Εύφλεκτη ύλη δεν είναι το συνέδριο, οι πασοκογενείς και οι εσωκομματικοί συσχετισμοί, αλλά οι ΜΕΘ, η τηλεκπαίδευση, η επιστρεπτέα προκαταβολή, τα επιδόματα. Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν διχάζονται για τον προσανατολισμό του κόμματος, αν θα πρέπει να είναι προς την Αριστερά ή το Κέντρο, αλλά αν η κριτική στην κυβέρνηση θα πρέπει να ασκείται με το προκλητικό ύφος και τον διχαστικό λόγο του Παύλου Πολάκη ή με τη μετριοπάθεια και την υπευθυνότητα του Ανδρέα Ξανθού.
Η απωθητική εικόνα της εσωκομματικής εσωστρέφειας που εξέπεμπε ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και τον Σεπτέμβριο έχει αντικατασταθεί από την προσπάθεια συντεταγμένης αντιπολίτευσης. Ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με την κριτική της Κουμουνδούρου ή αν τα όσα υποστηρίζουν ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του είναι σωστά ή λαθεμένα, η αλήθεια είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση ασκεί -με μεγαλύτερη ή μικρότερη επάρκεια δεν έχει σημασία- τον θεσμικό της ρόλο. Εν τινι τρόπω, η ένταση της πανδημίας, η έξαρση των κρουσμάτων, των διασωληνωμένων και των θανάτων, ο συνακόλουθος φόβος και τα απαγορευτικά μέτρα ανάγκασαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να λογικευτούν. Και αντί να τσακώνονται συμφώνησαν (όλες οι κομματικές ομάδες) να βάλουν «φίμωτρο» στον Παύλο Πολάκη και σε οτιδήποτε (από συμπεριφορά έως πολιτική γνώμη των βουλευτών και στελεχών) μουντζουρώνει την εικόνα του υπεύθυνου κυβερνητικού κόμματος που θέλει να φιλοτεχνήσει ο Αλέξης Τσίπρας προκειμένου, διαγενομένων του χρόνου και των εξελίξεων, να διεκδικήσει την επάνοδό του στο τιμόνι της διακυβέρνησης.
Πάντως, εκτός από το δεύτερο κύμα του COVID-19, σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ έπαιξαν και τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση τη φθορά της κυβέρνησης δεν την καρπούται η αξιωματική αντιπολίτευση προβλημάτισε σοβαρά -και συνεχίζει να προβληματίζει- την ηγεσία της Κουμουνδούρου. Αυτός ίσως είναι και ο σημαντικότερος λόγος για την αποδοκιμασία του «πολακισμού» ως αντιπολιτευτική τακτική, αλλά και για τη μετριοπαθή στάση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο. Μπορεί να συνυπέγραψε μαζί με το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 κοινή δήλωση κατά της κυβέρνησης, αρνήθηκε όμως να συμμετάσχει σε πορεία. Ο Τσίπρας απέρριψε εξαρχής την άποψη κάποιων συμβούλων του, μεταξύ των οποίων και ο Θανάσης Καρτερός, για «κοινή πορεία με το ΚΚΕ» και δεν συμφώνησε «μετά την κατάθεση στεφάνου στο ΕΑΤ-ΕΣΑ να γίνει πορεία των συγκεντρωθέντων στην παρακείμενη αμερικανική πρεσβεία», όπως πρότειναν οι Φίλης, Σκουρλέτης και Τσακαλώτος. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στην κλειστή σύσκεψη που έγινε τις παραμονές της 17ης Νοέμβρη (Τζανακόπουλος, Γεροβασίλη, Μπίστης, Σπίρτζης, Παππάς κ.ά.) συντάχθηκαν με τον Τσίπρα να μη γίνουν μαζικές εκδηλώσεις, ενώ ο Νίκος Βούτσης και ο Νάσος Ηλιόπουλος, παρά τις επιμέρους ενστάσεις τους, συμφώνησαν ο μεν πρώτος με τους τρεις της αριστερής μειοψηφίας, ο δε εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος με την προεδρική πλειοψηφία.
Το «αριστερό μέτωπο»
Μπορεί σε πολλούς στον ΣΥΡΙΖΑ, και πρωτίστως στους «53+», να ήταν δυσάρεστο που δεν συμμετείχαν στην πορεία, όμως είδαν με μεγάλη ευχαρίστηση τα γραφόμενα περί «αριστερού μετώπου» κατά της κυβερνήσεως. Μάλιστα δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η συνεργασία με τον Περισσό και το κόμμα του Βαρουφάκη θα πρέπει να είναι στρατηγικού χαρακτήρα και ως εκ τούτου θα πρέπει, όπως λένε, να πυκνώσουν οι επαφές, και στο παρασκήνιο, για τη «συγκρότηση Μετώπου της Αριστεράς ενάντια στη Δεξιά». Οι δε συνεργάτες του Αλέξη Τσίπρα βλέπουν θετικά την κοινή δήλωση των τριών κομμάτων όχι μόνο γιατί «σπάει την πολιτική των ίσων αποστάσεων» που τηρούσε μέχρι τώρα το ΚΚΕ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ., αλλά και γιατί «εκθέτει το ΚΙΝ.ΑΛ. που με την άρνησή του να αθροιστεί στο αντικυβερνητικό μπλοκ ενίσχυσε στον προοδευτικό κόσμο την εντύπωση ότι στην ηγεσία του υπερισχύει η διάθεση συμπολίτευσης και όχι αντιπολίτευσης».
«Πάντως, και ανεξαρτήτως του τι δηλώνεται ή των σεναρίων που ορισμένοι φαντασιώνονται, η επόμενη μέρα στις σχέσεις ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να είναι ανέφελη», υποστηρίζει σημαντικό στέλεχος της κομμουνιστογενούς Αριστεράς που σήμερα δεν έχει οργανωτική σχέση με τα δύο κόμματα. Και μας εξηγεί το γιατί: «Ο Τσίπρας έσπασε το εμπάργκο του Κουτσούμπα στην Αριστερά. Με το κοινό σύμφωνο, το ΚΚΕ ουσιαστικά εγκατέλειψε τη θέση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καθεστωτικό και όχι προοδευτικό κόμμα, κι αυτό θα βοηθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ να επικοινωνήσει με το (εκλογικά μικρό, αλλά πολιτικά σημαντικό) αριστερό ακροατήριο». Κατά την άποψή του, «μεγαλύτερα κέρδη θα αποκομίσει το ΚΚΕ, αφού την επιλογή της πολιτικής ανυπακοής και τη μεταφορά της σύγκρουσης με την κυβέρνηση στον δρόμο δεν μπορεί να την ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ καθώς θα χάσει την Κεντροαριστερά και τους νοικοκυραίους, οι οποίοι ως εκλογικό μέγεθος του είναι απαραίτητοι για να ανατρέψει μελλοντικά την ηγεμονία του Μητσοτάκη, που εκτείνεται από τη σκληρή Δεξιά μέχρι και το φιλελεύθερο Κέντρο». Με την άποψη αυτή συμφωνεί και πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ που τώρα βρίσκεται στον «κύκλο επιρροής του Τσίπρα» και γι’ αυτό προβλέπει ότι ακόμη και στο προβλεπτό μέλλον η έχθρα Κουμουνδούρου – Περισσού θα αναβιώσει.
Να σημειώσουμε ότι στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να επικρατεί συγκρατημένη αισιοδοξία για το (έστω κολοβό λόγω απουσίας του ΚΙΝ.ΑΛ.) αντικυβερνητικό μέτωπο που σχηματίστηκε, όμως είναι έντονος και ο προβληματισμός μήπως το ΚΚΕ, μέσω των δυναμικών κινητοποιήσεων, κερδίσει ψηφοφόρους της παραδοσιακής Αριστεράς που στις προηγούμενες εκλογές είχαν στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και τμήματα της ριζοσπαστικής νεολαίας, στα οποία ελπίζει ο Αλέξης Τσίπρας για να κατακτήσει σημαντική διαφορά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στις ηλικίες 17-24 ετών προκειμένου να ισορροπήσει το προβάδισμα του αντιπάλου του στις μεγάλες ηλικίες.
Χωρίς εναλλακτικές
Το πρόβλημα για τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, λένε στελέχη της αριστερής πτέρυγας, είναι ότι στη νεολαία, με όλες αυτές τις απαγορεύσεις και τη μαυρίλα της πανδημίας, κυριαρχεί ο γενικός αντισυστημισμός – και πάντως ελάχιστο ενδιαφέρον έχουν για τις «μάχες της κορόνας» ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Οι αναζητήσεις τους είναι ευρύτερα για το μέλλον τους, όπως αυτό διαμορφώνεται από την κλιματική αλλαγή, τις πανδημίες, την τηλεκπαίδευση και τηλεργασία, καθώς και τις ανισότητες που διαμορφώνει ο νέος ψηφιακός κόσμος στον οποίο θα ζήσουν και συνακόλουθα τα δικαιώματά τους σε αυτόν. «Δυστυχώς», όπως λένε, «σε αυτά δεν έχουμε ούτε πρόγραμμα, ούτε εναλλακτικές προσεγγίσεις και πολιτικές». Ο φόβος τους από την απουσία σύγχρονου προβληματισμού και πρωτίστως την έλλειψη εναλλακτικής στρατηγικής, που θα είναι ελκυστική στους νέους και νεαρής ηλικίας ψηφοφόρους, αλλά και στις δυναμικές και παραγωγικές ηλικίες, τους γεννά αισθήματα απαισιοδοξίας ως προς τη συμμετοχή στις επόμενες εκλογές και κατ’ επέκταση στη δυνατότητα να ανακάμψουν πολιτικά και εκλογικά σύντομα.
Μάλιστα κάποιοι, με βάση τις δημοσκοπήσεις, θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον δεν υπάρξουν δραματικές ανατροπές, στις εκλογές που θα γίνουν με απλή αναλογική θα έχει ως οροφή το 26%-27%, το ποσοστό δηλαδή που πήρε στις εκλογές του Ιουνίου 2012. Την ίδια γνώμη έχουν και σοβαροί αναλυτές της εκλογικής συμπεριφοράς. «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η αποχή», μας λέει εις εξ αυτών και συμπληρώνει: «Με τα σημερινά δεδομένα, όπως καταγράφουν και οι δημοσκοπήσεις, χάνει προς τα δεξιά περίπου 10% (ή 3,5 μονάδες του συνολικού ποσοστού) από την εκλογική του δύναμη (31,53%) και το ίδιο (10% ή 3,5 μονάδες) χάνει προς τα αριστερά. Αν από τους ψηφοφόρους του άλλο ένα 10% επιλέξει την αποχή, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα συγκεντρώσει ούτε το ποσοστό των τελευταίων εκλογών. Θα πρέπει να καταβάλλει υπερβολικά μεγάλη προσπάθεια (και η Ν.Δ. να υποστεί πρωτοφανή μείωση των ποσοστών της, αλλά και να μην εισπράξει τίποτε το ΚΚΕ, το ΚΙΝ.ΑΛ. και τα μικρότερα κόμματα) για να κόψει πρώτος το νήμα στις εκλογές. Κάτι που με τα σημερινά δεδομένα μοιάζει απίθανο».
Βεβαίως, όπως λέει σε συνομιλητές του ο Αλέξης Τσίπρας: «Οι εκλογές είναι πολύ μακριά. Οποιος σήμερα, εν μέσω πανδημίας, ασκείται στην πολιτική αριθμητική ίσως χρειαστεί αύριο να προσφύγει σε κοινωνιολογικές αναλύσεις για να εξηγήσει τις ριζικές αλλαγές που θα καταγραφούν στις κάλπες λόγω των επιπτώσεων στην οικονομία και την κοινωνική συνοχή». Φέρνει δε ως παράδειγμα τις δημοσκοπήσεις. Οχι τα ποσοστά των κομμάτων, που «εκτός από φωτογραφία της στιγμής είναι και με μπόλικη επεξεργασία», αλλά τα ποιοτικά στοιχεία, τα οποία, όπως λέει, «καταγράφουν πτώση από 5%-10% των ποσοστών δημοφιλίας κυβερνητικών επιλογών. Και η οποία θα αυξηθεί όσο η διαχείριση της υγειονομικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης από την κυβέρνηση αποδεικνύεται αναποτελεσματική».
Την υπεραισιοδοξία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν συμμερίζονται πάντως επιφανή στελέχη του κόμματός του. Σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση έχει ακόμη πολλά όπλα. Το πρώτο είναι το εμβόλιο, που μέχρι την άνοιξη υπολογίζεται ότι θα έχει κάνει η πλειονότητα των πολιτών, το δεύτερο είναι τα κοινοτικά χρήματα, πλέον των 30 δισ. ευρώ, που θα εισρεύσουν στα κρατικά ταμεία μετά τον Ιούνιο και το τρίτο η γενικευμένη αντίληψη ότι η κυβέρνηση, παρά τα όποια λάθη και τις υστερήσεις, έδειξε τεχνοκρατική επάρκεια, την οποία δεν θα επιδείκνυε ο ΣΥΡΙΖΑ αν ήταν στην κυβέρνηση. Επίσης, αμφισβητούν ότι η επιλογή να πολλαπλασιαστούν οι επιθέσεις στον πρωθυπουργό θα είναι τελεσφόρα. Είναι, λένε, νωρίς ακόμη για να κληθούν οι πολίτες να επιλέξουν κυβερνήτη. Το επόμενο διάστημα η κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα εστιαστεί στον νέο Προϋπολογισμό, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σύμφωνα με τους συνεργάτες του, συνεχίζει να έχει τη γνώμη ότι «η κρίση με την Τουρκία προσεχώς θα έχει και νέα επεισόδια». Επίσης ανησυχεί ότι «οι αναταράξεις στην Ε.Ε. μπορεί να είναι πολύ σοβαρές αν υπάρξουν υπαναχωρήσεις στο Ταμείο Σταθερότητας και τα ποσά της κοινοτικής βοήθειας μειωθούν ή δοθούν με δημοσιονομικές δεσμεύσεις που θα ισοδυναμούν με νέα μνημόνια».