search icon

Νίκος Φελέκης

Η ένταση με την Τουρκία προκαλεί δονήσεις στο Μαξίμου

Γράφει ο Νίκος Φελέκης

Αρκετοί συνδέουν την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων με τη σύνθεση της κυβέρνησης, καθώς ήδη διακινούνται σενάρια απομάκρυνσης του Πάνου Καμμένου.
Πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ επιθυμούν τον τερματισμό της συγκυβέρνησης με τους ΑΝ.ΕΛ. και βλέπουν με καλό μάτι τη συγκρότηση ενός προοδευτικού συνασπισμού μαζί με το Κίνημα Αλλαγής

Υπό κανονικές συνθήκες τα θέματα που θα κυριαρχούσαν στην πολιτική επικαιρότητα και τον δημόσιο βίο θα ήταν τα οικονομικά, και ιδιαίτερα η τέταρτη αξιολόγηση, τα stress tests των τραπεζών, οι ιδιωτικοποιήσεις, τα επενδυτικά πρότζεκτ, η προετοιμασία για το τέλος των μνημονίων και την έξοδο στις αγορές. Υπό κανονικές συνθήκες και σε μια κανονική χώρα.

Δυστυχώς, μόλις απαλλαχθήκαμε από τον φόβο της χρεοκοπίας ήρθε να μας καταλάβει ο φόβος μιας πιθανής στρατιωτικής αναμέτρησης με την Τουρκία στο Αιγαίο, ενώ μετά από 25 χρόνια επέστρεψε το Μακεδονικό, και μάλιστα με διχαστικούς όρους για τον πολιτικό κόσμο και τους πολίτες. Η ως άνω διαπίστωση ανήκει σε κυβερνητικό παράγοντα τον οποίο οι «53 αριστεροί» της Κουμουνδούρου χαρακτηρίζουν «δεξιό» επειδή ο μεν πολιτικός του λόγος αποπνέει μετριοπάθεια, οι δε πράξεις του, ως υπουργός, διακρίνονται από ρεαλισμό. Βεβαίως, όπως μας λέει, «η Αγκυρα και ο Ερντογάν είναι υπεύθυνοι για την κατακόρυφη ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και όχι εμείς», ενώ για το Μακεδονικό, που θεωρεί ότι «κακώς δεν έχει επιλυθεί εδώ και χρόνια», δηλώνει «απογοητευμένος από τον Κυριάκο επειδή απαρνήθηκε τις θέσεις του πατέρα τουκαι της αδελφής του και ασπάστηκε εκείνες του Σαμαρά, ο οποίος εκτός από ακραίος είναι και παραδοσιακός εχθρός της οικογένειάς του αφού το 1993 έριξε την κυβέρνηση Μητσοτάκη».

Πάντως και ανεξάρτητα από την απογοήτευση του συνομιλητή μας υπουργού (τον οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, εκτιμά ιδιαίτερα ο πρωθυπουργός) για τις εξελίξεις που κυριαρχούν στην επικαιρότητα και τις σοβαρές υστερήσεις που παρατηρούνται στο κυβερνητικό έργο -από τα 88 προαπαιτούμενα για το κλείσιμο της τέταρτης αξιολόγησης τον Ιούνιο έχουν υλοποιηθεί μόνο τα 12-, η πραγματικότητα είναι αυτή που επιβάλλει την ατζέντα στον πολιτικό και τον δημόσιο βίο και όχι οι επιθυμίες. Και η πραγματικότητα εκφεύγει της χώρας μας και των επιθυμιών της κυβερνήσεως. Η μεγάλη εικόνα που καθορίζει και την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας είναι ο πόλεμος στη Συρία, η δημιουργία κουρδικού κράτους, τα ενεργειακά συμφέροντα στην κυπριακή ΑΟΖ, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και τα παιχνίδια νεοψυχροπολεμικής επιρροής στα Βαλκάνια ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία.
«Μπορεί η κυβέρνηση να μην καθορίζει τη μεγάλη εικόνα της περιοχής, όμως καλείται να τη διαχειριστεί με επάρκεια και σε όφελος των εθνικών μας συμφερόντων. Δυστυχώς, δεν το πράττει. Αντίθετα προκαλεί ανησυχία η συνεχής και συστηματική διαφοροποίηση του υπουργού Αμυνας από την επίσημη γραμμή του Μαξίμου.

Η διπλή γλώσσα στην κυβέρνηση είναι λογικό να ανεβάζει και το θερμόμετρο της πολιτικής αντιπαράθεσης», μας λέει κορυφαίος πολιτικός που στο παρελθόν κατείχε ένα από τα ύπατα αξιώματα της χώρας. Εκ παραλλήλου, έχει τη γνώμη ότι «οι εμπρηστικές δηλώσεις Καμμένου, έστω και ως απάντηση σε αντίστοιχης υφής δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, είναι λάθος. Αφενός γιατί διατηρούν την υψηλή πίεση στη σχέση των δύο χωρών τη στιγμή που χρειάζεται αποσυμπίεση και αφετέρου επειδή μπαίνουμε στο κάδρο της αναταραχής στην ευρύτερη περιοχή». Επιπροσθέτως, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου λέγοντας ότι «ο Τσίπρας θα πρέπει με κάθε τρόπο να διαλύσει τα σενάρια όσων βλέπουν ή και επιδιώκουν, για δικούς τους και αλλότριους λόγους, περιορισμένη στρατιωτική εμπλοκή με την Τουρκία. Οι συνέπειες θα είναι ενδεχομένως και καταστροφικές και οπωσδήποτε θα παρατείνει, και μάλιστα με πιο σκληρούς όρους, την εξάρτηση από τους ξένους δανειστές».

Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι τις τελευταίες ημέρες, και ειδικά μετά την πτώση του Mirage 2000-5 και τον θάνατο του σμηναγού Γιώργου Μπαλταδώρου, αυξάνονται οι φήμες περί πιθανής στρατιωτικής (περιορισμένου χρόνου και έντασης) εμπλοκής στο Αιγαίο. Μάλιστα, κάποιοι συνδέουν την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και με τη σύνθεση της κυβερνήσεως, καθώς ήδη διακινούνται σενάρια απομακρύνσεως του Πάνου Καμμένου και συγκρότηση κυβερνητικού σχήματος ευρύτερης αποδοχής και ειδικού εθνικού σκοπού. Το Μαξίμου τα διαψεύδει κατηγορηματικά, όμως η αλήθεια είναι ότι πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ επιθυμούν τον τερματισμό της συγκυβερνήσεως με τον Καμμένο και βλέπουν με καλό μάτι τη συγκρότηση συνασπισμού μαζί με το Κίνημα Αλλαγής.

Βεβαίως, η Φώφη Γεννηματά και οι συνεργάτες της θεωρούν ότι «είναι υποκριτικό το όψιμο ενδιαφέρον του ΣΥΡΙΖΑ για την Προοδευτική Παράταξη. Τώρα που έχουν στριμωχτεί και βλέπουν ότι η κυβερνητική τους θητεία θα τελειώσει με άσχημο τρόπο και χαμηλά ποσοστά θυμήθηκαν τη συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων. Τρία χρόνια κυβερνούν με τον ακροδεξιό Καμμένο και αφού μας διέσυραν και μας απαξίωσαν θυμήθηκαν την Κεντροαριστερά», μας λέει βουλευτής και ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ που διετέλεσε για πολλά χρόνια υπουργός.

Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι οι πληροφορίες που διακινούνται περί επιθυμίας του Γιώργου Παπανδρέου για πολιτική συμπόρευση του ΚΙΝ.ΑΛ. με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Μπορεί κάποιοι συνεργάτες του πρωθυπουργού να έχουν κατά καιρούς, και μετά από δική τους επιθυμία και πρωτοβουλία, συνομιλήσει με τον πρώην πρωθυπουργό, όμως ο Γ. Παπανδρέου σε καμία περίπτωση, όπως εξ εγκύρων γνωρίζουμε, δεν τάσσεται, τουλάχιστον υπό τις παρούσες συνθήκες, υπέρ της κυβερνητικής συνεργασίας των δύο κομμάτων. Αναμφίβολα, είναι υπέρ της συνεργασίας των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων και αντίθετος σε μια προοπτική συνεργασίας με τη Ν.Δ., εάν ο Μητσοτάκης δεν κερδίσει στις εκλογές την αυτοδυναμία, όμως αυτό δεν συνεπάγεται και συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Κάποια στιγμή, τις επόμενες εβδομάδες, ο Γ. Παπανδρέου θα επισκεφθεί, ως επικεφαλής της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, την Τουρκία και στις πολλές και υψηλού επιπέδου επαφές που θα έχει είναι λογικό να συζητήσει και τα Ελληνοτουρκικά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι λογικό να έχει από πριν συζητήσει (τηλεφωνικά σίγουρα, ενδεχομένως και κατ’ ιδίαν «αφού δεν λέγονται όλα από το τηλέφωνο») με τον πρωθυπουργό και ενδεχομένως τον υπουργό Εξωτερικών ώστε να περάσει τις θέσεις, ίσως και κάποια μηνύματα, της Αθήνας στην Αγκυρα. Γι’ αυτό και ενημέρωσε προ ημερών και το Πολιτικό Συμβούλιο του ΚΙΝ.ΑΛ. προκειμένου να αποφευχθούν παρεξηγήσεις, όπως είχε γίνει με τον Σταύρο Θεοδωράκη όταν συναντήθηκε με τον Αλέξη Τσίπρα για να συζητήσουν το θέμα της συγκρότησης Συμβουλίου Ασφαλείας στη χώρα.

Επιπροσθέτως, εκτός από την αποφυγή των παρεξηγήσεων, ο πρόεδρος του ΚΙΔΗΣΟ δεν θέλει η πιθανή συνάντησή του με τον πρωθυπουργό να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμη και από τη Ν.Δ. προκειμένου να διχάσουν το ΚΙΝ.ΑΛ. και να θέσουν εμπόδια στην προσπάθεια ενοποίησης και ενίσχυσης του χώρου της Κεντροαριστεράς.

Πάντως, η επ’ εσχάτων πολιορκία του ΚΙΝ.ΑΛ. ερμηνεύεται, από όσους γνωρίζουν καλά τα κυβερνητικά παρασκήνια, περισσότερο ως κίνηση τακτικής του Τσίπρα και των συνεργατών του προκειμένου να σπάσουν την πολιτική απομόνωση στην οποία έχουν περιέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση από τα άλλα κόμματα – και ιδίως του προοδευτικού χώρου. Μάλιστα, κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι γέφυρες που ρίχνει το Μαξίμου δεν είναι για να υπάρξει προοδευτικό πρόσημο στη συνταγματική αναθεώρηση ή για την επίλυση του Μακεδονικού και την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας, αλλά πρωτίστως γίνεται επειδή η καθαρή έξοδος που ονειρεύονται στην κυβέρνηση είναι όχι μόνο ανέφικτη, αλλά πιθανότατα θα χρειαστεί να ληφθούν και πρόσθετα μέτρα σε περίπτωση που σκαλώσει η τέταρτη αξιολόγηση ή οι ανακοινώσεις στις 4 Ιουνίου από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. για το α’ τρίμηνο ανάπτυξης δεν είναι οι προσδοκώμενες. Κυρίως όμως αν στις 21 Ιουνίου στο Eurogroup του Λουξεμβούργου δεν επιτευχθεί, λόγω μη εκπλήρωσης των 88 προαπαιτούμενων, η λεγόμενη «παγκόσμια συμφωνία» για μέτρα, χρέος και μεταμνημονιακή εποπτεία.
 
Κάτι που πιθανότατα θα συμβεί, αφού, όπως ανακοίνωσε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος (και το «ΘΕΜΑ», με άρθρο του γράφοντος, είχε προαναγγείλει από την 5η Μαρτίου) ορισμένα από τα προαπαιτούμενα θα αφεθούν για το φθινόπωρο, μετά το τέλος του Προγράμματος Διάσωσης τον Αύγουστο. Σε αντίθεση με τον υπουργό Οικονομικών, ο πρωθυπουργός και ορισμένοι στενοί του συνεργάτες είναι αισιόδοξοι ότι τον Ιούνιο ή στο Eurogroup της 12ης Ιουλίου θα ανακοινωθεί η αποχώρηση του ΔΝΤ από το Πρόγραμμα, και μάλιστα με την καταβολή εκ μέρους του 1,2 δισ. ευρώ. Πηγές από την Ουάσινγκτον θεωρούν ιδιαίτερα πιθανή μια τέτοια εξέλιξη όχι μόνο επειδή είναι επιθυμία των Ευρωπαίων να αναλάβουν εξ ολοκλήρου (με την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Διάσωσης) οι ίδιοι τα της διευθέτησης εφεξής του οίκου τους και να βοηθήσουν (ακόμη και κάνοντας τα στραβά μάτια αν χρειαστεί) την Ελλάδα, αλλά κυρίως επειδή το ΔΝΤ δεν θέλει να εμφανιστεί ελαστικό στην εφαρμογή του καταστατικού του.

Ενώ η αποχώρηση του ΔΝΤ θεωρείται πιθανή, εκείνο που είναι απίθανο να συμβεί είναι η διευθέτηση του χρέους να περιλαμβάνει και ονομαστικό κούρεμα. Προσώρας θα υπάρξει επιμήκυνση αποπληρωμής, πάγωμα επιτοκίου και αναδιάρθρωση του τρόπου αποπληρωμής κάποιων παλαιότερων δανείων. Ονομαστικό κούρεμα μπορεί να υπάρξει κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον και στο πλαίσιο μιας συνολικής λύσης διεθνώς για τα υπερχρεωμένα κράτη. Στο Μαξίμου αισιοδοξούν επίσης ότι ο νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, ο Σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς, θα είναι λιγότερο αυστηρός και περισσότερο φιλικός από τον Σόιμπλε. Παρά όμως τις αλλαγές που έχουν επέλθει και στο Eurogroup (επικεφαλής είναι πλέον ο Πορτογάλος Μάριο Σεντένο), συγκεκριμένες και ουσιαστικές αποφάσεις για το χρέος είναι δύσκολο να ληφθούν πριν από την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης. Και οπωσδήποτε θα συνδέονται με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων. Ο σκεπτικισμός με τον οποίο, όπως λέγεται, αντιμετωπίστηκε το (προ)σχέδιο του αναπτυξιακού προγράμματος ενδεχομένως είναι και μήνυμα στην κυβέρνηση να σταματήσει κινήσεις (διορισμούς, παροχολογία κ.ά.) που καλλιεργούν προεκλογικό κλίμα. Και τούτο επειδή η συμφωνία που υπάρχει για να βοηθηθεί η Ελλάδα από τους Ευρωπαίους εταίρους είναι να μη γίνουν πρόωρες εκλογές.

Γι’ αυτό και είναι λανθασμένες οι προβλέψεις και τα σενάρια για προσφυγή στις κάλπες αμέσως μετά τον Αύγουστο. Το «απαγορευτικό» της Κομισιόν για εκλογές το 2018 εκτός της κυβερνήσεως έχει διαμηνυθεί και στην αντιπολίτευση. Και φυσικά είναι εκτός τόπου και χρόνου η φημολογία που διακινείται τις τελευταίες ημέρες σε πολιτικά και δημοσιογραφικά γραφεία για εκλογές τον Ιούνιο. Με το θερμόμετρο στα Ελληνοτουρκικά στο κόκκινο, τη μετάθεση της επίλυσης του Μακεδονικού ουσιαστικά για μετά το θέρος, την έξοδο από τα μνημόνια να είναι η ύψιστη προτεραιότητα του Τσίπρα και, το κυριότερο, την αγωνία στο κατακόρυφο για πιθανή διεύρυνση του πολέμου στη Συρία που θα βάλει φωτιά σε ολόκληρη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και πιθανώς τον πλανήτη, «μόνο κάποιος επικίνδυνα ανεύθυνος, ηλίθιος ή τρελός θα μπορούσε να διανοηθεί να στήσει κάλπες στο επόμενο δίμηνο», αποφαίνεται -και ορθώς- κορυφαίος υπουργός και εξ απορρήτων του πρωθυπουργού…

Exit mobile version