Με επίθεση κατά των δημοσκόπων επιχειρεί ο πρωθυπουργός να αντικρούσει τις μεγάλες διαφορές που καταγράφουν τα γκάλοπ
Εκτός δραματικού απροόπτου οι βουλευτικές εκλογές θα γίνουν στη λήξη της τετραετίας. Η υπερψήφιση, με ευρύτατη πλειοψηφία, της πρότασης για αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από τη διάλυση της Βουλής το πιστοποιεί. Πλέον, η επόμενη κυβέρνηση μαζί με τη δεδηλωμένη των 151 βουλευτών θα πάρει, εν είδει μπόνους, και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όποιος κερδίσει τις εθνικές εκλογές και σχηματίσει κυβέρνηση τα παίρνει όλα. Τα σενάρια για δεξιά ή αριστερή παρένθεση τελειώνουν. Αρκεί βεβαίως η επόμενη Βουλή να ολοκληρώσει τη συνταγματική αναθεώρηση και να μην την “κάψει” – όπως ορισμένα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιθυμούν – με τη δικαιολογία ότι είναι άτολμη σε θέματα όπως τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, το περιβάλλον κ.α.
Το ερώτημα είναι γιατί ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίστηκε τόσον γενναιόδωρος έναντι του Κυριάκου Μητσοτάκη, αφού ο αρχηγός της ΝΔ θα είναι πιθανότατα ο διάδοχός του στην πρωθυπουργία. Τα τέσσερα χρόνια στο Μαξίμου τον ωρίμασαν και από πολιτικός τζογαδόρος έγινε θεσμικός παράγων; Θέλει ο επόμενος πρόεδρος της κυβερνήσεως να έχει λυμένα τα χέρια του ώστε να επικεντρωθεί αποκλειστικά στα ζέοντα θέματα της διακυβέρνησης και να μην σπαταλά δυνάμεις σε κομματικές διαπραγματεύσεις και θεσμοπολιτικές ισορροπίες;
Δεν πιστεύει στο σενάριο της δεξιάς παρένθεσης; Θεωρεί ότι οι πολίτες θα τιμωρήσουν σκληρά όποιον επιχειρήσει να στηθούν εκ νέου κάλπες, λίγους μήνες μετά τις εκλογές; Πίστευε ότι η ΝΔ δεν θα ψήφιζε τη διάταξη; Πιθανώς να είναι αυτά ή και κάποια άλλα, όπως για παράδειγμα η “ξεκούραση του πολεμιστή” προκειμένου να διευθετήσει τα του (κεντροαριστερού) οίκου του, αλλά και για να φθαρεί ο αντίπαλος καθώς τα επόμενα χρόνια η πορεία, ειδικά στην οικονομία, είναι, όπως οι περισσότεροι συνομολογούν, ναρκοθετημένη.
Αν και το πιθανότερο είναι πως ο πρωθυπουργός, καθαρίζει το τοπίο, επειδή έχει την πεποίθηση ότι τις εκλογές θα τις κερδίσει πάλι αυτός και όχι ο Μητσοτάκης. Μπορεί να φαντάζει περίεργο και να είναι κόντρα στις δημοσκοπήσεις και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα όμως όσοι γνωρίζουν τον Αλέξη Τσίπρα και συνομιλούν μαζί του δηλώνουν ότι ο πρωθυπουργός δεν κάνει “ασκήσεις θάρρους”, όταν δηλώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει και πάλι τις εκλογές, αλλά το πιστεύει. Ενδεχομένως, όπως μάς λέει και κορυφαίος πολιτικός παράγων (που έχει βρεθεί και ο ίδιος σε υψηλό πολιτειακό αξίωμα) “εάν δεν το πίστευε δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του, θα κατέρρεε”. Και για να κερδίσει τις εκλογές πρέπει να σταματήσει να χάνει στις δημοσκοπήσεις.
Πρέπει να ανατρέψει την (σχεδόν παγιωμένη) αντίληψη ότι νικητής των εκλογών, όποτε κι αν αυτές γίνουν, θα είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η, επί μακρού χρόνου, θηριώδης διαφορά της ΝΔ στην παράσταση νίκης έχει δημιουργήσει μια πραγματικότητα που για να αναιρεθεί χρειάζεται το Μαξίμου και η Κουμουνδούρου να καταφύγουν σε …δολιοφθορά. Και η αμφισβήτηση της εγκυρότητας των ευρημάτων επειδή “οι δημοσκόποι είναι απατεώνες και υπηρετούν πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα” παραδοσιακά είναι η καλύτερη μέθοδος και διαχρονικά η πιο αγαπημένη των πολιτικών, όταν οι μετρήσεις της κοινής γνώμης δεν είναι ευχάριστες γι’ αυτούς και δεν εξυπηρετούν τα σχέδια τους.
Με την επίθεση που εξαπέλυσε κατά των δημοσκόπων ο πρωθυπουργός ελπίζει να εισάγει στο σώμα των ψηφοφόρων το μικρόβιο της αμφιβολίας. Ό,τι δηλαδή τα ποσοστά που γνωστοποιούνται δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Και τρανή απόδειξη γι’ αυτό οι δημοσκοπικές αστοχίες στο δημοψήφισμα και τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015. Βεβαίως, ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του ξεχνούν ότι ακόμη και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων, που δίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ τις μικρότερες διαφορές από τη ΝΔ τόσο στις εκλογές όσο και στο δημοψήφισμα είχαν πέσει έξω στις προβλέψεις τους.
Για παράδειγμα η ALCO και η Prorata στις εκλογές του Σεπτεμβρίου έδιναν προβάδισμα 0,3% και 3% στον ΣΥΡΙΖΑ και τελικά η κάλπη έβγαλε νικητή τον ΣΥΡΙΖΑ με 7,36% (35,46% έναντι 28,10% της ΝΔ). Τώρα οι δύο αυτές εταιρείες -τα ευρήματα των οποίων επικαλούνται τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη για δείξουν ότι η διαφορά δεν είναι διψήφια, όπως καταγράφεται από τις άλλες εταιρείες- δίνουν στις δημοσκοπήσεις του Φεβρουαρίου η μεν πρώτη 6,5 μονάδες διαφορά υπέρ της ΝΔ και η δεύτερη 5,5.
Είτε λοιπόν θα δεχθούμε ότι και αυτές ψεύδονται και παίζουν παιχνίδια είτε όντως η ΝΔ προηγείται. Το εύρος της διαφοράς ενδεχομένως να μην είναι όσο μεγάλο κάποιοι πιθανολογούν όμως είναι σημαντικό. Μπορεί να μην είναι 11-12% είναι όμως 7-8%. Και το κυριότερο: είναι σταθερά επαναλαμβανόμενο για περισσότερο από δύο χρόνια. Αδιαμφισβήτητα τους τελευταίους μήνες καταγράφεται κλείσιμο της ψαλίδας, όμως, όπως η πλειονότητα των δημοσκόπων ομολογεί, ο ρυθμός είναι αργός και τα ποσοστά της μείωσης μικρά. Και οπωσδήποτε η παρατηρούμενη μείωση της ψαλίδας προέρχεται από την αύξηση της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Από το 35% έχει φτάσει στο 55%, αλλά, όπως παραδέχονται και οι περί τα εκλογικά ειδήμονες, ακόμη κι αν καταφέρει να φτάσει στο 70% της εκλογικής δύναμης του 2015 είναι αδύνατο ο ΣΥΡΙΖΑ να κόψει πρώτος το νήμα της κάλπης. Το ίδιο θα συμβεί ακόμη και στην περίπτωση που από τη δεξαμενή των αναποφασίστων ψηφοφόρων καταφέρει να αλιεύσει το σύνολο όσων προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην καλύτερη των περιπτώσεων η κομματική συσπείρωση, μαζί με τις μικρές ροές που έχει από ψηφοφόρους άλλων κομμάτων, μπορεί να δώσει στον Αλέξη Τσίπρα ένα ποσοστό που, για το ελληνικό κοινοβούλιο, θα βρίσκεται κοντά σε αυτό (26,7%) που έλαβε τον Ιούνιο του 2012. Σε κάθε δε περίπτωση, όπως λένε, θα χρειαζόταν πολύ περισσότερος χρόνος και μεγάλες αλλαγές άμα και ανατροπές στην ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική προκειμένου, στους επόμενους έξι μήνες οπότε και θα στηθούν οι κάλπες, να αποδώσουν εκλογικά για τον ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς, για τον Αλέξη Τσίπρα δεν μπορεί να κάνει εκλογές μετά τον Οκτώβριο.
Ενδεχομένως, όπερ και το πιθανότερο, ο πρωθυπουργός επιλέγει να εξαντλήσει την τετραετία επειδή πιστεύει ότι το θέρος το οικονομικό και κοινωνικό κλίμα θ’ αρχίσει να βελτιώνεται αισθητά και κατά συνέπεια η μείωση της ψαλίδας θα συντελεστεί με πιο γοργό ρυθμό. Ο καθένας έχει δικαίωμα στην ελπίδα και στο όνειρο, όμως δεν είναι οι δημοσκόποι που στερούν από τον πρωθυπουργό αυτό το δικαίωμα. Μπορεί οι εταιρείες μετρήσεων “να κάνουν παιχνίδι” και οι δημοσκοπήσεις, πολλές φορές, να μετατρέπονται σε όργανα πολιτικής ακόμη και χειραγώγησης της κοινής γνώμης, όμως είναι οι επιλογές, τα μέτρα και οι πολιτικές της κυβερνήσεως αυτά που κυρίαρχα διαμορφώνουν τη διάθεση και τις τάσεις του εκλογικού σώματος. Και η γενικευμένη εντύπωση που υπάρχει είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει τη διάψευση των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει και πρωτίστως την υπερφορολόγηση, που έχει κυριολεκτικά γονατίσει τη μεσαία τάξη.
Ορισμένοι σε Μαξίμου και Κουμουνδούρου θεωρούν ότι τα φτωχοποιημένα στρώματα που σιτίζονται από κάθε λογής επιδόματα, μαζί με τους δημοσίους υπαλλήλους και όσους επωφελήθηκαν από πρόνοιες και προσλήψεις συγκροτούν μια σιωπηρή μάζα ψηφοφόρων, ικανή να ανατρέψει τα προγνωστικά εφόσον συμμετάσχει στις εκλογές. Το πρόβλημα για τον Τσίπρα και τους συνεργάτες του είναι ότι αυτές οι, αριθμητικά σημαντικές, ομάδες ψηφοφόρων δεν είναι εκείνες που διαμορφώνουν τη δυναμική που χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ για να ανατρέψει τις εις βάρος του δυσμενείς εντυπώσεις. Τη δυναμική και το κλίμα τη διαμορφώνουν τα μεσοστρώματα και σ’ αυτά η κυβέρνηση δεν έχει να επιδείξει αξιόλογες επιδόσεις λόγω της υπέρμετρης και εν πολλοίς παράλογης και άδικης φορολογίας που έχει επιβάλλει.
Τη δυναμική και το κλίμα το φτιάχνουν οι ΓΙΔΙΜΗτες (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί) και όχι ο σιωπηλός πληθυσμός όσων οφελήθηκαν και συνεχίζουν να ωφελούνται από διορισμούς, μονιμοποιήσεις και επιδόματα. Μάλιστα, η εκλογική λογική που διέπει αρκετούς από τους επιδοματούχους είναι ίδια με αυτή της πλειοψηφίας των αγροτών: Τα πήραμε από αυτούς που είναι σήμερα στην κυβέρνηση, πάμε να τα πάρουμε και από τους επόμενους. Επειδή τη λογική αυτή τη γνωρίζει, ως είναι φυσικό, και το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβερνήσεως θα πρέπει να αναμένουμε ότι ένα από τα πολωτικά διλλήματα της κάλπης θα είναι και το: Ο Μητσοτάκης θα κόψει ότι σου δώσαμε. Και ένα δεύτερο: Αν βγει η ΝΔ δεν θα πάρεις όσα σχεδιάζουμε (απαριθμώντας ποιά είναι αυτά) να σου δώσουμε. Όμως, όπως παραδέχονται και στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβερνήσεως, όσο η ατζέντα των μειώσεων στη φορολογία βρίσκεται στα χέρια της ΝΔ και του Μητσοτάκη η ανάκαμψη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες, που μαζί με τους αγρότες δίνουν και τον τόνο κάθε φορά του εκλογικού αποτελέσματος, είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Εκτός από τα ανωτέρω, ένας πολύ μεγάλος κίνδυνος για τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ (από τη στιγμή που οι βουλευτικές εκλογές δεν θα γίνουν μαζί με τις ευρωπαϊκές και τις αυτοδιοικητικές) είναι το ΚΙΝΑΛ. Μπορεί τα ποσοστά που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις να μην είναι μεγάλα και σίγουρα όχι διψήφια, όμως υπάρχει σοβαρή πιθανότητα, λένε ορισμένοι αναλυτές, ένα τμήμα παλαιών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, που έχει μεταναστεύσει στην ΣΥΡΙΖΑ στις 26 Μαΐου να προσανατολιστεί σε ένα είδος “ενοχικής ψήφου”, αφενός για να στείλει μήνυμα στην κυβέρνηση και αφετέρου στο όνομα του ηρωϊκού παρελθόντος της Χαριλάου Τρικούπη. Εάν αυτό συμβεί και επειδή ούτως ή άλλως στις ευρωεκλογές ευνοείται η διασπορά της ψήφου σε μικρότερα κόμματα μπορεί(;) το ΚΙΝΑΛ να φτάσει το 10%. Στην περίπτωση αυτή και με δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές, αν πιστέψουμε τους αναλογιστές των εταιρειών δημοσκοπήσεων, δύσκολα θα ξεπεράσει το 22% τότε θα αλλάξουν οι όροι όχι μόνον στο παιχνίδι της διακυβέρνησης, αλλά και στην Κεντροαριστερά.
Είναι διαφορετικό η αναλογία ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝΑΛ να είναι 1:5 και εντελώς διαφορετικό η αναλογία να πέσει στο 1:2. Σχηματικά μιλώντας, αν ο ΣΥΡΙΖΑ πάρει 25% και το ΚΙΝΑΛ 5% δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι ο Τσίπρας έχει καθαρίσει υπέρ του την υπόθεση επόμενη μέρα στην Κεντροαριστερά. Αν όμως λάβει 22% και το ΚΙΝΑΛ 10% τότε θα είναι η Φώφη Γεννηματά που θα βγει στα παραθύρια και θα εγκαλεί τον Αλέξη Τσίπρα ότι δεν είναι αυτός ο εκφραστής της Κεντροαριστεράς και ότι η Κουμουνδούρουν έχει πατήσει το κουμπί “κάθοδος” στο ασανσέρ του προοδευτικής πολυκατοικίας, σε αντίθεση με τη Χαριλάου Τρικούπη που η φωτεινή ένδειξη στην καμπίνα της γράφει “άνοδος”.
Μπορεί με τα έως τώρα γνωστά δημοσκοπικά ευρήματα η πιθανότητα αυτή να έχει μικρό βαθμό ευδοκίμησης όμως απασχολεί την κυβέρνηση, ειδικά από τη στιγμή που η επιχείρηση διεύρυνσης προς την Κεντροαριστερά δεν φαίνεται να αποδίδει τα αναμενόμενα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, όπως η υπουργοποίηση των Τόλκα και Μωραΐτη, φαίνεται ότι σε επίπεδο συσπείρωσης, περισσότερο ευνόησε το ΚΙΝΑΛ παρά τον ΣΥΡΙΖΑ. Όπως ενισχυτική της συσπείρωσης του ΚΙΝΑΛ εκτιμάται πως είναι και η δήλωση του υπουργού Επικρατείας Χριστόφορου Βερναρδάκη ότι το ΚΙΝΑΛ μπορεί να μην πιάσει το όριο του 3%. Δήλωση, η οποία εκτός από οργή και συσπείρωση των ψηφοφόρων της Χαριλάου Τρικούπη προκάλεσε και δυσφορία σε υψηλόβαθμα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αφού εκτός από άστοχη θεωρήθηκε και αμετροεπής. Εκτός όμως από το ποσοστό που ενδέχεται να λάβει το ΚΙΝΑΛ προβληματισμό στην Κουμουνδούρου προκαλεί και η εκτίμηση ότι η Χαριλάου Τρικούπη μπορεί να εκλέξει ίσως και 70 δημάρχους και σίγουρα δύο, αν όχι τρεις περιφερειάρχες, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ το πιθανότερο είναι σε αυτοδιοικητικό επίπεδο να υποστεί Ματζικέρτ.
Αν οι εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν και με δεδομένο ότι ο Γιάννης Σγουρός θα λάβει ποσοστό μεγαλύτερο του 10% στην Αττική τότε είναι πολύ πιθανό το άθροισμα των ψήφων που θα λάβει το ΠΑΣΟΚ στις περιφερειακές εκλογές να φτάνει ή και να ξεπερνά το 10%, κάτι που εκ των πραγμάτων θα προβληθεί δεόντως από τη Χαριλάου Τρικούπη προκειμένου να αποκρούσει την επίθεση Τσίπρα για κατάληψη του χώρου της Κεντροαριστεράς.
Σημειώνουμε πως σοβαροί αναλυτές υποστηρίζουν πως όσο δύσκολο είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές να ξεπεράσει το 21-22% εξίσου δύσκολο είναι και στη ΝΔ να καταγράψει ποσοστό μεγαλύτερο του 30%. Πιθανολογείται ότι τα μικρά και μικρότερα κόμματα θα είναι ενισχυμένα στην ευρωκάλπη χωρίς να αποκλείεται στην ευρωβουλή η χώρα να εκπροσωπηθεί ακόμη και από επτά κόμματα. Πονοκέφαλο σε Μαξίμου και Κουμουνδούρου προκαλεί και το γεγονός ότι τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων δείχνουν ένα ποσοστό περίπου 10% αριστερόστροφων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ να κρατά αποστάσεις από την κυβέρνηση και μάλιστα είναι ισχυρή η πιθανότητα αυτοί να προτιμήσουν την αποχή. Το ποσοστό συμμετοχής είναι και ο εφιάλτης του κυβερνώντος κόμματος. Εικάζεται πως αν η αποχή είναι μεγάλη τότε το κόμμα που θα πληγεί περισσότερο είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που ο Τσίπρας θέλει στις 26 Μαΐου να επικρατήσει η πόλωση στην εκλογική αναμέτρηση. Πιστεύει ότι μόνον έτσι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ θα κινητοποιηθούν.
Εξάλλου γι’ αυτό και αποφασίστηκε οι αυτοδιοικητικές εκλογές να γίνουν μαζί με τις ευρωεκλογές. Το Μαξίμου θέλει να υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή και οι εκλογές για δημάρχους, περιφερειάρχες και συμβούλους ευνοεί την προσέλευση του κόσμου στις κάλπες. Με τη συμμετοχή και την πόλωση ο Αλέξης Τσίπρας ελπίζει να διαψεύσει τους δημοσκόπους.
Εάν τα καταφέρει έχει καλώς. Εάν όχι, τότε τους επόμενους μήνες θα ταλαιπωρηθεί αφάνταστα και πιθανότατα στις βουλευτικές εκλογές η διαφορά θα μεγαλώσει, ειδικά αν τα ποσοστά που θα λάβουν τα κόμματα δείξουν ότι ο συριζα είναι απερχόμενη δύναμη. Αν μάλιστα η διαφορά είναι μεγαλύτερη από 7-8 μονάδες δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και η πιθανότητα να υπάρξει προσφυγή στις κάλπες ακόμη και μεσούντος του θέρους.
Τέλος, το γεγονός ότι η ΝΔ προσέδωσε χαρακτήρα δημοψηφίσματος στις ευρωεκλογές είναι ένας ακόμη πονοκέφαλος για τον Τσίπρα. Από τη μια η μετωπική και πολωτική αντιπαράθεση τον ευνοεί για να αυξήσει τα ποσοστά συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη όμως αν το ποσοστό της αντιπολίτευσης ξεπεράσει το 75% και ο ΣΥΡΙΖΑ κινηθεί κάτω από το 25% είναι δύσκολο να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει -και με την κάλπη, όχι με τις δημοσκοπήσεις- δυσαρμονία της κυβερνητικής πλειοψηφίας με τη λαϊκή βούληση. Στην περίπτωση αυτή η προσφυγή στη βουλευτική κάλπη ενδέχεται να επιβληθεί εκ των πραγμάτων αφού η δυσαρμονία επιλύεται μόνον από τους πολίτες στις κάλπες…