίως στο παρασκήνιο της κυβέρνησης.
Στην οποία, παρά τα όσα δημοσίως λέγονται, δεν είναι καθόλου σίγουροι ότι η τέταρτη αξιολόγηση θα κλείσει στην ώρα της. «Η τρίτη, που ήταν και η πιο εύκολη, ενώ θα έπρεπε είχε κλείσει από τις αρχές Ιανουαρίου, έκλεισε την Παρασκευή», μας λέει πρώην υπουργός ο οποίος είναι επιφυλακτικός και ως προς τα λεγόμενα του Τσακαλώτου, ότι δηλαδή η τέταρτη θα κλείσει τον Ιούνιο. «Μακάρι, αλλά δεν το βλέπω», μας λέει. Και η αλήθεια είναι ότι οι αποκρατικοποιήσεις στη ΔΕΗ, στην ΕΥΔΑΠ-ΕΥΑΘ, στα ΕΛ.ΠΕ., στο φυσικό αέριο και σε άλλες δημόσιες επιχειρήσεις έχουν σοβαρά προβλήματα.
Δεν είναι μόνο ιδεολογικοπολιτικό θέμα για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και αν μπορούν στο σύντομο διάστημα που απομένει να πουληθούν σε τιμές που δεν θα προκαλέσουν εντάσεις ή προβλήματα ακόμη και νομικής φύσεως. Μάλιστα κάποιοι στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ με βάση την προηγούμενη εμπειρία από τις αξιολογήσεις (η δεύτερη ήταν να κλείσει τον Μάιο και έκλεισε τον Νοέμβριο, ενώ η τρίτη έκλεισε την Παρασκευή) προβλέπουν ότι η τέταρτη το πιθανότερο είναι να κλείσει μετά τον Αύγουστο, οπότε και τελειώνει η δανειακή σύμβαση.
Γι’ αυτό και θεωρούν ότι η έξοδος είναι εξαιρετικά δύσκολο να είναι «καθαρή», όπως τη θέλει η κυβέρνηση, και δεν αποκλείουν να αναγκαστούν τελικά να πάνε στην πιστοληπτική γραμμή που προτείνουν ο Μάριο Ντράγκι και ο Γιάννης Στουρνάρας. Ενα ακόμη πρόβλημα είναι η διευθέτηση του χρέους. Αν δεν ολοκληρωθεί εγκαίρως η τέταρτη αξιολόγηση, η ΕΚΤ απαιτήσει πιστοληπτική γραμμή και το ΔΝΤ συνεχίσει να εμμένει στη θέση του για πρόσθετα μέτρα, είναι από δύσκολο έως απίθανο να υπάρξουν είτε οι διευκολύνσεις στο χρέος είτε να εφαρμοστούν, από το 2019, τα περίφημα αντίμετρα στα οποία ευελπιστεί η κυβέρνηση προκειμένου να προσποριστεί πολιτικά και εκλογικά οφέλη.
Κρίσιμος μήνας ο Μάιος
Το τι τελικά θα συμβεί, ειδικά με τις αξιώσεις του ΔΝΤ, το πιθανότερο είναι να το μάθουμε τον Μάιο. Τον Μάιο επίσης θα γνωρίζουμε αν θα τελεσφορήσει η τέταρτη αξιολόγηση. Τον ίδιο μήνα θα γίνει γνωστό από το ΣτΕ αν όλα έχουν καλώς με τις τηλεοπτικές άδειες ή αν θα υπάρξουν και νέα προβλήματα που θα φέρουν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση. Και βέβαια, το αργότερο μέχρι τον Μάιο θα ξέρουμε αν θα υπάρξει, παρότι είναι εξαιρετικά δύσκολο, συμφωνία για το Μακεδονικό. Μέχρι τότε θα ξέρουμε και τι θα γίνει με τη Novartis – εφόσον δοθεί, όπως λέγεται, παράταση ενός επιπλέον μήνα στην προανακριτική επιτροπή για να αποφανθεί επί των κατηγοριών, καθώς μεσολαβεί το Πάσχα.
Και επειδή αναφερθήκαμε στην Προανακριτική, να σημειώσουμε ότι στο κυβερνητικό στρατόπεδο επικρατεί γκρίνια για τους χειρισμούς που έγιναν. «Ενώ με το Μακεδονικό», λένε, «κερδίσαμε συμμάχους στην Κεντροαριστερά και σπρώξαμε τη Ν.Δ. στον χώρο της Ακροδεξιάς, με τη Novartis όχι μόνο τους χάσαμε, αλλά είναι και απίθανο στο προβλεπτό μέλλον να αποκαταστήσουμε σχέσεις». Μάλιστα στο επιχείρημα του Τσίπρα και των συνεργατών του ότι «και τον Γενάρη του 2015 ήμασταν μόνοι μας απέναντι σε όλους και κερδίσαμε», η απάντηση όσων έχουν τη γνώμη ότι η Novartis περιέπλεξε τα πράγματα, είναι πως «το 2015 ήμασταν αντιμνημονιακό κόμμα, ενώ το 2018 έχουμε ψηφίσει και εφαρμόσει κι εμείς μνημόνια. Τώρα, έχουμε κι εμείς, όπως η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, βαμμένα τα χέρια μας».
Αν οι εξελίξεις δεν είναι άσχημες για την κυβέρνηση και παρά τις μεγάλες δυσκολίες καταφέρει τον Ιούνιο να έχει επιλύσει ή έστω να έχει βρει μια καλή ισορροπία στα προαναφερόμενα προβλήματα, ο πρωθυπουργός θα μπορέσει να κάνει στην κυβέρνησή του εκείνο το λίφτινγκ που δεν μπόρεσε να κάνει τώρα και κυρίως αυτό που χρειάζεται ώστε να σπρώξει όσο το δυνατόν πιο πίσω τις κάλπες.
Είναι μια δύσκολη εξίσωση καθώς, εκτός των άλλων, είναι πλέον αρκετοί στον ΣΥΡΙΖΑ αυτοί που επισημαίνουν τις χτυπητές αδυναμίες συντονισμού του κυβερνητικού έργου και την έλλειψη ενός ισχυρού πολιτικού κέντρου δίπλα στον πρωθυπουργό, που εκτός από την κυβέρνηση θα μπορεί να οργανώνει κι εκείνες τις πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες, οι οποίες απαιτούνται προκειμένου αφενός η χώρα να βγει από την ασφυκτική μνημονιακή επιτροπεία και αφετέρου ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να πρωταγωνιστεί, ακόμη κι αν ηττηθεί στις επόμενες εκλογές, στο πολιτικό παιχνίδι…