Η κυβερνητική σταθερότητα, οι πολιτικές εξελίξεις και οι εκλογικοί συσχετισμοί σε σημαντικό βαθμό θα καθοριστούν από τον νέο εκλογικό νόμο. Η ψήφος των αποδήμων είναι μεν συστατικό στοιχείο της λαϊκής εντολής, όμως αυτό που θα καθορίσει την έκβαση της (επόμενης) μάχης για τη διακυβέρνηση ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ είναι το εκλογικό σύστημα.
Η απλή αναλογική θα ισχύσει άπαξ -στις εκλογές που, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα γίνουν τον Μάιο του 2023-, αφού ο Κυριάκος Μητσοτάκης τη θεωρεί καταστροφική και έχει δεσμευτεί ότι θα την αλλάξει. Θα μπορούσε να επιχειρήσει να το κάνει μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης, όμως δεν θα το πράξει. Οχι μόνο επειδή δεν διαθέτει τις 200 ψήφους που χρειάζονται για να ισχύσει άμεσα, αλλά και γιατί είναι αμφίβολο αν θα συγκεντρωθούν ακόμη και οι 180 που απαιτούνται για να γίνει, μέσω του Συντάγματος, η αλλαγή στον νόμο. Και φυσικά επειδή δεν θέλει να εμπλακεί σε έναν κυκεώνα νομικο-θεσμικών αμφισβητήσεων που θα οδηγήσουν σε όξυνση την πολιτική αντιπαράθεση. Ο πρωθυπουργός θέλει όσο το δυνατόν πιο ήρεμο πολιτικό κλίμα προκειμένου η κυβέρνησή του να επικεντρωθεί στα θέματα της οικονομίας που είναι και η προτεραιότητά του. Ο επιπρόσθετος λόγος είναι ότι θέλει η συζήτηση και η διαδικασία αλλαγής του εκλογικού νόμου να ενταχθούν στην ατζέντα της πολιτικής αντιπαράθεσης σε χρόνο και με τρόπο που να ευνοεί τη Ν.Δ.
Η αρχική σκέψη ήταν η αλλαγή του εκλογικού νόμου να γίνει τον τελευταίο χρόνο της διακυβέρνησης ή έστω το αργότερο το 2021 εάν προέκυπτε ανάγκη επίσπευσης των εκλογών. Και τούτο επειδή τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και πολιτικά στελέχη με τα οποία διαχρονικά συζητεί θέματα πολιτικού σχεδιασμού, όπως ο αντιπρόεδρος της Ν.Δ. και υπουργός Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης, ήταν της γνώμης ότι αν η συζήτηση και συνακόλουθα η σύνδεση του εκλογικού νόμου με την κυβερνητική σταθερότητα γίνονταν σε χρόνο που δεν θα απείχε πολύ από τις εκλογές, ζημιωμένος θα έβγαινε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και τούτο επειδή η απλή αναλογική, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, α) οδηγεί σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, β) καθιστά περίπου ανέφικτη τη διακυβέρνηση, εάν δεν υπάρξει συμφωνία των δύο πρώτων σε εκλογική δύναμη κομμάτων, ενώ γ) ενισχύει τα φαινόμενα κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων που, εκ των πραγμάτων, πλήττουν την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα. Ενεκα των ανωτέρω πιθανολογείται -και μάλλον βάσιμα- ότι οι ψηφοφόροι θα τιμωρήσουν τους θιασώτες της απλής αναλογικής επειδή η κυρίαρχη εντύπωση είναι ότι η χώρα θα περιπέσει σε ακυβερνησία και ως εκ τούτου οι ίδιοι θα επωμιστούν, μετά τα μνημόνια, και νέα βάρη.
Προσαρμογή
Η αρχική σκέψη φαίνεται, όμως, να αλλάζει. Τώρα στο Μαξίμου, σύμφωνα με τις πληροφορίες, υπερισχύει η άποψη η αλλαγή να γίνει εντός του 2020. Ορισμένοι εκ των συνεργατών του πρωθυπουργού θεωρούν ότι η αλλαγή πρέπει να επισυμβεί δυο-τρεις μήνες μετά την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ώστε πριν από τη συμπλήρωση έτους από τη νίκη στις εκλογές της 7ης Ιουλίου να έχουν λήξει όλες οι σοβαρές θεσμικές εκκρεμότητες.
Αλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι το καλύτερο είναι ο νέος εκλογικός νόμος να ψηφιστεί προς το τέλος του 2020 προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα και στον ΣΥΡΙΖΑ να επανεξετάσει τη θέση του. Οι εισηγούμενοι κάτι τέτοιο φαίνεται να είναι αποδέκτες του προβληματισμού που αναπτύσσεται σε ορισμένα στελέχη της Κουμουνδούρου τα οποία ανήκουν στη λεγόμενη «προεδρική πτέρυγα» μήπως θα πρέπει να αλλάξει η θέση για το εκλογικό σύστημα. Πλέον, όπως λένε κάποιοι απαράτσνικοι της Κουμουνδούρου, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα μεγάλο κυβερνητικό κόμμα και, εφόσον η διεύρυνση προς το Κέντρο στεφθεί με επιτυχία και καταλάβει εξ ολοκλήρου τον χώρο της Κεντροαριστεράς, θα κατοχυρωθεί ως ένας εκ των δύο πόλων του νέου μεγάλου δικομματισμού που φαίνεται να συγκροτείται μετά τη δεκαετή μνημονιακή περιπέτεια. Θα πρέπει, λοιπόν, υποστηρίζουν, να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και να εγκαταλείψει, όπως έκανε και με την ψήφο των αποδήμων, τις ιδεολογικές εμμονές.
Η απλή αναλογική ανταποκρίνεται στην ιδεολογική συνέπεια που οφείλει να επιδεικνύει ένα μικρό αριστερό κόμμα, όμως, στις σημερινές συνθήκες, υπονομεύει τη δυνατότητα της «κυβερνώσας Αριστεράς» να διεκδικήσει εκ νέου και στο προβλεπτό μέλλον το γκουβέρνο. Τα περί ου ο λόγος στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κατανοούν ότι είναι πρόωρο να αλλάξουν τώρα θέση για το εκλογικό σύστημα. Εάν όμως παρέλθει αρκετός χρόνος, θα μπορούσε ο Τσίπρας να σηκώσει το γάντι που του πετάει ο Μητσοτάκης και να αποδεχτεί την πρόσκληση ώστε οι επόμενες εκλογές να γίνουν με ένα σύστημα που εκτός από την αναλογικότητα της εκπροσώπησης να διασφαλίζει και την κυβερνησιμότητα της χώρας.
Δίαυλος επικοινωνίας του πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπάρχει. Αυτό είναι σίγουρο. Και μέχρι τώρα η επικοινωνία λειτουργεί χωρίς προβλήματα. Η νέα θέση της Κουμουνδούρου στο θέμα των αποδήμων το επιβεβαιώνει. Δεν επιβεβαιώνεται όμως ούτε από τη μία ούτε από την άλλη πλευρά ότι έχει συζητηθεί και ο προβληματισμός για την απλή αναλογική, που, σημειωτέον, δεν αναπτύσσεται μόνο σε στελέχη της αντιπολίτευσης, αλλά και ευρύτερα σε παράγοντες που επηρεάζουν τον δημόσιο βίο. Ούτε ότι έχει ζητηθεί να αργήσει να κατατεθεί ο νόμος για το εκλογικό σύστημα προκειμένου να ωριμάσει στον ΣΥΡΙΖΑ η ιδέα εγκατάλειψης της απλής αναλογικής. Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, θα μπορούσε, λένε, να γίνει με επιθετικό τρόπο από τον Αλέξη Τσίπρα:
«Επειδή, κύριε Μητσοτάκη, μας λέτε ότι θα είστε εσείς εκ νέου πρώτο κόμμα και εμείς θέλουμε την απλή αναλογική για να σας εμποδίσουμε, αποδέχομαι την πρόκλησή σας. Ελάτε να ψηφίσουμε μαζί έναν νόμο που να διασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα. Εμείς θέλουμε την απλή αναλογική για λόγους αρχής και επειδή πιστεύουμε ότι το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να αποκτήσει κουλτούρα συνεργασιών. Αν εσείς δεν τη θέλετε και νομίζετε ότι με την προπαγάνδα πως θέλουμε το χάος θα μας βάλετε στο περιθώριο, γελιέστε. Ελάτε να κάνουμε έναν νόμο στον οποίο να συμφωνήσουμε και οι επόμενες εκλογές να γίνουν με αυτόν και όχι με την απλή αναλογική». Και η επωδός μιας τέτοιας επιθετικής ρητορικής που θα συσπείρωνε τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και θα προσέθετε πόντους στο ηγετικό προφίλ του Τσίπρα θα μπορούσε να είναι: «Επιλέξτε εσείς τον νόμο με τον οποίο θέλετε να χάσετε, κύριε Μητσοτάκη».
Οι παραλλαγές
Επειδή ο χρόνος κατάθεσης του νέου εκλογικού νόμου δεν έχει εισέτι οριστικοποιηθεί, είναι φυσικό να μην έχει καταλήξει και ο πρωθυπουργός στο εκλογικό σύστημα που θα αντικαταστήσει την απλή αναλογική. Υπάρχουν τρεις-τέσσερις παραλλαγές ενισχυμένης αναλογικής που έχουν επεξεργαστεί οι συνεργάτες του, όμως η μόνη την οποία έχει απορρίψει είναι αυτή του μεικτού συστήματος, του λεγόμενου «γερμανικού», που προβλέπει οι μισοί βουλευτές να εκλέγονται με λίστα και οι υπόλοιποι από μονοεδρικές περιφέρειες. Το δεύτερο σύστημα που συνεργάτες του πρωθυπουργού διοχετεύουν στα μίντια ως το επικρατέστερο είναι αυτό του κλιμακωτού μπόνους και με κατακλείδα ότι το πρώτο κόμμα με ποσοστό στην περιοχή του 40% να μπορεί να σχηματίζει αυτοδύναμα κυβέρνηση. Ηδη όμως αρχίζουν να εμφανίζονται και σκέψεις μήπως θα πρέπει απλώς να επανέλθουμε στο εκλογικό σύστημα με το μπόνους των 50 εδρών, υπό την προϋπόθεση όμως οι 50 έδρες να δίνονται εφόσον το πρώτο κόμμα έχει ποσοστό τουλάχιστον 30%.
Το ισχύον σύστημα αδικεί μεν το δεύτερο κόμμα, αλλά για τα μικρότερα η αναλογικότητα φτάνει ή και ξεπερνά το 80% – σε κάθε περίπτωση, πάντως, μπορεί να εξασφαλίσει κυβερνητική σταθερότητα είτε με αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος, είτε σε συνεργασία με κάποιο ή κάποια μικρότερα. Και σίγουρα, δεν οδηγεί στην περίπου αναγκαστική συμμετοχή και του δεύτερου κόμματος στην κυβέρνηση που επιβάλλει η απλή αναλογική. Η επάνοδος στο υφιστάμενο εκλογικό σύστημα θα φέρει σε δύσκολη θέση τον ΣΥΡΙΖΑ αφού θα εμφανίζεται φοβικός και θα απορρίπτει ένα σύστημα το οποίο του έδωσε τη δυνατότητα δύο φορές να σχηματίσει κυβέρνηση.
Στην κυβέρνηση, με εξαίρεση ορισμένους, δεν φαίνεται να υπάρχουν αυταπάτες ότι μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να απαρνηθεί την απλή αναλογική. Η κυρίαρχη εκτίμηση είναι ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική και ύστερα από έναν μήνα θα οδηγηθούμε εκ νέου στις κάλπες με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, το οποίο θα επιλέξει ο πρωθυπουργός. Οι συνεργάτες και οι εκ του νόμου αρμόδιοι υπουργοί δηλώνουν ότι είναι έτοιμοι και περιμένουν την τελική απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη για να θέσουν σε διαβούλευση τον νέο εκλογικό νόμο.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εκτίμηση που υπάρχει τόσο στο Μαξίμου όσο και στην Κουμουνδούρου είναι ότι το ποσοστό του δικομματισμού από 71%, που ήταν στις τελευταίες εκλογές, μπορεί στις επόμενες εκλογές να φτάσει στο 77%-78% ή ακόμη και να αγγίξει το 80% εάν διεξαχθούν σε συνθήκες ακραίας πόλωσης και με ουσιαστικό διακύβευμα την πρωτιά ώστε στις επόμενες εκλογές να λάβει το μπόνους και να σχηματίσει κυβέρνηση. Σε μια τέτοια περίπτωση, πιθανολογείται ότι ο διπολισμός θα ταυτιστεί με τον δικομματισμό και τα ενδιάμεσα κόμματα θα συρρικνωθούν. Με πρώτο θύμα, προφανώς, το ΚΙΝ.ΑΛ., αφού και τα δύο μεγάλα κόμματα (Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ) διεκδικούν να καταλάβουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χώρο στο Κέντρο, του οποίου βασικός εκφραστής είναι το κόμμα της Φώφης Γεννηματά.
Το όριο του 3%
Σε ορισμένους υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι στις επόμενες εκλογές, επειδή θα γίνουν με απλή αναλογική, θα υπάρξει αποδυνάμωση των μεγάλων κομμάτων. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί αφού η απλή αναλογική που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι «η απλή, άδολη και ανόθευτη», αλλά έχει όριο εισόδου στη Βουλή (3%), όπως και το υφιστάμενο.
Αξίζει, πάντως, να σημειώσουμε ότι στην κυβέρνηση κάποιοι θεωρούν ότι η ψήφος των αποδήμων είναι και ένα είδος «πρόβας συναίνεσης» για τον εκλογικό νόμο. Ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος φαίνεται ότι έχει δουλέψει εντατικά στο παρασκήνιο για να συγκεντρωθούν οι 200 ψήφοι που χρειάζονται προκειμένου να ισχύσει από τις αμέσως επόμενες εκλογές.
Η απόφαση της π.γ.
Το κλειδί το κρατά, όπως παραδέχονται οι περισσότεροι, ο Δημήτρης Κουτσούμπας. Αν το ΚΚΕ συμφωνήσει, τότε το πιθανότερο είναι να συμφωνήσει και ο Τσίπρας, αφού δεν θέλει να δοθεί η εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποκλείει τους απόδημους Ελληνες από τα τεκταινόμενα στην πατρίδα τους. Η απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας το αποδεικνύει. Η κυβέρνηση, μετά την υποχώρηση στο θέμα της επιστολικής ψήφου, εμφανίζεται διατεθειμένη, όπως έδειξε και η πρόταση των τεσσάρων σημείων που απέστειλε στα κόμματα ο υπουργός Εσωτερικών, να δεχτεί και ως ανώτερο όριο απουσίας των αποδήμων τα 30 χρόνια, που προτείνει ο Περισσός, καθώς επίσης και να αποδεικνύεται οικονομική σχέση με το κράτος όσων πρόκειται να ψηφίσουν είτε άμεσα είτε μέσω κάποιου μέλους πρώτου βαθμού της οικογένειας.
Εάν το ΚΚΕ συμφωνήσει, ακόμη κι αν τελικά υπάρξει άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι άνευ αξίας, ενώ δεν θα είναι απαραίτητη και η θετική ψήφος του ΜέΡΑ25, το οποίο θέτει ως όριο απουσίας τα 9 και όχι τα 30 χρόνια. Το αίτημα του Γιώργου Γεραπετρίτη να υπάρξει μικρή αναβολή στη συζήτηση για το άρθρο 54 είναι επειδή η Ν.Δ. θέλει να ξεπεραστούν ή να μην εγερθούν στο μέλλον ενστάσεις αντισυνταγματικότητας για την ψήφο των αποδήμων, παρότι ο υπουργός Επικρατείας δεν θεωρεί ότι υπάρχει συνταγματικό πρόβλημα στον νόμο. Το πιθανότερο, πάντως, είναι να προστεθεί στο άρθρο μια παράγραφος που να λέει ότι με νόμο μπορεί να τίθενται προϋποθέσεις ή και περιορισμοί στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των εκτός επικρατείας ευρισκομένων Ελλήνων, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο αυτό ασκείται».
Εν κατακλείδι, αν ο εκλογικός νόμος είναι για το πολιτικό σύστημα ο εμβρυουλκός των εξελίξεων, η ψήφος των αποδήμων είναι ο υπέρηχος του υφιστάμενου κομματικού συστήματος. Και δεν είναι σίγουρο ότι τα ευρήματα θα πιστοποιούν οπωσδήποτε την άριστη υγεία τους…