Η αλήθεια βέβαια -σχετικά με τις εκλογές και τι θέλει η Κουμουνδούρου- είναι εντελώς άλλη. Από όσους μετείχαν στη συζήτηση ο μόνος που δήλωσε έτοιμος για εκλογές ήταν ο βουλευτής και πρώην υπουργός Δημήτρης Βίτσας. Και μάλιστα υποστήριξε ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα πρέπει, διά του αρχηγού της, να τις ζητήσει. Δυστυχώς για τον Δ’ αντιπρόεδρο του Ελληνικού Κοινοβουλίου, η επιθυμία του για κάλπες δεν βρήκε κανέναν οπαδό, καθώς όλοι οι σύντροφοί του τάχθηκαν κατά. Το ίδιο και ο τέως πρωθυπουργός.
Ακόμη και η εκτίμηση ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προσφύγει σε εκλογές το φθινόπωρο δεν έχει πολλούς οπαδούς. Μόνη εξαίρεση, που θέλουν το θέμα των εκλογών να διατηρείται ζεστό, είναι ορισμένα πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ανήκουν στην ομάδα Σοσιαλιστική Συμμαχία και συσπειρώνονται γύρω από τον Χρήστο Σπίρτζη, όπως ο Νίκος Μαδεμλής και ορισμένοι άλλοι, που μαζί με τον Χριστόφορο Βερναρδάκη ασχολούνται (ορισμένοι και επαγγελματικά) με τις δημοσκοπήσεις. Και φυσικά όσοι -λίγοι όμως- νομίζουν πως με μετωπική σύγκρουση και ακραία αντιπολίτευση μπορούν να «πελεκήσουν τον Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του».
Οι περισσότεροι στην αξιωματική αντιπολίτευση και ιδιαίτερα οι πιο έμπειροι πολιτικά και κοινοβουλευτικά, έχουν τη γνώμη ότι «δεν υπάρχει λόγος να γίνεται εκτεταμένη συζήτηση» για τέτοια θέματα και πρωτίστως δεν μπορεί να συνδέονται με εκτιμήσεις, όπως αυτή που διατύπωσε ο Αντώνης Κοτσακάς, ότι δηλαδή «λόγω της αναμενόμενης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης θα αναπτυχθεί ριζοσπαστικό κίνημα ενάντια στην κυβέρνηση αντίστοιχο με αυτό της περιόδου 2012-2015», κάτι που ανάγκασε ακόμη και τον Νίκο Παππά, που τάσσεται υπέρ της επιθετικής αντιπολίτευσης, να πει ότι «κακώς γίνεται τέτοια συζήτηση», ενώ κάποιοι άλλοι, όπως ο Θάνος Μωραΐτης, ήταν πιο εκδηλωτικοί λέγοντας: «Είστε με τα καλά σας. Τι είναι αυτά που ακούμε;».
Αυτό που πάντως δεν θέλει να ακούσει ο Αλέξης Τσίπρας είναι η γνώμη την οποία έχουν ορισμένα σοβαρά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν αίσθηση των κοινωνικών διεργασιών και καλή γνώση της αγοράς. Και η οποία συμπυκνώνεται στην εξής διατύπωση: το ερώτημα δεν είναι αν ο Μητσοτάκης θα κάνει ή όχι πρόωρες εκλογές, αλλά, αφού εξαντλήσει την πρώτη τετραετία, τι ποσοστό επιτυχίας έχει να κερδίσει μια δεύτερη πλήρη θητεία.
Οσοι έχουν αυτή την προσέγγιση των εξελίξεων θεωρούν ότι οι πιθανότητες του προέδρου της Ν.Δ. να το καταφέρει είναι αυξημένες, υπό την προϋποθεση βεβαίως ότι δεν θα υπάρξουν δραματικές και απρόβλεπτες εξελίξεις. Σίγουρα, μακροπρόθεσμες προβλέψεις, και ιδιαίτερα στους ταραγμένους και δύστηνους καιρούς που ζούμε, δεν μπορούν να γίνουν, όμως -όπως παραδέχονται παράγοντες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ανήκουν είτε στους ρεαλιστές που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜ.ΑΡ. είτε στους νουνεχείς της αριστερής μειοψηφίας του κόμματος- υπάρχουν ορισμένα δεδομένα τα οποία θα πρέπει να ανατρέψει εκ βάθρων ο Τσίπρας για να μπορεί να ελπίζει ότι στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση ο ΣΥΡΙΖΑ θα λάβει μεγαλύτερο ποσοστό.
Το πρώτο είναι η αλλαγή της εικόνας και κυρίως της προσδοκίας των πολιτών. Το 2015 ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκαν ως η ελπίδα για αλλαγή σελίδας, ενάντια στη λιτότητα, στα μνημόνια και την τρόικα. Ηταν η εναλλακτική της Αριστεράς ενάντια στο κατεστημένο της Δεξιάς και της Κεντροαριστεράς. Τώρα αυτό δεν υπάρχει. Η ιδεολογία νικήθηκε κατά κράτος από την πολιτική. Τα υψιπετή οράματα από τη διαχείριση της καθημερινότητας.
Οπως μας λέει χαρακτηριστικά ένας προβεβλημένος κεντροαριστερός, συνοδοιπόρος και συνομιλητής του Τσίπρα, «αυτό που δεν καταλαβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, και μεταξύ αυτών και ο Αλέξης, είναι ότι βρισκόμαστε στην εποχή των προγραμμάτων και όχι των οραμάτων». Για να καταδείξει μάλιστα την αναγκαιότητα να αλλάξει η ατζέντα της Κουμουνδούρου, προκειμένου ο Τσίπρας να έχει στο μέλλον ελπίδες επανόδου στην εξουσία, φέρνει ως παράδειγμα τον αείμνηστο Χέλμουτ Σμιτ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 κάποιος μεγαλόσχημος είπε στον τότε Γερμανό καγκελάριο «Χέλμουτ, πρέπει να κάνεις τον τάδε υπουργό» και όταν αυτός τον ρώτησε γιατί, η απάντηση ήταν «επειδή έχει οράματα». Και η ιστορική ατάκα του Σμιτ ήταν «Wer visionen hat braucht einen psychiater» (όποιος έχει οράματα χρειάζεται έναν ψυχίατρο). Και όπως χαρακτηριστικά αποφαίνεται, με οράματα δεν κερδίζεις εκλογές. Η εξουσία θα αλλάξει βάρδια όταν οι πολίτες κουραστούν από τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, όταν ο χρόνος, τα λάθη και οι παραλείψεις μεγαλώσουν την (αναμενόμενη) κυβερνητική φθορά.
Ο ίδιος συνομιλητής μας θεωρεί ότι «η Κουμουνδούρου είναι χειρότερη από τις Βρυξέλλες». Και ο λόγος, όπως λέει, είναι η δυσκολία συνεννόησης μεταξύ των διαφορετικών ομάδων: «Στην Κομισιόν ή στο Eurogroup τσακώνονται, αλλά στο τέλος, επειδή διακυβεύονται συμφέροντα, συμφωνούν σε μια λύση. Στον ΣΥΡΙΖΑ επειδή το επίδικο είναι η ιδεολογοπολιτική επικράτηση της μιας ομάδας απέναντι στην άλλη οι αποφάσεις καθυστερούν και στο τέλος οι ισορροπίες αποδεικνύονται παραλυτικές».
Επιρρίπτει μάλιστα ευθύνες προσωπικά στον Τσίπρα επειδή, όπως υποστηρίζει, «είναι υπέρ το δέον ισορροπιστής, κάτι που τελικά βλάπτει και τον ίδιο αφού οι ασκήσεις ισορροπίας στις οποίες επιδίδεται υπονομεύουν τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας ηγέτης». Με την άποψη αυτή συμφωνούν κι άλλοι συνομιλητές μας και μάλιστα εις εξ αυτών, βουλευτής και πρώην υπουργός, έχει τη γνώμη ότι ένας από τους λόγους που έχει ανέβει η εκτίμηση και η εμπιστοσύνη του κόσμου στον Μητσοτάκη είναι γιατί ο πρωθυπουργός δίνει την εντύπωση του ηγέτη που λαμβάνει γρήγορα αποφάσεις, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του τις εσωκομματικές ισορροπίες, κάτι που σε περιόδους σοβαρής κρίσης, όπως τώρα με την πανδημία του κορωνοϊού, είναι πολύ σημαντικό στην πολιτική, αφού οι πολίτες αποζητούν ασφάλεια και προστασία. «Απέναντι στον ισορροπιστή Τσίπρα υπάρχει ο αποφασιστικός έως και πατερναλιστής Μητσοτάκης».
Συναφές με το ανωτέρω είναι -όπως παραδέχεται βουλευτής και ιστορικό στέλεχος της Ανανεωτικής Αριστεράς- και το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης κατάφερε να εμπλουτίσει την πολιτική ομάδα διεύθυνσης του Μαξίμου με ένα τεχνοκρατικό, διοικητικό και επιστημονικό προσωπικό με γνώσεις και αποτελεσματικότητα. «Εμείς ακόμη θα ψάχναμε τον Τσιόδρα και τον Χαρδαλιά, ενώ τα πρώτα βιολιά που θα ήθελαν να κάνουν κουμάντο θα ήταν οι υπουργοί μας και πάντως δεν θα άφηναν τον Τσίπρα να αναδείξει, όπως ο Μητσοτάκης, τους υφυπουργούς τους», λέει και συμπληρώνει «εμείς δεν θα είχαμε Σκέρτσο και Γεραπετρίτη ούτε Πιερρακάκη».
Με τα λεγόμενά του δεν θέλει να μεμφθεί, όπως μάς λέει «τον Αλέκο (σ.σ.: Φλαμπουράρη) και τον Βερναρδάκη ή τον Τέρενς Κουίκ και τον Κουρουμπλή», αλλά να υπογραμμίσει ότι «στις σημερινές συνθήκες η τεχνοκρατική επάρκεια, η εξειδικευμένη γνώση, η επιστημονική επάρκεια και η κατανόηση του ευρωπαϊκού και διεθνούς γίγνεσθαι είναι προσόντα εκ των ων ουκ άνευ για όσους φιλοδοξούν να διαχειριστούν τις κρατικές υποθέσεις. Χωρίς αυτά, έστω και ως ομάδες υποβοήθησης της διακυβέρνησης, οι πολιτικοί δεν μπορούν να τα καταφέρουν». Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η επόμενη σύγκρουση στον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι για τη νέα ηγετική ομάδα που πρέπει να πλαισιώσει τον Τσίπρα.
Τα πρόσωπα που θα διαχειριστούν τη δημόσια εικόνα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα πρέπει «να είναι φρέσκα και να μπορούν να σταθούν πολιτικά, τεχνοκρατικά και επικοινωνιακά απέναντι στην ομάδα που έχει, αλλά και αυτούς που ετοιμάζει ο Μητσοτάκης για να κυριαρχήσει στην Κεντροδεξιά και στο πολιτικό σύστημα». Κατά συνέπεια, όπως ομολογεί σε συνομιλητές του και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, η διαχειριστική ικανότητα και επάρκεια των προσώπων είναι το ίδιο σημαντική με την πολιτική οξυδέρκεια και αποτελεσματικότητα στην εποχή των υπερεθνικών παιγνίων και συμφερόντων, της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας και της παγκοσμιοποίησης, καθώς τα σημαντικά προβλήματα που θα αντιμετωπίζουν εφεξής τα κράτη στο εσωτερικό τους θα είναι απολήξεις, εξειδικεύσεις και οπωσδήποτε σε συνάρτηση με τις μεγάλες παγκόσμιες απειλές (πανδημία, κλιματική αλλαγή, μετανάστευση κ.α.) και διευθετήσεις (ενέργεια, διεθνές εμπόριο, χρηματοπιστωτικό σύστημα κ.α.).
Μόνο που ο Αλέξης Τσίπρας δυσκολεύεται να τα επιβάλλει στο κόμμα του, ενώ, λόγω κορωνοϊού, έχει ναυαγήσει και η προσπάθεια αναδιοργάνωσης του ΣΥΡΙΖΑ και ευρύτερα της λεγόμενης Προοδευτικής Παράταξης, μέσω των συμπληρωματικών οργανωτικών σχημάτων και των πολιτικών δορυφόρων που ετοιμάστηκαν ενό ψει του Συνεδρίου της Κουμουνδούρου τον Μάιο. Πλέον, όπως παραδέχονται σχεδόν όλοι, με τους πασοκογενείς πρώτους και καλύτερους, «η διεύρυνση τελείωσε, το εγχείρημα απέτυχε».
Αυτός ήταν και ο λόγος που στην τηλεσυνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ ασχολήθηκαν (εκτός από τις εκλογές, τα υγειονομικά του κορωνοϊού και τα προβλήματα στην οικονομία) εκτενώς και με την προσπάθεια προσέγγισης με τη Χαριλάου Τρικούπη. Στον τομέα αυτό υπάρχουν τρεις προσεγγίσεις. Η πρώτη, πρωτίστως των πασοκογενών, τάσσεται υπέρ της συνεργασίας των δύο κομμάτων. Η δεύτερη, της προεδρικής πλειοψηφίας, υπέρ της σύγκλισης στο όνομα της μεγάλης Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης. Και η τρίτη, της αριστερής μειοψηφίας, υπέρ της συμμαχίας της Αριστεράς με την Κεντροαριστερά στα πρότυπα του Λαϊκού Μετώπου του παρελθόντος.
Είναι, όπως τη χαρακτηρίζει εις εκ των συμμετεχόντων στη συζήτηση, «η πολιτική των τριών σίγμα» ήτοι Συνεργασία – Σύγκλιση – Συμμαχία. Εφεξής, λοιπόν, ο Αλέξη Τσίπρας θα έχει μόνιμα στη ρητορική του τη «συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων για μια προοδευτική προγραμματική διακυβέρνηση». Και επειδή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει κατανοήσει ότι στις εκλογές -με απλή αναλογική- δεν θα είναι, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, πρώτο κόμμα, έχει βάλει στο στόχαστρο το ΚΙΝ.ΑΛ. Ελπίζει να ευδοκιμήσει η παρασκηνιακή προσπάθεια να έρθουν, μέσω προγραμματικών συμπτώσεων, κοντά τα δύο κόμματα.
Αυτός άλλωστε ήταν και ένας από τους λόγους που ο Γιώργος Σταθάκης έλαβε εντολή να ξαναγράψει το πρόγραμμα που είχε ετοιμάσει για να εγκριθεί από το συνέδριο. Ο ουσιαστικός βέβαια είναι ότι ο κορωνοϊός έχει αλλάξει τα πάντα. Και ιδιαίτερα η αβεβαιότητα τόσο για την υγειονομική εξέλιξη όσο, κυρίως, για τις επιπτώσεις στην οικονομία, στην κοινωνική συνοχή και την επόμενη μέρα στην Ε.Ε., η δοκιμασία της οποίας θα είναι, όπως εγκύρως προβλέπεται ακόμη και από θεσμικούς της παράγοντες, μεγαλύτερη του αναμενομένου και κατά συνέπεια και στα καθ’ ημάς.
Και όπως προείπαμε, οι πολίτες, σύμφωνα και με όλες τις έρευνες κοινής γνώμης, προτιμούν την επιδεικνυόμενη διαχειριστική επάρκεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη και δεν συγκινούνται από τους γενικούς αφορισμούς της αντιπολίτευσης. Η επόμενη εκλογική αναμέτρηση, αφού η «ελπίδα» και η «εναλλακτική» ως προτάσεις διακυβέρνησης χάθηκαν, θα κριθεί από τα τεκμηριωμένα προγράμματα των κομμάτων, τη διαχειριστική ικανότητα των προσώπων και τα αισθήματα εμπιστοσύνης και ασφάλειας που εκπέμπουν οι ηγεσίες τους.
Η αίσθηση αυτή διαχέεται και στο μεγαλύτερο τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, όμως η πρόσφατη τηλεσυνεδρίαση του Πολτικού Συμβουλίου δεν έδειξε, πλην εξαιρέσεων, να είναι έτοιμη να βάλει το χέρι επί τον τύπον των ήλων.
Ο Τσίπρας όσο αποφεύγει να τα σπάσει με τους πολεμοχαρείς του κόμματός του τόσο θα αναζητεί βηματισμό προς την εξουσία και δεν θα τον βρίσκει. Και μπορεί προσώρας να μην αμφισβητείται το αρχηγικό του ιμπέριουμ στον ΣΥΡΙΖΑ, όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να σταματήσουν οι συζητήσεις για το τι θα γίνει σε περίπτωση νέας ήττας. Και μπορεί η συζήτηση στις Βρυξέλλες ανάμεσα στον Τσακαλώτο, την Αχτσιόγλου, και άλλους εκ των «53», προσκεκλημένους του ευρωβουλευτή Κούλογλου να ήταν μεταξύ τυρού και αχλαδιού, όμως, όπως λένε, τρώγοντας έρχεται η όρεξη…