Ο τζούφιος ανασχηματισμός και η ακόμη πιο αποτυχημένη απόπειρα ανοίγματος στην Κεντροαριστερά -με τον ΓΑΠ να καταγγέλλει «άθλιες μεθοδεύσεις» και τους διόλου δημοφιλείς «εκσυγχρονιστές του Σημίτη» να θολώνουν το τοπίο- πνίγονται στα απόνερα του σκανδάλου με τον «Κρητίκαρο» που συνεχίζει να αλυχτάει…
Ανυπερθέτως, η εβδομάδα που πέρασε δεν ήταν και η καλύτερη για τον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του. Κάποιοι εκ των κυβερνητικών παραγόντων τη χαρακτήρισαν και «διαβολοβδομάδα», αφού όλα όσα έλαβαν χώρα κατά τη διάρκειά της περισσότερο αρνητικό αντίκτυπο είχαν παρά θετικό, όπως ανέμενε το Μαξίμου.
Ας ξεκινήσουμε με τον Παύλο Πολάκη. Η προκλητική συμπεριφορά και οι εμπρηστικές δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Υγείας με αφορμή αυτή τη φορά τις αποκαλύψεις για το καταναλωτικό δάνειο των 100.000 ευρώ που έλαβε από την Τράπεζα Αττικής προκάλεσαν, χωρίς καμία αμφιβολία, ζημιά στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Το παραδέχονται όλοι. Ακόμη και όσοι δημοσίως δεν τον αδειάζουν, αποδοκιμάζουν το ύφος του και στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες τους απορούν «με τον Αλέξη που δεν τον έχει ακόμη απομακρύνει». Παρότι στο Υπουργικό Συμβούλιο ο πρωθυπουργός προσπάθησε να λάβει κάποιες αποστάσεις από τον «Κρητίκαρο», που κατά τον αοιδό Σταμάτη Κραουνάκη «θέλουν όλες οι λούγκρες», συστήνοντάς του να μην πέφτει στις παγίδες που του στήνουν οι πολιτικοί τους αντίπαλοι, εντούτοις οι περισσότεροι στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι ο Πολάκης βρίσκεται στον στενό πυρήνα των φίλων του Τσίπρα και ως εκ τούτου είναι σχεδόν απίθανο να τον καρατομήσει πολιτικά.
Εξάλλου, όπως λένε, ο πρωθυπουργός καταλαβαίνει μεν ότι ο Πολάκης κάνει ζημιά στον σκεπτόμενο κόσμο της Αριστεράς και του Κέντρου, όμως αποδέχεται το κόστος επειδή τον θέλει «να αλυχτάει», όχι μόνο τώρα που είναι στην κυβέρνηση, αλλά και αύριο, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί στην αντιπολίτευση. Λέγεται μάλιστα ότι ο Πολάκης, προκειμένου να επανεκλεγεί βουλευτής, ενδέχεται να μετακομίσει στην Αττική βάζοντας υποψηφιότητα είτε, το πιθανότερο, στη Β’ Πειραιώς, είτε στον δυτικό τομέα της Β’ Αθηνών, όπου είναι ισχυρό το «αυριανικό» κομμάτι των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και στο οποίο οι μετοχές του είναι πολύ ψηλά.
Σημειώνουμε ότι ο Πολάκης εκλέγεται στα Χανιά. Και οι τέσσερις έδρες του νομού ανήκουν, λόγω της ιδιοτυπίας του εκλογικού νόμου, στον ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα πιθανολογείται ότι το σκορ θα αλλάξει υπέρ της Ν.Δ. Ακόμη και στην περίπτωση που αντί για 4-0 γίνει 3-1, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες επανεκλογής είναι ο υπουργός Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης και όχι ο Πολάκης. Βεβαίως, τυχόν μετακόμιση του Πολάκη στην Αττική θα θεωρηθεί και ως παραδοχή ήττας. Ολοι -και πρώτη απ’ όλους η αξιωματική αντιπολίτευση που θα το κάνει σημαία της στα Χανιά, αλλά και ευρύτερα στην Κρήτη- θα το εκλάβουν ως απόδειξη της επερχόμενης νίκης της Ν.Δ.
Αυτός είναι και ο μόνος λόγος που ο πρωθυπουργός μπορεί να μην επιτρέψει στον Πολάκη να αλλάξει εκλογική περιφέρεια. Εάν θεωρήσει ότι τον βλάπτει περισσότερο απ’ ό,τι τον ωφελεί, είναι σίγουρο ότι ο Τσίπρας, κατά την πάγια τακτική του, θα τον εγκαταλείψει -όπως έκανε και με τον Πάνο Καμμένο- μεσοπέλαγα. Αυτό φυσικά σημαίνει πως ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας θα πρέπει μέχρι τις εκλογές να σταματήσει τις πολιτικά άγονες και εκλογικά επιζήμιες για την κυβέρνηση αντιπαραθέσεις. Ηδη είναι αρκετοί, μεταξύ αυτών και συνεργάτες του πρωθυπουργού, αυτοί που τον κατηγορούν ότι με τη συμπεριφορά του και την καθημερινή ενασχόλησή του με το Διαδίκτυο «αλείφει με βούτυρο το ψωμί της αντιπολίτευσης», καθώς η κοινή γνώμη αποπροσανατολίζεται από το κυβερνητικό έργο και τα θετικά μέτρα, όπως π.χ. η νέα ρύθμιση για την πρώτη κατοικία, η επιδότηση ενοικίου, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η έξοδος στις αγορές, αλλά και όσα πρόκειται να νομοθετηθούν στο εγγύς μέλλον.
Χωρίς εκλογική προίκα οι πασοκογενείς αντικαταστάτες
Το δεύτερο γεγονός που δεν πήγε τόσο καλά όσο θα ήθελε ο πρωθυπουργός ήταν ο ανασχηματισμός. Οπως αναμενόταν, υπήρξαν αντικαταστάσεις και όχι ανασύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου ως ήλπιζαν, είν’ η αλήθεια, κάποιοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, και ιδιαίτερα αυτοί που σε περίπτωση εκλογικής νίκης της Νέας Δημοκρατίας δεν πρόκειται να επανεκλεγούν. Η αντικατάσταση των Κατερίνας Νοτοπούλου και Νάσου Ηλιόπουλου, Νίκου Μαυραγάνη και Μαρίας Κόλλια-Τσαρουχά ήταν αναγκαστική, μια που οι δύο πρώτοι είναι υποψήφιοι για τους δήμους Θεσσαλονίκης και Αθήνας αντίστοιχα, ενώ οι άλλοι δύο αποχώρησαν, υπακούοντας στην εντολή του αρχηγού τους, Πάνου Καμμένου. Το πρόβλημα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στην Κουμουνδούρου, δεν είναι πάντως οι αντικαταστάσεις, αλλά οι αντικαταστάτες. Οι δύο πασοκογενείς (Αγγελος Τόλκας και Θάνος Μωραΐτης), προφανώς επειδή είναι από το κάτω ράφι των στελεχών του ΚΙΝ.ΑΛ., αλλά και γιατί είχαν καταγγείλει, ακόμη και με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρήθηκε ότι όχι μόνο δεν προσφέρουν στην πολιτική προσέγγισης με την Κεντροαριστερά, αλλά και ότι τη βλάπτουν, αφού ούτε εκλογική προίκα διαθέτουν και, το κυριότερο, η ένταξή τους στο κυβερνητικό σχήμα καταγράφηκε ως συναλλαγή που πρωτίστως εξυπηρετεί τις ανάγκες και τα συμφέροντα, πολιτικά και προσωπικά, των δύο νέων υφυπουργών και όχι της Κουμουνδούρου.
Η… αυτοθυσία των Πρεσπών
Εκ παραλλήλου, δυσθυμία, πρωτίστως στους Μακεδόνες βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, προκάλεσε και η υπουργοποίηση των Κώστα Μπάρκα και Ελευθερίας Χατζηγεωργίου. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Μπορεί και οι δύο να ανήκουν στον ΣΥΡΙΖΑ, εντούτοις ο μεν πρώτος εκλέγεται στην Ηπειρο, η δε δεύτερη δεν είναι καν βουλευτής. «Εμείς υπερασπιστήκαμε με πολιτική και προσωπική αυτοθυσία τη Συμφωνία των Πρεσπών και κάθε μέρα στις εκλογικές μας περιφέρειες δεχόμαστε απειλές και επιθέσεις από ακραίους κι όμως ο Αλέξης δεν τίμησε κανέναν από τη Μακεδονία. Αντίθετα, με τις επιλογές του για την κυβέρνηση δείχνει ωσάν να αδιαφορεί για τις επιπτώσεις της λύσης του Μακεδονικού στους ψηφοφόρους της Βόρειας Ελλάδας», μας λέει χαρακτηριστικά βουλευτής από μεγάλη εκλογική περιφέρεια της Μακεδονίας. Οι επισημάνσεις του, τόσο για τη διευθύντρια του γραφείου του Δημήτρη Τζανακόπουλου που δεν είναι βουλευτής όσο και για τον εκλεγόμενο στην Πρέβεζα βουλευτή, έχουν μεγάλη δόση αλήθειας και -όπως παραδέχονται αρκετοί συνάδελφοί τους από τη νότια Ελλάδα- απηχούν το αίσθημα εγκατάλειψης που αισθάνονται οι περισσότεροι από τους Μακεδόνες βουλευτές.
Τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στη Μακεδονία έχουν, σύμφωνα τουλάχιστον με τις δημοσκοπήσεις, συρρικνωθεί δραματικά, καθημερινά όλοι οι Βορειοελλαδίτες βουλευτές υφίστανται πιέσεις, ακόμη και αποδοκιμασίες από τους «Μακεδονομάχους» των περιοχών τους, με 20-25 από αυτούς το πιθανότερο να μην επανεκλεγούν και ο πρωθυπουργός αντί να τους τονώσει το ηθικό και με την υπουργοποίηση κάποιων εξ αυτών να στείλει το μήνυμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εγκαταλείπει πολιτικά τη Μακεδονία και ότι θα προσπαθήσει να αλλάξει το κλίμα, βάζει στην κυβέρνηση μία που δεν είναι βουλευτής, αλλά φίλη του από τα φοιτητικά του χρόνια. Φίλος του πρωθυπουργού είναι και ο Κώστας Μπάρκας. Μάλιστα προ ετών, στον γάμο του εν λόγω βουλευτή ο Τσίπρας πήγε συνοδευόμενος από τους Νίκο Παππά, Δ. Τζανακόπουλο, Γιώργο Βασιλειάδη και Μιχάλη Καλογήρου, τους συνομήλικους και συντρόφους του από τη Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, με τους οποίους άλλωστε και κυβερνά.
Σημειώνουμε ότι σαραντάρηδες είναι και οι πασοκογενείς Τόλκας και Μωραΐτης και εξ αυτού του λόγου ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Τσίπρας -και- με τον ανασχηματισμό έδειξε ότι προσπαθεί να οργανώσει την επόμενη μέρα για τον ίδιο τόσο στο κόμμα όσο και ευρύτερα στο πολιτικό σύστημα. Αναδεικνύει νεαρής ηλικίας πολιτικά στελέχη τα οποία, μετά την (βασίμως πιθανολογούμενη) ήττα στις εκλογές θα είναι πιστά σε αυτόν ώστε να καθαρίσει υπέρ του το παιχνίδι στο κόμμα και ευρύτερα στην Κεντροαριστερά, της οποίας θέλει να ηγηθεί.
Κεντροαριστερά: Ο ΓΑΠ, οι «άθλιες μεθοδεύσεις» και οι καμμένοι «γεφυροποιοί» με το ΠΑΣΟΚ
Ερχόμαστε έτσι στο τρίτο στοιχείο που περιγράφει τη «διαβολοβδομάδα» του πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του. Η διεύρυνση που επιχειρείται προς την Κεντροαριστερά δεν φαίνεται να έχει σπουδαία αποτελέσματα.
Καταρχάς, απέτυχε η προσπάθεια να βρεθούν ο πρωθυπουργός με τον Γιώργο Παπανδρέου στις 4 Μαρτίου στον ίδιο χώρο, ως ομιλητές σε εκδήλωση που διοργανώνουν η Ομάδα των Ευρωσοσιαλιστών από κοινού με το Ινστιτούτο «Φρίντριχ Εμπερτ» του SPD και το ΙΝΕΡΠΟΣΤ της Λούκας Κατσέλη.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, αν και έχει προσκληθεί με την ιδιότητα του προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, εντούτοις αποφάσισε να μην πάει όταν είδε ότι σε συνδυασμό με τον ανασχηματισμό επιχειρείται -όχι μόνο από την Κουμουνδούρου, αλλά και από κάποιους κύκλους της Χαριλάου Τρικούπη-να τον εμπλέξουν σε σενάρια πολιτικής συναλλαγής και προεκλογικής συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, με ανακοίνωσή του ξεκαθάρισε ότι δεν τον «αφορά καμία άθλια φιλολογία, μεθόδευση ή εργαλειοποίηση που εντάσσεται στο δυσάρεστο κλίμα των ημερών, του ευτελισμού της πολιτικής και της Δημοκρατίας, του κυνισμού και των τυχοδιωκτικών επιδιώξεων που υπηρετούν ιδιοτελείς μεθοδεύσεις και σκοπιμότητες». Εξυπακούεται πως σε περίπτωση που ο Γ. Παπανδρέου πήγαινε στην εκδήλωση, οι μεν του ΣΥΡΙΖΑ θα πανηγύριζαν επειδή ο Τσίπρας θα αποκτούσε το πιο διάσημο πετράδι του στέμματος της Κεντροαριστεράς, τον πρώην πρωθυπουργό και γιο του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, η δε Φώφη Γεννηματά θα το θεωρούσε εχθρική ενέργεια, αφού τόσο η ίδια όσο και ο ευρωβουλευτής Νίκος Ανδρουλάκης είχαν αποποιηθεί την πρόσκληση, κάνοντας μάλιστα και επίθεση στον επικεφαλής των ευρωσοσιαλιστών Ούντο Μπούλμαν ότι δήθεν παίζει το παιχνίδι του Τσίπρα και πριμοδοτεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε βάρος του ΚΙΝ.ΑΛ, πάντως είναι πολύ πιθανό Μπούλμαν και Παπανδρέου να έχουν κατ’ ιδίαν συνάντηση στην Αθήνα προκειμένου να ανταλλάξουν απόψεις για τις ευρωεκλογές και το μέλλον της Ευρώπης.
Κατά δεύτερον, η γέφυρα που επιχειρείται να στηθεί ανάμεσα στην Αριστερά και το Κέντρο αποδεικνύεται ότι δεν έχει τα γερά θεμέλια που απαιτεί το εγχείρημα. Τα πολιτικά και κοινωνικά στελέχη που, μετά την εκδήλωση που κάνουν τη Δευτέρα, προσπαθούν να γίνουν οι γεφυροποιοί ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝ.ΑΛ., δεν σηματοδοτούν τις ευρύτερες αναδιοργανώσεις που χρειάζεται ο προοδευτικός χώρος, ούτε εκφράζουν τις κοινωνικές ανάγκες και τις πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να ορίσουν ένα νέο μπλοκ εξουσίας το οποίο στις νέες συνθήκες της μεταμνημονιακής Ελλάδας θα διαδεχθεί το λεγόμενο ιστορικό ΠΑΣΟΚ ως προοδευτική παράταξη και αντίπαλο δέος της Δεξιάς.
Ενώ, όπως μας επισημαίνει στέλεχος της Κουμουνδούρου που δεν πολυπιστεύει στο εγχείρημα της διεύρυνσης με τον τρόπο που γίνεται, «κάποιοι εξ αυτών και ιδιαίτερα όσοι ανήκουν στους λεγόμενους “εκσυγχρονιστές του Σημίτη” ή διετέλεσαν υπουργοί και αξιωματούχοι του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Ραγκούσης, ο Μπίστης, ο Παναγιώτου, είναι πολιτικά καταναλωμένοι και δεν έχουν εκείνο το ειδικό βάρος στην κοινωνία που να τους κάνει ελκυστικούς έστω στους πασοκογενείς ψηφοφόρους που από το 2012 έχουν έρθει στον ΣΥΡΙΖΑ».
Πού πήγε η «Ριζοσπαστική Αριστερά», οέο;
Συναφής με τα ανωτέρω είναι και ο προβληματισμός που αναπτύσσεται σε σημαντική μερίδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη φυσιογνωμία του κόμματος που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας με την ταμπέλα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και (εκτός συγκλονιστικού απροόπτου) θα την εγκαταλείψει ως επιχείρηση δημιουργίας ενός συλλεκτήρα που θα συγκεντρώνει και θα κατανέμει τις πολιτικές ροές στο Κέντρο και την Αριστερά.
Πολλά κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζοντας και τον αρχικό σκληρό πυρήνα της Κουμουνδούρου, αισθάνονται άβολα με τον τρόπο που επιχειρείται να αλλάξουν η φυσιογνωμία και ο πολιτικοϊδεολογικός προσανατολισμός του κόμματος και διαφωνούν με τις μεθόδους (περιλαμβανομένης και της «αρπακολατζίδικης», όπως τη χαρακτηρίζουν, διεύρυνσης) της ηγεσίας του Μαξίμου να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε νέο ΠΑΣΟΚ, και μάλιστα, με τα καθεστωτικά εκείνα χαρακτηριστικά του κρατισμού και της εξουσιολαγνείας που οδήγησαν το κραταιό κόμμα, το οποίο για τέσσερις δεκαετίες κυριάρχησε στον προοδευτικό χώρο, από το 44% στο 4%.
Θεωρούν ότι η διεύρυνση που επιχειρείται θα πρέπει να είναι αμφίπλευρη καθώς, όπως λένε, οι σημαντικότερες διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ είναι προς τα αριστερά, ενώ, προσθέτουν, οι Μπίστης, Ραγκούσης και λοιποί «γεφυροποιοί» κάθε άλλο παρά δημοφιλείς είναι στους ψηφοφόρους που το 2012 εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ και εντάχθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα αυτός να εκτοξευθεί στο 27% και να βρεθεί στο κατώφλι της εξουσίας, την οποία και κατέκτησε τον Ιανουάριο του 2015. Και αναφέρονται στους ψηφοφόρους του 2012 επειδή θεωρούν ότι αυτοί εκφράζουν, κατά κύριο λόγο, το αριστερόστροφο ΠΑΣΟΚ και είναι αυτοί που -σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις αλλά κυρίως με βάση τις ποιοτικές έρευνες που πραγματοποιεί το Μαξίμου- εμφανίζονται αποστασιοποιημένοι, και μάλιστα σε ποσοστό που φτάνει έως και το 25% της δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2015. Ποσοστό που, κατά τους ίδιους, θέλει τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κύριο φορέα της προοδευτικής παράταξης, όπως ήταν το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν συμφωνεί με τον τρόπο που γίνεται, ούτε εγκρίνει, στο όνομα της διακυβέρνησης, τη «δεξιά στροφή», ενώ έχει και ισχυρές ενστάσεις για τα πρόσωπα που επιλέγονται να σηματοδοτήσουν την ώσμωση της Αριστεράς με το Κέντρο…