Το κλίμα πολιτικής οξύτητας, διχασμού και ρεβανσισμού που διαμορφώνεται είναι δύσκολο να διασφαλίσει την κοινωνικοοικονομική ηρεμία που χρειάζεται η επιστροφή στην κανονικότητα και αποτελεί την προϋπόθεση για να εμπιστευτούν τη χώρα οι αγορές, οι διεθνείς οίκοι και οι επενδυτές
Σε περίοδο παρατεταμένης οξύτητας εισέρχεται η πολιτική ζωή, με συνέπειες σαφώς αρνητικές στον δημόσιο βίο και πρωτίστως στην προσπάθεια της χώρας να εξέλθει της ασφυκτικής μνημονιακής επιτροπείας και να επανέλθει στην κανονικότητα.
Μετά το Μακεδονικό, είναι η υπόθεση της Novartis που εκτοξεύει στα ύψη το θερμόμετρο της κομματικής αντιπαράθεσης. Οι δέκα κατηγορούμενοι πολιτικοί, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο πόρισμα που απεστάλη στη Βουλή από την εισαγγελέα (καταπολέμησης της) Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη, και τα κόμματά τους (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ) κατηγορούν ευθέως την κυβέρνηση για σκευωρία, σε συνεργασία μάλιστα, και αυτό είναι το πλέον σοβαρό όλων, με τους δικαστικούς λειτουργούς που διενεργούν τις ανακρίσεις.
Ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς αύριο, Δευτέρα, αναμένεται να καταθέσει μήνυση κατά του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, ενώ το ίδιο θα πράξουν, όπως λέγεται, και άλλοι κατηγορούμενοι. Ο κ. Σαμαράς θα στραφεί και κατά των τριών δικαστών που χειρίζονται την υπόθεση (Ελένη Τουλουπάκη, Χρήστος Ντζούρας, Στυλιανός Μανώλης) επειδή, όπως υποστηρίζει, το όνομά του δεν υπάρχει στο πόρισμα του FBI, αλλά ζήτησε η κυρία Τουλουπάκη να περιληφθεί.
Οι μηνύσεις κατά των ανακριτών και το αίτημα εξαίρεσής τους από τον χειρισμό της υπόθεσης, και μάλιστα με την κατηγορία της συμμετοχής σε πολιτική σκευωρία, το πιθανότερο είναι να οδηγήσουν στην αντικατάσταση της κυρίας Τουλουπάκη και των συνεργατών της, κάτι που, εκ των πραγμάτων, θα οξύνει έτι περαιτέρω τα πνεύματα και θα προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση όχι μόνο στην πολιτική ζωή, αλλά και στον ευαίσθητο χώρο της Δικαιοσύνης. Συνεργάτες του πρωθυπουργού και του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης, πάντως, δεν δείχνουν να ανησυχούν επειδή θεωρούν ότι «η όποια μήνυση κατά κυβερνητικού στελέχους δεν μπορεί να έχει νομική υπόσταση καθώς οι δηλώσεις που έχουν γίνει για τη Novartis και τη δικογραφία είναι γενικές και αξιολογικού χαρακτήρα και δεν επικεντρώθηκαν σε πρόσωπα και συγκεκριμένες πράξεις».
Φάμπρικα διώξεων
Ωστόσο, πολιτικά στελέχη, κυρίως από τον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχουν διαφορετική γνώμη καθώς θεωρούν ότι «η εκδίκαση των μηνύσεων θα γίνει σε διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον και, το κυριότερο, το πηδάλιο της διακυβέρνησης δεν θα βρίσκεται στα χέρια του Τσίπρα, αλλά του Μητσοτάκη». Με απλά λόγια, η επόμενη κυβέρνηση, εφόσον αυτή είναι της Ν.Δ., θα αναζητήσει εκτός από πολιτικές και ποινικές ευθύνες για πράξεις και παραλείψεις υψηλόβαθμων στελεχών της παρούσης. Προανακριτική για τη Novartis θα συστήσει, όπως ανακοίνωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ., με Προανακριτική για τους χειρισμούς στο ίδιο θέμα θα απαντήσει και η επόμενη κυβέρνηση, εφόσον βεβαίως αυτή είναι της Ν.Δ. «Τα όσα δυσάρεστα γίνονται σήμερα θα είναι το υλικό αυτών που θα συμβούν αύριο», μας λέει πρώην υπουργός των κυβερνήσεων Καραμανλή και Σαμαρά, ο οποίος θεωρεί σχεδόν βέβαιο ότι «μετά τη Novartis είναι πλέον σίγουρο ότι η Ν.Δ. θα στήσει ειδικά δικαστήρια για τον Τσίπρα και ορισμένους στενούς του συνεργάτες και υπουργούς».
Σε κάθε περίπτωση, η φάμπρικα των δικαστικών και πολιτικών διώξεων που άνοιξε θα διαρκέσει για πολλούς μήνες ή ακόμη και χρόνια, εάν η δικογραφία, λόγω παραγραφής των αδικημάτων, επιστρέψει στη Δικαιοσύνη προκειμένου να αναζητηθούν οι διαδρομές του μαύρου χρήματος. Οι δέκα πολιτικοί και τα κόμματά τους (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ) θεωρούν ότι αυτό είναι και το κρυφό σχέδιο της κυβέρνησης: να τους μείνει δηλαδή το στίγμα του δωρολήπτη και να περιέλθουν σε κατάσταση πολιτικής ομηρίας τουλάχιστον οι Αντώνης Σαμαράς, Ευάγγελος Βενιζέλος, Αδωνις Γεωργιάδης, Ανδρέας Λοβέρδος, Δημήτρης Αβραμόπουλος και Γιάννης Στουρνάρας. Από την πλευρά της η κυβέρνηση λέει ότι «αφ’ ης στιγμής απεστάλη η δικογραφία στη Βουλή δεν θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Πρέπει να διερευνηθούν οι καταγγελίες για όλα τα πολιτικά πρόσωπα, με δεδομένο τον σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας των εμπλεκομένων».
Κλίμα ακραίας πόλωσης
Το ερώτημα όμως -όπως το διατυπώνουν με αρκετή ανησυχία και σοβαρά κοινωνικά στελέχη και επιχειρηματίες- είναι αν μπορεί η χώρα να αντέξει στο δικαστικό «Survivor» στο οποίο ετοιμάζεται να μπει η πολιτική τάξη. Και όχι μόνο η χώρα, αλλά και η παρούσα κυβέρνηση αν είναι σε θέση να το αντέξει. Μπορεί ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του να δηλώνουν με κάθε ευκαιρία ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας ή το νωρίτερο, μαζί με τις ευρωεκλογές, τον Μάιο του 2019, όμως, όπως παραδέχονται βουλευτές αλλά και υπουργοί, είναι δύσκολο σε κλίμα ακραίας πόλωσης να υπάρξουν επενδύσεις και να επιτευχθούν οι συμφωνημένοι με την τρόικα στόχοι, που τον Αύγουστο θα θέσουν τέρμα στη δανειακή σύμβαση και το Πρόγραμμα Διάσωσης, στο οποίο βρίσκεται από το 2010 η χώρα.
Καυτό τρίμηνο
Και δεν ανησυχεί μόνο η εγχώρια ιθύνουσα τάξη, αλλά και οι εταίροι-δανειστές. Σύμφωνα με καθ’ όλα έγκυρες πληροφορίες, την Πέμπτη, εκτός από το Euroworking Group συνεδρίασε στο Βερολίνο -χωρίς να γίνει γνωστό ή να υπάρξουν ανακοινώσεις- και το κουαρτέτο προκειμένου να εκτιμηθεί η κατάσταση στην Ελλάδα. Επισημαίνουμε ότι το επόμενο τρίμηνο είναι το πλέον καυτό για την επόμενη μέρα στην οικονομία και τη χώρα. Με απώτατη ημερομηνία τον Μάιο, θα γνωρίζουμε τι θα γίνει με τα stress tests των τραπεζών, αν και πώς θα μείνει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, με ποιες διαδικασίες θα δρομολογηθεί η διευθέτηση του χρέους, πώς θα κλείσει η τέταρτη αξιολόγηση και αν χρειάζεται να ληφθούν επιπλέον μέτρα για τη λεγόμενη «καθαρή έξοδο», αλλά και τον Προϋπολογισμό. Επιπροσθέτως, το αργότερο μέχρι τότε θα ξέρουμε αν μπορεί να υπάρξει λύση του Μακεδονικού και αν αυτή μπορεί να γίνει αποδεκτή από τη Βουλή χωρίς υπέρμετρο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
Ωστόσο, με το κλίμα πολιτικής οξύτητας, διχασμού και ρεβανσισμού που διαμορφώνεται είναι δύσκολο στην κυβέρνηση να διασφαλίσει την κοινωνικοοικονομική ηρεμία που χρειάζεται η επιστροφή στην κανονικότητα και αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να εμπιστευτούν τη χώρα οι αγορές, οι διεθνείς οίκοι και οι επενδυτές. Εάν η φιλολογία περί προσφυγής στις κάλπες, και μάλιστα σε συνθήκες ακραίας πόλωσης, επανέλθει, τότε δύσκολα θα μπορέσει η κυβέρνηση να πείσει τους δανειστές να την εμπιστευτούν και τους εταίρους να τη βοηθήσουν αφενός στην καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, αφετέρου στο Μακεδονικό. Το χειρότερο δε όλων είναι να τους επιβληθούν εκ των πραγμάτων οι εκλογές, παρότι ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του δεν τις θέλουν.
Οπως παραδέχεται και προβεβλημένο κοινοβουλευτικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, «αν τα πράγματα δεν ηρεμήσουν σύντομα, είναι πιθανόν να μην αντέξουμε την πίεση των γεγονότων και να συρθούμε σε εκλογές, που αυτή τη στιγμή ούτε τις θέλουμε, ούτε και μας συμφέρουν, καθώς η ψαλίδα της διαφοράς από τη Ν.Δ. δεν έχει ακόμη κλείσει σε ικανοποιητικό βαθμό». Μάλιστα επιρρίπτει, όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί του, ευθύνες σε όσους χειρίστηκαν πολιτικά την υπόθεση και διαπιστώνει ότι «υπάρχει αδυναμία στο πολιτικό κέντρο της κυβέρνησης. Δεν υπάρχει σοβαρός συντονισμός, γι’ αυτό και εμφανίζεται όλη αυτή η δυσλειτουργία στη διαχείριση των προβλημάτων, μεταξύ των οποίων και αυτό της Novartis.
Είναι δυνατόν να απολογούμαστε και να βρισκόμαστε από κάτω εμείς και όχι η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ; Αντί να αφήσουμε να το χειριστεί αποκλειστικά η Δικαιοσύνη, μπλέξαμε με τις δηλώσεις του Πολάκη, του Παπαγγελόπουλου και την επίσκεψη του Τζανακόπουλου στον Αρειο Πάγο. Ο,τι δήλωση έγινε ήταν βούτυρο στο ψωμί του Σαμαρά, του Βενιζέλου και των άλλων. Θαρρείς και το ’καναν επίτηδες. Δεν υπάρχει κάποιος στο Μαξίμου να τους πει ‘‘σκάστε’’ και να τους βάλει φίμωτρο. Τώρα αντί για τις μίζες, με δεδομένη και την προβληματική, είναι η αλήθεια, δικογραφία, συζητάμε για σκευωρία και “κουκουλοφόρους”».
Οχι μόνο ο συνομιλητής μας, αλλά και πολλοί άλλοι στον ΣΥΡΙΖΑ, βουλευτές και στελέχη, θεωρούν ότι «σημαντικό ρόλο για να στραβώσει για την κυβέρνηση η υπόθεση έπαιξε και η διαμάχη Κοντονή – Παπαγγελόπουλου». Οπως μας εξηγούν, οι δύο άνδρες που προΐστανται της Δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχουν καλές προσωπικές σχέσεις, αλλά είχαν και διαφορετική, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις τους, προσέγγιση στο θέμα της Novartis. Κάποιοι διατείνονται ότι ο Τσίπρας παγιδεύτηκε αφού πίστεψε αυτά που του έλεγαν περί δεσίματος της κατηγορίας για τους τρεις ανθρώπους (Σαμαράς, Βενιζέλος και Στουρνάρας) τους οποίους, όπως λένε, μισεί (αλλά και οι ίδιοι τον μισούν) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Μάλιστα κάποιοι υποστηρίζουν ότι θα ήταν λάθος η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει νομικά το θέμα όταν η αντιπολίτευση το έχει αναγάγει σε μείζον πολιτικό. Και γι’ αυτό εισηγούνται στον πρωθυπουργό να αναδείξει επιθετικά το θέμα γενικά της διαφθοράς των δύο αντίπαλων κομμάτων (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ) και να μην υιοθετήσει, όπως θέλουν ορισμένοι, αμυντική στάση του τύπου «εμείς δεν εμπλεκόμαστε, ό,τι αποφανθεί η Δικαιοσύνη».
Μάχη στη Βουλή
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η θέση του Τσίπρα στη Βουλή την επόμενη εβδομάδα, όταν και θα συζητηθεί η σύσταση της Προανακριτικής, δεν θα είναι εύκολη. Οσο κι αν υπερτερεί σε ρητορική δεινότητα του Μητσοτάκη, στη συζήτηση θα έχει απέναντί του και άλλους, όπως ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος, ο κοινοβουλευτικός λόγος των οποίων είναι αξιοπρόσεκτος, ενώ θα έχουν στα υπέρ τους και την προβληματική δικογραφία. Σε αντίθεση με αυτούς, ο πρωθυπουργός δεν θα μπορεί να επικαλεστεί, ακόμη κι αν ήξερε ή αν υπήρχαν, άλλα στοιχεία για να αποφανθεί, όπως ο Δ. Παπαγγελόπουλος, ότι «η Novartis αποτελεί το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους». Δυστυχώς, τόσο αυτός όσο και οι άλλοι κυβερνητικοί ομιλητές θα πρέπει να κινηθούν στα πλαίσια της δικογραφίας. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν επικαλεστεί στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στο αποσταλέν στη Βουλή υλικό της εισαγγελέως Τουλουπάκη, θα επιβεβαιώσει τη φοβερή (για το κύρος της Δικαιοσύνης, αλλά και το δημοκρατικό μας πολίτευμα, είναι η αλήθεια) καταγγελία των αντιπάλων του περί συμμετοχής και κυβερνητικών στελεχών στη συγγραφή της δικογραφίας!
Τέλος, ένα ακόμη πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουν ο Τσίπρας, οι υπουργοί και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ είναι και το γεγονός ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμεναν. Κυβερνητικές πηγές που γνωρίζουν το παρασκήνιο υποστηρίζουν ότι υπήρξε λάθος εκτίμηση, γι’ αυτό και έγιναν λανθασμένοι χειρισμοί. Το κυβερνητικό επιτελείο θεωρούσε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Φώφη Γεννηματά θα έπαιρναν, έστω και διακριτικά, αποστάσεις τουλάχιστον από τον Αντώνη Σαμαρά και τον Ευάγγελο Βενιζέλο επειδή δυνητικά αποτελούν απειλή για την ηγεσία τους.
Και ότι το ίδιο θα συνέβαινε και για τους δελφίνους Αδωνη Γεωργιάδη και Ανδρέα Λοβέρδο. Στο Μαξίμου πίστεψαν ότι θα μπορούσε και στην υπόθεση της Novartis να έχει εφαρμογή η περίπτωση «Γιάννος Παπαντωνίου», ότι δηλαδή παραπέμπεται η υπόθεση στην Προανακριτική, διαπιστώνεται η παραγραφή των αδικημάτων και μετά επιστρέφει στη Δικαιοσύνη για να αναζητήσει τη διαδρομή του μαύρου χρήματος. Το λάθος που έκαναν ήταν ότι ο Γιάννος Παπαντωνίου ήταν μόνος του, το ΠΑΣΟΚ τον είχε αποβάλει, με αποτέλεσμα να μην έχει καμία πολιτική στήριξη. Στην περίπτωση των δέκα πολιτικών τα κόμματά τους όχι μόνο στάθηκαν δίπλα τους, αλλά πέρασαν στην αντεπίθεση, και μάλιστα κατηγορώντας κυβέρνηση και δικαστές για σκευωρία.
Η εξέλιξη αυτή δρομολογεί νέα δεδομένα και για τη διερεύνηση της υπόθεσης, αλλά και γενικότερα για την εφεξής πολιτική αντιπαράθεση. Η πιθανότητα να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές είναι μικρή, δεν είναι στις προθέσεις του πρωθυπουργού, αλλά και δεν μπορεί να αποκλειστεί εάν τα πράγματα δεν εξελιχθούν όπως τα έχει φανταστεί και σε έναν βαθμό σχεδιάσει το Μαξίμου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η τακτική «χθες είχαμε την τρίτη αξιολόγηση, σήμερα έχουμε το Μακεδονικό, αύριο τη Novartis, μεθαύριο την τέταρτη αξιολόγηση, μετά το καλοκαίρι την έξοδο από τα μνημόνια και ύστερα έχει σειρά η συνταγματική αναθεώρηση και πάει λέγοντας» φαίνεται να πιάνει τα όριά της. Εκτός κι αν λόγω της ολιγοήμερης ενασχόλησης της Βουλής με το θέμα της Novartis, των Αποκρεών και της επιστροφής στην επικαιρότητα του Μακεδονικού θεωρούν ότι η πολιτική μπόρα θα περάσει χωρίς να γίνουν… παπί.