search icon

Νίκος Φελέκης

Από την απόφαση του 1975 στα σενάρια του 2020

Πώς ξεκίνησε η ιστορία με την εκκρεμότητα της υφαλοκρηπίδας που αποτελεί για 45 χρόνια σταθερό σημείο αναφοράς της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας - Οι παγίδες της διαπραγμάτευσης για συνυποσχετικό με τον Ερντογάν - Τι μπορούν να επιλύσουν οι 15 δικαστές του «Παλατιού της Ειρήνης» και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να γίνει παραπομπή μιας διαφοράς δύο κρατών στο Διεθνές Δικαστήριο

Στην περίπτωση που η Τουρκία αμφισβητήσει με ενέργειες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας τα κυριαρχικά μας δικαιώματα θα πρέπει, λένε πολιτικοί, διπλωματικοί και στρατιωτικοί παράγοντες, η Αθήνα να αντιδράσει δυναμικά απελευθερώνοντας τους κανόνες εμπλοκής. Η Αθήνα σαφέστατα δεν επιθυμεί την κλιμάκωση της έντασης και επίσης σαφέστατα η Τουρκία δεν θέλει προσφυγή στη Χάγη. Θέλει διμερή διαπραγμάτευση. Δεν θέλει νομική, αλλά πολιτική επίλυση των διαφορών της, με βάση το δίκαιο της ισχύος και όχι τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου

Το Αμστερνταμ είναι η πρωτεύουσα της Ολλανδίας, αλλά στη Χάγη είναι το κοινοβούλιο, τα υπουργεία, οι ξένες πρεσβείες, η έδρα πλήθους διεθνών οργανισμών και το παλάτι της βασιλικής οικογένειας. Εμείς οι Ελληνες γνωρίζουμε τη Χάγη λόγω του ομώνυμου Διεθνούς Δικαστηρίου και όχι επειδή είναι η διοικητική πρωτεύουσα της Ολλανδίας. Για σχεδόν μισό αιώνα, από το 1975 και εντεύθεν, η διευθέτηση των διαφορών μας με την Τουρκία έχει εκ μέρους μας ως σημείο αναφοράς το Παλάτι της Ειρήνης, το κτίριο που έφτιαξε ο διεθνούς φήμης Γάλλος αρχιτέκτονας Λουί Κορντονιέ και στο οποίο βρίσκονται οι υπηρεσίες και τα γραφεία των 15 δικαστών που συγκροτούν το δικαστήριο. Οι δικαστές εκλέγονται από τον ΟΗΕ και η θητεία τους διαρκεί εννέα χρόνια. Θεωρείται το ανώτατο δικαστήριο όλου του κόσμου και ασχολείται με την επίλυση διαφορών νομικής φύσης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών.

Σε αυτό προσέφυγε η χώρα μας το 1975 προκειμένου να επιλύσει τη διαφορά που υπήρχε με την Τουρκία από τον Νοέμβριο του 1973, όταν η κυβέρνηση της Αγκυρας παραχώρησε σε κρατική της εταιρεία πετρελαιοειδών άδεια διεξαγωγής ερευνών υποθαλάσσια στο βορειοδυτικό Αιγαίο και δημοσίευσε επίσημο χάρτη στον οποίο καθόριζε αυθαίρετα την τουρκική υφαλοκρηπίδα.

Σε αυτήν περιελάμβανε τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, τον Αγιο Ευστράτιο, τη Λέσβο, τη Χίο, τα Ψαρά, τα Αντίψαρα και άλλα νησιά. Και δεν περιορίστηκε σε αυτά, αλλά τον Ιούνιο του 1974 έβγαλε και το ωκεανογραφικό της σκάφος Ç«Andarl»ı να κάνει έρευνες σε σημεία της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε, ζητώντας σύναψη συνυποσχετικού ώστε να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αναπτύσσοντας -παράλληλα- μια μικρή ναυτική δύναμη. Ο τότε πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής προσδοκούσε απευθείας συνεννόηση με την τουρκική πλευρά σε πολιτικό επίπεδο. Ετσι, στις 31 Μαΐου 1975, πραγματοποιήθηκε συνάντηση με τον Τούρκο πρωθυπουργό Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στις Βρυξέλλες, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ. Εκεί έλαβε χώρα το κοινό ανακοινωθέν Καραμανλή – Ντεμιρέλ, σύμφωνα με το οποίο ελήφθη απόφαση περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών ανάμεσα στα δύο κράτη μέσω διαπραγματεύσεων, ενώ για το κρίσιμο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου ανακοινώθηκε απόφαση για παραπομπή στο ΔΔΧ.

Η Αγκυρα προσπαθούσε να αποφύγει τη δικαστική ρύθμιση, θέτοντας συνεχώς διαδικαστικά εμπόδια και έξι μήνες αργότερα δήλωσε ότι θα πραγματοποιήσει έρευνες σε ολόκληρη την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Η έξοδος, δυτικά της Λέσβου, του «Σισμίκ 1», γνωστό σε μας και ως «Χόρα», ήταν η αφορμή της περίφημης δήλωσης του Ανδρέα Παπανδρέου «βυθίσατε το “Χόρα”», με την οποία προέτρεπε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να αντιταχθεί δυναμικά στην προκλητικότητα των Τούρκων. Οπερ και εγένετο, καθώς τμήμα του ελληνικού στόλου βγήκε στο Αιγαίο. Η σθεναρή στάση της ελληνικής κυβέρνησης με τη βοήθεια και των Αγγλων απέδωσε και οι Τούρκοι υποχώρησαν. Η Ελλάδα προσέφυγε μονομερώς στη Χάγη, με βάση και το περιεχόμενο του κοινού ανακοινωθέντος, όμως το δικαστήριο (αφού εξέτασε τόσο το κείμενο του κοινού ανακοινωθέντος όσο και τις προθέσεις των μερών, όπως προέκυπταν από αυτό) εξέδωσε προδικαστική απόφαση στις 19 Δεκεμβρίου 1978, με την οποία αφενός θεωρεί εαυτό αναρμόδιο και αφετέρου αποφαίνεται ότι οι προθέσεις των κρατών αφορούν τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων και όχι τη σύναψη συνυποσχετικού για παραπομπή της υπόθεσης σε δίκη.

Σύνοδοι Μαδρίτης και Ελσίνκι

Εκτοτε η εκκρεμότητα της υφαλοκρηπίδας ως η μοναδική διαφορά με τους γείτονες της οποίας μπορεί να επιληφθεί η Χάγη αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας. Ακόμη και το ελληνοτουρκικό ανακοινωθέν της συνόδου της Μαδρίτης τον Ιούλιο του 1997, όπου η χώρα μας αναγνώρισε ότι η Τουρκία έχει νόμιμα ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο και παραιτήθηκε από κάθε μονομερή χωρίς τουρκική συγκατάθεση ενέργεια που αφορά το Αιγαίο δεν άλλαξε τη γραμμή της Ελλάδας σχετικά με τη Χάγη και τη διαφορά με την Τουρκία: Η μόνη διαφορά μας, που χρήζει διευθέτησης από το ΔΔΧ, είναι η υφαλοκρηπίδα. Οπως δεν άλλαξε και δύο χρόνια αργότερα, το 1999, στο Ελσίνκι όπου στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής γίνεται αναφορά σε συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα. Παρά τις επικρίσεις περί συμβιβασμού και ενδοτικότητας που δέχεται ο Κώστας Σημίτης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει μεσολαβήσει η κρίση των Ιμίων (1996), η οποία έφερε Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα ενός γενικευμένου πολέμου, ο οποίος ευτυχώς αποφεύχθηκε την ύστατη ώρα μετά και από παρέμβαση των ΗΠΑ.

Και φυσικά δεν είναι ήσσονος σημασίας το γεγονός ότι με το Ελσίνκι η Ε.Ε. επισημαίνει στην Τουρκία ότι για να γίνει μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας πρέπει να ξεχάσει τη βία και να αποδεχθεί ότι μόνο ειρηνικά και με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου μπορούν να λυθούν οι όποιες διαφορές έχει με την Ελλάδα. Βεβαίως, η αλήθεια είναι ότι έκτοτε η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας συνεχώς απομακρύνεται, ενώ ο… σουλτάνος της, ο Ταγίπ Ερντογάν, αναπτύσσει σταθερά και με αυξανόμενη πίεση τη θεωρία των γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο, η οποία το τελευταίο διάστημα κορυφώνεται τόσο με τη θεωρία της «γαλάζιας πατρίδας» και τον κατάλογο των 18 ελληνικών νησιών και βραχονησίδων στο Αιγαίο, που η Τουρκία θεωρεί ότι της ανήκουν, όσο και με τις γεωτρήσεις που διεξάγει σε θαλάσσια ενεργειακά οικόπεδα της Κύπρου και φυσικά την ανακήρυξη ΑΟΖ με τη Λιβύη, που αμφισβητεί ευθέως τα ελληνικά δικαιώματα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, νοτίως της Κρήτης και της Ρόδου.

Σημειώνουμε ότι τα ζητήματα περί υφαλοκρηπίδας ρυθμίζονταν από τα άρθρα 1-3 της Σύμβασης της Γενεύης του 1958 -κατά την οποία τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα-, ενώ τα σχετικά με την οριοθέτησή της ορίζονται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το δίκαιο της θάλασσας. Σύμφωνα με αυτές, τα κυριαρχικά δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου βυθού, σε αυτή την περίπτωση, ανήκουν στην Ελλάδα. Η Τουρκία, όμως, δεν έχει κυρώσει καμία από τις δύο συμβάσεις και ισχυρίζεται ότι τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και κατά συνέπεια η οριοθέτησή της θα πρέπει να γίνει λαμβανομένων υπόψη μόνο των ηπειρωτικών ακτών. Ισχυρισμός αβάσιμος, αφού το ΔΔΧ, στην απόφασή του για την υφαλοκρηπίδα της Βόρειας Θάλασσας, υπογράμμισε ότι τα δικαιώματα παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα ανήκουν στο διεθνές εθιμικό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα.

Από το σημείο αυτό αρχίζουν και τα μυστήρια της Χάγης, η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της οποίας ακούγεται όλο και πιο έντονα το τελευταίο διάστημα από τα χείλη Ελλήνων πολιτικών, επιστημόνων και εν γένει δημοσιολογούντων. Για να γίνει κατανοητή η υπόθεση «Χάγη» θα πρέπει να δούμε αν και τι μπορούν να επιλύσουν και πώς οι 15 δικαστές του Παλατιού της Ειρήνης. Σύμφωνα με τα ισχύοντα, για να γίνει παραπομπή μιας διαφοράς μεταξύ κρατών πρέπει να ισχύει μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

■ Πρέπει και οι δύο χώρες να αναγνωρίζουν τη γενική δικαιοδοσία του ΔΔΧ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου με την επιφύλαξη για θέματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια και την άμυνα. Η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ.

■ Μπορεί όμως να προσφύγουν δύο χώρες που δεν αναγνωρίζουν τη γενική δικαιοδοσία του ΔΔΧ. Στην περίπτωση αυτή η προσφυγή γίνεται με την υπογραφή ενός συνυποσχετικού για την παραπομπή μίας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων διαφορών.

■ Υπάρχει, τέλος, η περίπτωση οι δύο χώρες να έχουν υπογράψει μια διεθνή συνθήκη η οποία προβλέπει την υποχρεωτική παραπομπή στο ΔΔΧ αν υπάρχει διαφορά για τους όρους της συνθήκης.

Πέντε ερωτήματα

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι αν η Τουρκία δεν αποδεχτεί τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ, τότε η προσφυγή είναι ανέφικτη. Αν η Ελλάδα προσφύγει μονομερώς, τότε το Δικαστήριο δεν περνάει στην εξέταση της ουσίας της διαφοράς.

Ερώτημα πρώτο: Οσοι τάσσονται υπέρ της προσφυγής στη Χάγη θεωρούν ότι η Τουρκία είναι διατεθειμένη να υπογράψει συνυποσχετικό, στο οποίο μοναδική διαφορά θα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας; Νομίζω, μας λέει κορυφαίος πολιτικός που μετέχει και στο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, είναι εξωπραγματικό και να το πιστεύει κάποιος.

Ερώτημα δεύτερο: Για να πάμε σε υπογραφή συνυποσχετικού θα πρέπει να προηγηθούν διαπραγματεύσεις. Οι διαπραγματεύσεις δεν θα αφορούν μόνο τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και τις Ομάδες Εργασίας, αλλά κυρίως το περιεχόμενο του συνυποσχετικού. Θα πρέπει να συμφωνηθούν οι διαφορές για τις οποίες θέλουμε το ΔΔΧ να εκδώσει απόφαση. Εκτός από την υφαλοκρηπίδα (και την ΑΟΖ) υπάρχει κάτι άλλο που αναγνωρίζει η χώρα μας ως διαφορά με την Τουρκία; Αν όχι, γιατί η Τουρκία να δεχτεί να συνυπογράψει ένα κείμενο όπου η μόνη διαφορά θα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ;

Ερώτημα τρίτο: Οταν στον κατάλογο των διαφορών της η Αγκυρα έχει τις γκρίζες ζώνες, την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, το ύψος του FIR, την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων που απορρέουν από την προβολή της Κρήτης, της Ρόδου, του Καστελόριζου στον ορισμό της ελληνικής ΑΟΖ στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, γιατί να συμφωνήσει με την Ελλάδα να λύσει νομικά τις διαφορές της όταν όχι μόνο δεν αποδέχεται τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ, αλλά και το διεθνές δίκαιο της θάλασσας το αντιμετωπίζει μέσα από το πρίσμα της ισχύος και όχι με βάση τους γενικά παραδεκτούς κανόνες;

Ερώτημα τέταρτο: Αντέχει εθνικά η χώρα και πολιτικά το κοινοβουλευτικό σύστημα να συζητήσει και να συνυπογράψει σε ένα κείμενο συνυποσχετικού με την Τουρκία για προσφυγή στη Χάγη οποιεσδήποτε άλλες διαφορές πέραν της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ; Οταν για σχεδόν 50 χρόνια η κοινή γνώμη έχει ζυμωθεί με την ιδέα ότι η μόνη διαφορά με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα, αντέχουν οι πολιτικοί και τα κόμματα να διαπραγματευτούν κάτι διαφορετικό χωρίς να κατηγορηθούν για μείζονες εθνικές υποχωρήσεις;

Ερώτημα πέμπτο: Εάν η Τουρκία συμφωνούσε και οι διαπραγματεύσεις σχετικά με το περιεχόμενο του συνυποσχετικού τελεσφορούσαν, είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε ότι και οι γείτονες έχουν δικαιώματα στην ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο και δεν είναι περίκλειστο κράτος; Και ακόμη πιο σοβαρό ερώτημα: Είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε συνεκμετάλλευση των -όποιων υπαρχόντων- πλουτοπαραγωγικών πόρων στη Μεσόγειο και το Αιγαίο όταν ακόμη και η λέξη «συνεκμετάλλευση» έχει καθιερωθεί να είναι συνώνυμη της εθνικής προδοσίας;

Συμβούλιο Αρχηγών

Τα ως άνω πέντε ερωτήματα είναι ο κοινός τόπος του προβληματισμού που αναπτύσσεται αυτή την περίοδο στο εσωτερικό όλων των κομμάτων και φυσικά της κυβέρνησης που έχει και την αρμοδιότητα χάραξης και υλοποίησης πολιτικών. Οι πλέον ψύχραιμοι υποστηρίζουν ότι την -τυχόν- απόφαση για αλλαγή της διπλωματικής -και εθνικής- θέσης δεν μπορεί να την πάρει η κυβέρνηση χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και των υπόλοιπων κομμάτων. Θα πρέπει, λένε, να συνέλθει το Συμβούλιο των Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να αποφασίσει ώστε σε περίπτωση αλλαγής να υπάρξει αναλυτική και σε βάθος ενημέρωση των πολιτών για τα νέα δεδομένα και την αναγκαιότητα προσφυγής στη Χάγη, όπου το αποτέλεσμα, ως είναι φυσικό, δεν μπορεί να δικαιώσει σε όλα τα θέματα την ελληνική πλευρά. Και λέμε είναι φυσικό επειδή όντως, όπως υποστηρίζουν οι θιασώτες της Χάγης, η Τουρκία δεν μπορεί, για παράδειγμα, να χάνει τα δικαιώματά της στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου λόγω του Καστελόριζου. Ενδεχομένως, το ΔΔΧ να δεχτεί ότι ο όγκος της τουρκικής ακτογραμμής στο σημείο εκείνο να υπερτερεί της υφαλοκρηπίδας που έχει το Καστελόριζο. Ή ακόμη, προσθέτουν, μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει ότι το ύψος του FIR (10 μίλια) θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τα 6 μίλια των χωρικών υδάτων.

Προετοιμασία

Σε κάθε περίπτωση θα ήταν -υποστηρίζουν σοβαροί πολιτικοί, οικονομικοί και θεσμικοί παράγοντες της χώρας- αδιανόητο να υπάρξει κυβερνητική απόφαση χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και των υπολοίπων -τουλάχιστον του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝ.ΑΛ.- κομμάτων. Θα ήταν, διατείνονται, αυτοκτονικό για την κυβέρνηση, τους πολιτικούς και τα κόμματα να αλλάξει μονομερώς η θέση που υπάρχει από το 1975 για τη Χάγη. Και κυβερνητικές πηγές προσθέτουν ότι ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας δεν θα υποστηρίξει ποτέ σε ένα τόσο σοβαρό και μείζονος εθνικής σημασίας θέμα -όπως έκανε κατά το παρελθόν ο Γιώργος Κατρούγκαλος, σε συνεδρίαση του Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής, και μάλιστα παραμονές εκλογών, απευθυνόμενος στους εκπροσώπους των άλλων κομμάτων- ότι «είμαστε κυβέρνηση πλήρους αρμοδιότητας και στο μόνο που δεσμευόμαστε είναι ότι δεν θα σας αιφνιδιάσουμε».

Πηγές από το Μαξίμου υποστηρίζουν ότι στο θέμα της Χάγης η κυβέρνηση παραμένει στη γραμμή «μόνη διαφορά η υφαλοκρηπίδα» και δεν αποδέχεται ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται πίσω από την αιφνιδίως ενσκήψασα φιλολογία περί συνυποσχετικού για τη Χάγη, που πυροδότησαν τα λεγόμενα της αδελφής του Ντόρας Μπακογιάννη και του Ευάγγελου Βενιζέλου σε εκδήλωση του ομίλου e-κύκλος, αλλά και η συνέντευξη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεχμέτ Τσαβούσογλου στο «Βήμα». Aλλες πηγές πάντως υποστηρίζουν πως όλη αυτή η συζήτηση διευκολύνει τους κυβερνητικούς χειρισμούς καθώς εμφανίζουν τη χώρα μας υπέρμαχο της ειρηνικής, και με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επίλυσης των διαφορών, σε αντίθεση με την Τουρκία που συμπεριφέρεται με αλαζονικό και επιθετικό τρόπο παραβιάζοντας τη διεθνή νομιμότητα.

Επιπροσθέτως, πηγές του υπουργείου Εξωτερικών υποστηρίζουν πως η προσφυγή στη Χάγη, και σίγουρα η απόφαση του Δικαστηρίου, είναι μια πολύ μακρινή υπόθεση. Δεν είναι στις άμεσες προτεραιότητες της ελληνικής διπλωματίας, παρότι οι υπηρεσιακοί παράγοντες του ΥΠΕΞ έχουν επεξεργαστεί όλα τα επιχειρήματα που απαιτεί μια τέτοια προσφυγή και μπορούν, εφόσον υπάρξει εντολή από την πολιτική ηγεσία, να προωθήσουν και να τεκμηριώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον ελληνικό φάκελο.

Σημειώνουμε ότι σε περίπτωση που υπάρξει στο μέλλον προσφυγή στη Χάγη θα πρέπει να είμαστε και νομικά-τεχνικά πλήρως προετοιμασμένοι. Οι χώρες που προσφεύγουν στο ΔΔΧ προτείνουν και τους κανόνες διεθνούς δικαίου βάσει των οποίων επιθυμούν να κριθεί η διαφορά τους. Αν δεν γίνεται επίκληση των συγκεκριμένων κανόνων από τις προσφεύγουσες χώρες, τότε το Δικαστήριο μπορεί να χρησιμοποιήσει τους κανόνες που εκείνο κρίνει. Επίσης, κάθε χώρα που προσφεύγει ορίζει έναν δικαστή ad hoc (δηλαδή για μια συγκεκριμένη και μόνο υπόθεση), ενώ οι προσφεύγουσες χώρες μπορούν να ζητήσουν από το Δικαστήριο να μην καταλήξει σε οριστική απόφαση, αλλά σε μια απλή γνωμοδότηση.

Στην περίπτωση που μια προσφεύγουσα χώρα δεν εφαρμόσει την απόφαση του Δικαστηρίου, τότε η αντίδικη χώρα μπορεί να προσφύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να ζητήσει την επιβολή κυρώσεων κατά της πρώτης. Την τελευταία αυτή εκδοχή σκέφτονται ορισμένοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει η χώρα μας σε συνεννόηση με την Αίγυπτο να ορίσει ΑΟΖ για τις δύο χώρες ως απάντηση στην ανακήρυξη ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης. Στην περίπτωση αυτή, λένε, και επειδή η μία ΑΟΖ θα τέμνει την άλλη θα χρειαστεί, μετά από προσφυγή, να αποφανθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και όχι το ΔΔΧ του οποίου την αρμοδιότητα δεν αποδέχεται η Αγκυρα.

Γεωπολιτικές ισορροπίες

Τέλος, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι έχουν τη γνώμη ότι πίσω από την έξαρση της συζήτησης για την υπογραφή συνυποσχετικού και προσφυγή στη Χάγη βρίσκονται παράγοντες όχι μόνο εγχώριοι, αλλά και διεθνείς, οι οποίοι επιθυμούν σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προκειμένου να δημιουργηθούν μεγάλα επιχειρηματικά σχήματα, τα οποία θα προωθήσουν τη συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων που -βασίμως- πιθανολογείται ότι υπάρχουν και του λοιπού θαλάσσιου πλούτου όχι μόνο στη Μεσόγειο αλλά και στο Αιγαίο.

Το σίγουρο είναι ότι η ανακήρυξη των ΑΟΖ, η ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ευρύτερη περιοχή, οι νέοι ενεργειακοί αγωγοί σε συνδυασμό με τη Συρία, τους Κούρδους, το Ιράν και το προσφυγικό – μεταναστευτικό πρόβλημα έχουν σε σχέση με το 1975 δημιουργήσει νέα δεδομένα, τα οποία η ελληνική διπλωματία θα πρέπει να μελετήσει επισταμένως σχετικά με τη διαμόρφωση των σχέσεών της εφεξής με την Τουρκία. Και οπωσδήποτε δεν μπορεί στους διπλωματικούς και αμυντικούς σχεδιασμούς της χώρας να μη λαμβάνονται σοβαρά υπόψη η αναθεωρητική στρατηγική του Ερντογάν, η ανατροπή, και σε βάρος μας, της στρατιωτικής ισορροπίας και κυρίως οι καινούριες γεωπολιτικές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή καθώς και το «τουρκικό φίλτρο» στις σχέσεις ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τις ΗΠΑ του Τραμπ και τη Ρωσία του Πούτιν.

Το σίγουρο είναι ότι σε περίπτωση που η Τουρκία αμφισβητήσει, με ενέργειες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, τα κυριαρχικά μας δικαιώματα θα πρέπει, λένε πολιτικοί, διπλωματικοί και στρατιωτικοί παράγοντες, η Αθήνα να αντιδράσει δυναμικά απελευθερώνοντας τους κανόνες εμπλοκής. Η Αθήνα σαφέστατα δεν επιθυμεί την κλιμάκωση της έντασης και επίσης σαφέστατα η Τουρκία δεν θέλει προσφυγή στη Χάγη. Θέλει διμερή διαπραγμάτευση. Δεν θέλει νομική, αλλά πολιτική επίλυση των διαφορών της, με βάση το δίκαιο της ισχύος και όχι τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Ενδεχομένως, όσοι ασκούν κριτική στον Σημίτη, στον Βενιζέλο, στην Μπακογιάννη, στον Γ. Παπανδρέου και όσους άλλους, μεταξύ των οποίων και οι Μητσοτάκης και Τσίπρας, για τη Χάγη θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι οι απόψεις αυτές μπορεί και να διατυπώνονται προκειμένου να αποφευχθεί κάποιο θερμό επεισόδιο που θα οδηγήσει σε στρατιωτικοποίηση της κρίσης, η οποία μόνο τους εθνικιστές θερμοκέφαλους εξυπηρετεί…

Exit mobile version