Η σταδιακή άρση της καραντίνας σηματοδοτεί και την επόμενη μέρα της πανδημίας του κορωνοϊού. Το υγειονομικό στοίχημα κερδήθηκε. Τουλάχιστον προσώρας. Τώρα το πρόβλημα είναι η οικονομία. Στην κυβέρνηση εμφανίζονται να έχουν πλήρη επίγνωση αφενός της αυξημένης δυσκολίας που παρουσιάζει η επίλυση των παρενεργειών στις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους και αφετέρου της (αναμενόμενης) όξυνσης της πολιτικής αντιπαράθεσης για τα θέματα της ύφεσης, της ανεργίας, των επενδύσεων, των οικονομικών ενισχύσεων και των εργασιακών δικαιωμάτων.
Ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του μπορεί να έχουν αίσθηση της έκτασης και έντασης της επαπειλούμενης οικονομικής κρίσης, όμως επειδή αυτή είναι συνάρτηση της προόδου (σε φάρμακα και κυρίως εμβόλιο) από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, είναι λογικό να έχουν δυσκολία στην εξειδίκευση των οικονομικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις στην κοινωνία. Εχουν αποφασίσει πάντως να μην κάνουν πολιτική διαχείριση της οικονομικής κρίσης, προσφεύγοντας σε πρόωρες εκλογές, όπως κάποιοι, ακόμη και από τη συμπολίτευση, προτρέπουν.
Οπως μας λένε, αυτό που προέχει είναι, εκτός από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, να στηριχθούν κλάδοι και επιχειρήσεις που είτε είναι στρατηγικής σημασίας για την οικονομία, είτε συμβάλλουν σημαντικά στο ΑΕΠ της χώρας, είτε έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα στον ευρωπαϊκό και διεθνή ανταγωνισμό. Και οι οποίες -όχι όλες, αλλά αρκετές- βρίσκονται σε μειονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών τους που βρίσκονται στις πλούσιες χώρες και οι οποίοι στηρίζονται αναφανδόν από τις κυβερνήσεις τους.
Με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία, η οποία εμφανίζεται διατεθειμένη να ενισχύσει με περίπου 1 τρισ. ευρώ εταιρείες γερμανικών συμφερόντων προκειμένου αυτές όχι μόνο να ξεπεράσουν τα προβλήματα, αλλά και να επεκταθούν εξαγοράζοντας τα «διαμάντια» των φτωχότερων κρατών που έχουν πληγεί από την επιδημία του κορωνοϊού.
Περί κρατικοποιήσεων
Κρατικοποιήσεις πάντως, κατόπιν ωρίμου σκέψεως και για να μην επαναληφθούν αρνητικά φαινόμενα του παρελθόντος, δεν θα γίνουν, παρότι υπήρξαν σχετικές εισηγήσεις και κατά ορισμένους, σε κάποιες περιπτώσεις, ίσως να είναι και η καλύτερη λύση. Εξετάζεται, όμως, σοβαρά η ενίσχυση των πληττόμενων επιχειρήσεων να μην περιοριστεί μόνο στη ρευστότητα που έχουν δεσμευθεί ότι θα παράσχουν οι τράπεζες, αλλά να γίνει και με απευθείας κρατική βοήθεια είτε με συνδυασμό δανείων και κεφαλαιακών ενισχύσεων είτε με αγορά προνομιούχων (και όχι κοινών) μετοχών, ακόμη και με CoCos και warrants.
Εν πάση περιπτώσει, να δοθεί με τρόπους που να στηριχθούν μεν οι επιχειρήσεις, αλλά να μην εξαερωθεί -όπως έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ με τις τράπεζες- και η κρατική ενίσχυση. Ο προβληματισμός εστιάζεται τόσο σε επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος, όπως για παράδειγμα η ΔΕΗ, ο ΟΛΘ, η Αττικό Μετρό, όσο και σε ιδιωτικές εταιρείες όπως η Aegean, η ΔΕΛΤΑ, ο ΕΛΛΑΚΤΩΡ, καθώς και σε εταιρείες ή κλάδους (τουρισμός, μεταφορές, ιχθυοκαλλιέργειες, οινοποιία κ.ά.) που τα προϊόντα τους έχουν αξιοπρόσεκτη προστιθέμενη αξία και λόγω της πανδημίας αντιμετωπίζουν πρόσθετα και σοβαρά προβλήματα λειτουργίας ακόμη και επιβίωσης.
Κρίσιμο πάντως μέγεθος για το τι τελικά (και σε ποια έκταση) θα συμβεί είναι οι αποφάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων. Η 6η Μαΐου, που η Κομισιόν θα παρουσίαζε, όπως συμφωνήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής της 22ας Απριλίου, την πρότασή της για το Ταμείο Ανάκαμψης και Αλληλεγγύης και τους τρόπους χρηματοδότησης των κρατών-μελών της Ε.Ε., παρήλθε άπρακτη. Σύμφωνα με πληροφορίες -και επειδή οι διαφωνίες Βόρειων και Νότιων παραμένουν ισχυρές- ούτε την επόμενη εβδομάδα, όπως κάποιοι του οικονομικού επιτελείου προεξοφλούσαν, θα έχουμε συμφωνία. Η συζήτηση, σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες, παραπέμπεται για τα τέλη Μαΐου με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουν, ιδιαίτερα οι χώρες που έχουν μεγάλη ανάγκη, τα ποσά που μπορούν να λάβουν και με τι όρους.
Στην κυβέρνηση θεωρούν ότι η ακριβής γνώση περί του recovery fund είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού εάν το ποσό που θα (δικαιούται να) πάρει η χώρα μας είναι, όπως υπολογίζεται, της τάξεως των 20 δισ. ευρώ και από τα οποία το 50% θα είναι επιχορήγηση και το υπόλοιπο δάνειο με χαμηλό επιτόκιο, τότε μπορεί να μην πάρει το δάνειο που της αντιστοιχεί από τα 240 δισ. ESM (περίπου 4 δισ.) και να γλιτώσει έτσι τις μνημονιακές δεσμεύσεις που αυτό συνεπάγεται.
Αντίθετα μπορεί να εκμεταλλευτεί τα μερίδια (περίπου 5 δισ.) που της αντιστοιχούν από το πρόγραμμα (100 δισ.) της Κομισιόν για την απασχόληση και τα 200 δισ. της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Αν στα προαναφερόμενα 25 δισ. (20+5) προσθέσουμε τουλάχιστον άλλα 25 που υπάρχουν από τα ταμειακά διαθέσιμα, τις εισπράξεις από τις εκδόσεις ομολογιών και το λεγόμενο «μαξιλάρι» του ΣΥΡΙΖΑ, τότε η χώρα μπορεί να διαθέσει έως και 50 δισ. για να αντιμετωπίσει την κρίση λόγω κορωνοϊού.
Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και τα περίπου 15 δισ. δάνεια που οι διοικήσεις των τραπεζών δεσμεύτηκαν ότι θα διαθέσουν στις επιχειρήσεις εντός του 2020 και με διαφοροποιημένα, συγκριτικά με το παρελθόν, κριτήρια όσον αφορά τις εμπράγματες διασφαλίσεις τους.
Η σχετική (ταμειακή και σε επίπεδο εγγυήσεων) άνεση σε συνδυασμό με την κρυφή -εδραζόμενη όμως σε πληροφορίες- αισιοδοξία ότι εντός του 2020 θα έχει βρεθεί το εμβόλιο για τον COVID-19 και δεν θα χαθεί εντελώς η τουριστική περίοδος είναι, όπως λέγεται, και ο λόγος που ο υπουργός Οικονομικών εμφανίζεται υπεραισιόδοξος για το ποσοστό της ύφεσης στα καθ’ ημάς. Το -4,7% είναι κοντά στο -4% που προβλέπει ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, όμως απέχει παρασάγγας από το -9,7% που προβλέπει η Κομισιόν. Κυβερνητικοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων και στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού, θα προτιμούσαν πάντως, όπως λένε, ο Χρήστος Σταϊκούρας να υιοθετήσει την άποψη της Κομισιόν προκειμένου να αποφευχθεί, στο μέλλον, πολιτική σύγκρουση με την αντιπολίτευση για τα ποσοστά της ύφεσης και τις συνακόλουθα κυβερνητικές ευθύνες.
Επίσης θα προτιμούσαν η Κριστίν Λαγκάρντ να στείλει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα -και να μην περιμένει τρεις μήνες- στη Γερμανία την απάντηση της ΕΚΤ σχετικά με τη νομική αμφισβήτηση της εγκυρότητα της Ποσοτικής Χαλάρωσης από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό της Δικαστήριο. Η ένταξη προσφάτως των ελληνικών ομολόγων στο Πρόγραμμα -κατά παρέκκλιση των κανόνων και με αιτιολογία την αντιμετώπιση της πανδημίας- αποτελεί σημαντικό πρόσθετο χρηματοδοτικό εργαλείο για να αντιμετωπίσει με επιτυχία η χώρα μας την κρίση. Και κατά συνέπεια, οποιαδήποτε αμφισβήτηση που θα αυξήσει τις πιέσεις των αγορών και ιδιαίτερα των «κορακιών» θα συνιστούσε αρνητική εξέλιξη.
Ομως δεν είναι μόνο η Ελλάδα, είναι η ίδια η ΕΚΤ και το ενωσιακό δίκαιο που θα τιναχτούν στον αέρα αν γίνουν δεκτές οι ενστάσεις του δικαστηρίου της Καρλσρούης. Η ΕΚΤ, όπως μας λέει ανώτερο στέλεχός της, είναι ευρωπαϊκή αρχή και απολογείται μόνο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εάν αρχίσει κάθε εθνικό δικαστήριο των κρατών-μελών της Ε.Ε. να την εγκαλεί για αποφάσεις της, τότε ουσιαστικά καταργείται, ενώ καίριο πλήγμα θα δεχθεί και η συνοχή της Ε.Ε., αφού ιδιαίτερα οι ακραίοι λαϊκιστές και οι αντιευρωπαϊστές θα μπορούν να φορτώνουν στη Φρανκφούρτη δικές τους εγχώριες ευθύνες. Για να εκτονώσει την ένταση, η διοίκηση της ΕΚΤ θα στείλει -ενδεχομένως και εντός του Μαΐου και μάλιστα μέσω της Μπούντεσμπανκ και όχι απευθείας στο γερμανικό δικαστήριο- κάποιες από τις μελέτες που τεκμηριώνουν τις αποφάσεις της για την Ποσοτική Χαλάρωση.
Οι προοπτικές
Πάντως και εν κατακλείδι, το Μαξίμου ελπίζει ότι στο πεντάμηνο της (βασίμως πιθανολογούμενης) ύφεσης του κορωνοϊού θα ξεκαθαρίσουν τα δεδομένα της επίπτωσης από την πανδημία στην οικονομία, η ζημιά θα είναι μεγάλη αλλά όχι ανεπανόρθωτη, ενώ οι προοπτικές του λεγόμενου αναπτυξιακού ριμπάουντ θα αυξηθούν κατά πολύ εάν δεν έχουμε νέο κύμα πανδημίας και στο μεταξύ έχει βρεθεί, όπως υποστηρίζουν οι ειδήμονες, το εμβόλιο. Η αίσθηση ότι επίκειται η ανακάλυψη εμβολίου και φάρμακο, σύμφωνα με συνεργάτες του πρωθυπουργού, είναι σημαντική παράμετρος στη διαμόρφωση του θετικού κλίματος που χρειάζεται η οικονομία για να αναρρώσει.
Επίσης, και παρά τις επιμέρους ενστάσεις, ακόμη και το άνοιγμα των σχολείων συντελεί στη διαμόρφωση θετικού οικονομικού κλίματος αφού δίνει την εντύπωση επιστροφής στην κανονικότητα. Αρκεί βεβαίως να μην υπάρξουν ατυχήματα που θα οδηγήσουν εκ νέου σε καραντίνα. Ακόμη κι αν δεν έχουμε γενικό lockdown, αλλά επιμέρους περιορισμούς και απαγορεύσεις, η επίπτωση στην ψυχολογία θα θέσει πρόσθετα εμπόδια στην προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας, ενώ θα επιβαρύνει και το πολιτικό κλίμα, το οποίο, όπως πιστοποιούν και οι δημοσκοπήσεις, είναι εύκρατο, σήμερα, για τη συμπολίτευση, αλλά μπορεί να αλλάξει εάν τα πράγματα δεν πάνε, όπως ευελπιστούν ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του, δεξιά.