Τα σχέδια Τσίπρα και η εύθραυστη πολιτική ισορροπία – Τι θα γίνει μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το Ελληνικό Κοινοβούλιο και για το διάστημα ανάμεσα σε Μάρτιο και Απρίλιο

Η νέα έννοια που εισέβαλε στην πολιτική ζωή ταυτόχρονα με το νέο έτος ακούει στο όνομα «κυβέρνηση ανοχής» ή κατ’ άλλους «κυβέρνηση μειοψηφίας». Την εισήγαγε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος ως απάντηση στην ερώτηση: Πώς μπορεί η κυβέρνηση να συνεχίσει να κυβερνά εάν ο Πάνος Καμμένος αποσύρει τους υπουργούς των ΑΝ.ΕΛ.;

Από τη στιγμή της διατύπωσης και μέχρι σήμερα, αλλά υποθέτω και αύριο και μέχρι να κάνει πράξη την απειλή του ο Καμμένος, η πιθανότητα να συνεχίσει ο Αλέξης Τσίπρας να είναι πρωθυπουργός χωρίς η κυβέρνησή του να διαθέτει τη στήριξη της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών θα προκαλεί πολιτική ένταση και κομματικές αντιπαραθέσεις, ιδίως εάν οι εθνικές κάλπες δεν στηθούν νωρίτερα από την εξάντληση της τετραετίας.

Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε ότι ακόμη και να αποχωρήσουν οι ΑΝ.ΕΛ. από την κυβέρνηση, θέμα δεδηλωμένης δεν υφίσταται, αφού αυτή διαπιστώνεται άπαξ, όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά τις εκλογές δίνει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και αυτή ευδοκιμεί. Υπάρχει φυσικά θέμα κυβερνητικής πλειοψηφίας, η οποία όμως διαπιστώνεται με την υποβολή είτε πρότασης δυσπιστίας είτε εμπιστοσύνης στη Βουλή. Για να πέσει η κυβέρνηση θα πρέπει είτε η πρόταση δυσπιστίας να υπερψηφιστεί από τουλάχιστον 151 βουλευτές, είτε η πρόταση εμπιστοσύνης να μην εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 120. Υπό αυτή την έννοια, και με δεδομένη την τοποθέτηση Καμμένου, ότι σε περίπτωση που η Ν.Δ. υποβάλει πρόταση δυσπιστίας δεν πρόκειται να την υπερψηφίσει, η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά.

Πολιτικό το πρόβλημα

Το πρόβλημα όμως δεν είναι τεχνικό, ούτε σχετίζεται με την κοινοβουλευτική αριθμητική και τα συνταγματικώς προβλεπόμενα, είναι άκρως πολιτικό και οπωσδήποτε, με βάση και τις επικρατούσες τη σήμερον ημέρα συνθήκες, άπτεται και της πολιτικής νομιμοποίησης που χρειάζεται να έχει η κυβέρνηση ώστε να διαχειριστεί χωρίς ισχυρές αναταράξεις και αποτελεσματικά το κοινωνικοπολιτικό τοπίο μετά τη -βασίμως πιθανολογούμενη- κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών και εν όψει της εκλογικής αναμέτρησης του Μαΐου. Επίσης, δεν μπορεί η εισαγωγή νομοσχεδίων στη Βουλή να τέλει μονίμως υπό την απειλή της μη έγκρισής τους. Μπορεί το Μαξίμου να υποστηρίζει, και ενδεχομένως να έχει δίκιο, ότι τέτοιο θέμα δεν πρόκειται να ανακύψει επειδή όλα τα νομοσχέδια που πρόκειται να εισαχθούν στη Βουλή, μέχρι να γίνουν οι εκλογές, μάλλον θα εγκριθούν με μεγαλύτερη -και από την απόλυτη- πλειοψηφία, καθώς το περιεχόμενό τους θα τυγχάνει της αποδοχής όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, περιλαμβανομένης, σε κάποιες περιπτώσεις, και της αξιωματικής.

Ομως, τι θα συμβεί σε περίπτωση που χρειαστεί η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τις παρενέργειες από τυχόν σκάνδαλα ή εξελίξεις σε δικαστικές υποθέσεις, όπως αυτή της Novartis και τον προστατευόμενο μάρτυρα άμα και κατηγορούμενο Μανιαδάκη; Μπορεί εάν δεν διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να τα αντιμετωπίσει χωρίς να διαταραχθεί η απαραίτητη, τουλάχιστον για την οικονομία και ιδιαίτερα τις επενδύσεις, πολιτική ηρεμία; Ή ακόμη μπορεί μια κυβέρνηση μειοψηφίας ή και ανοχής να διαχειριστεί έκτακτες συνθήκες σε θέματα διπλωματίας, άμυνας και ασφάλειας της χώρας, όπως αυτές στις οποίες προ ημερών, έστω και αστόχως, αναφέρθηκε ο αντιπρόεδρος των ΑΝ.ΕΛ. Παναγιώτης Σγουρίδης; Επιπροσθέτως, η πολιτική παράδοση της χώρας μας δεν είναι συνηθισμένη σε κυβερνήσεις ούτε ανοχής ούτε μειοψηφίας.

Μπορεί στην Ισπανία και στην Πορτογαλία να έχουμε κυβερνήσεις ανοχής ή στη Νορβηγία να είναι εδώ και πολλά χρόνια ο κανόνας διακυβέρνησης, όμως στα καθ’ ημάς τη μοναδική φορά που κυβέρνηση, στα 45 χρόνια της Μεταπολίτευσης, απώλεσε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή προσέφυγε σε εκλογές, παρότι θα μπορούσε να συνεχίσει να κυβερνά. Ο λόγος για την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία, μετά την αποχώρηση του βουλευτή από το Κιλκίς Γιώργου Συμπιλίδη και προηγουμένως του βουλευτή Ηλείας Στέφανου Στεφανόπουλου έμεινε με 150 βουλευτές. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο, όπως όλα τα παράδοξα της Ιστορίας, ο γιος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο Κυριάκος, μπορεί να επωφεληθεί από την αποχώρηση Καμμένου από την κυβέρνηση Τσίπρα και μάλιστα για το ίδιο θέμα, το Μακεδονικό, και να γίνει πρωθυπουργός. Ο πατέρας έχασε την πρωθυπουργία για το Μακεδονικό επειδή αποχώρησαν δύο βουλευτές από την κυβερνητική πλειοψηφία και ο γιος μπορεί να γίνει πρωθυπουργός επειδή σίγουρα τρεις της πλειοψηφίας (Καμμένος, Κατσίκης, Κόλλια-Τσαρουχά) θα αποχωρήσουν λόγω Μακεδονικού και αυτοί από τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία.

Ο Π. Καμμένος

Βεβαίως, η διαφορά από το 1993 είναι ότι ο υπουργός Αμυνας και αρχηγός των ΑΝ.ΕΛ. Πάνος Καμμένος υποστηρίζει πως θα αποσύρει μόνο τους υπουργούς του και όχι και την εμπιστοσύνη των βουλευτών του στην κυβέρνηση. Εάν αυτό συμβεί δεν έχει νόημα η δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου για κυβέρνηση ανοχής. Εάν ο Καμμένος απλώς αποσύρει τους υπουργούς από την κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός δεν θα έχει κανένα πρόβλημα και το μόνο που θα πρέπει να κάνει είναι ανασχηματισμό για να αντικαταστήσει τους παραιτηθέντες υπουργούς. Πρόβλημα θα υπάρξει σε περίπτωση που ο Πάνος Καμμένος, εκτός της απόσυρσης των υπουργών, άρει και την εμπιστοσύνη των ΑΝ.ΕΛ. στην κυβέρνηση. Θα είναι η στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας θα αναγκαστεί είτε να προκηρύξει εκλογές είτε να βρει άλλους συμμάχους να στηρίξουν την κυβέρνησή του.
Πριν δούμε τι θα πράξει ο Τσίπρας θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Καμμένος μπορεί να αποσύρει τους υπουργούς και την εμπιστοσύνη από την κυβέρνηση, αλλά να συνεχίσει να υπερψηφίζει νομοσχέδια ώστε να μη βρεθεί η κυβέρνηση σε δύσκολη θέση. Στην περίπτωση αυτή όντως μπορεί να έχει δίκιο ο Τζανακόπουλος και να έχουμε κυβέρνηση ανοχής. Το ερώτημα είναι για πόσο διάστημα μπορεί αυτή η κυβέρνηση να κυβερνά.

Αν οι εθνικές εκλογές γίνουν στο τέλος της τετραετίας, τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο, είναι δύσκολο έως απίθανο αυτό να συμβεί. Ούτε ο ίδιος ο πρωθυπουργός το θέλει, αφού εκτός των άλλων κατανοεί πως σε περίπτωση που στο ενδιάμεσο έχουν μεσολαβήσει οι αυτοδιοικητικές και ευρωπαϊκές εκλογές, και έχει ηττηθεί -όπως είναι και το πιθανότερο- η κυβέρνησή του, είναι δύσκολο να αντέξει άλλους τέσσερις μήνες και ειδικά αν είναι κυβέρνηση μειοψηφίας και ανοχής. Μάλιστα, υπό αυτές τις συνθήκες ενδέχεται να ηττηθεί με μεγαλύτερη και από την εικαζόμενη -και ανιχνεύσιμη στις δημοσκοπήσεις- διαφορά. Και κάτι τέτοιο δεν το θέλει αφού, εκτός των άλλων, τον δυσκολεύει και στον ρόλο που επιθυμεί να παίξουν ο ίδιος και το κόμμα του την επομένη των εκλογών, περιλαμβανομένων και των εξελίξεων στην Κεντροαριστερά και ευρύτερα στη λεγόμενη Προοδευτική Δημοκρατική Παράταξη.

Βραχύβια

Η μοναδική περίπτωση να έχουμε κυβέρνηση ανοχής είναι εφόσον αυτή είναι βραχύβια. Εάν, για παράδειγμα, η Συμφωνία των Σκοπίων έρθει προς κύρωση από την Ελληνική Βουλή στα τέλη Φεβρουαρίου αρχές Μαρτίου, όπως είναι η συμφωνία Τσίπρα – Καμμένου, τότε όντως μπορεί μέχρι και την τρίτη εβδομάδα του Απριλίου (οπότε και θα προκηρυχθούν και οι εθνικές εκλογές για τον Μάιο μαζί με τις αυτοδιοικητικές και τις ευρωπαϊκές), να υπάρξει κυβέρνηση ανοχής. Για 40-45 ημέρες δεν πρόκειται να εγείρει ούτε και η αντιπολίτευση θέμα, καθώς θα ήταν πράγματι προβληματικό να στηθούν κάλπες για τη Βουλή αφενός 10-15 ημέρες πριν από τη 19η και 26η Μαΐου, οπότε και είναι προγραμματισμένο να εκλεγούν οι 21 ευρωβουλευτές και οι ηγεσίες των 325 δήμων και των 13 περιφερειών της χώρας και αφετέρου λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το Πάσχα φέτος είναι στις 28 Απριλίου. Επομένως, η κυβέρνηση ανοχής στην οποία αναφέρθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είναι αυτή που θα υπάρξει μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το Ελληνικό Κοινοβούλιο και για το διάστημα ανάμεσα στον Μάρτιο και τον Απρίλιο. Κυβέρνηση ανοχής για περίπου οκτώ μήνες δεν μπορεί να υπάρξει και ούτε είναι στο μυαλό και τα σχέδια του Αλέξη Τσίπρα.

Φοβούνται αποκαλύψεις

Να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η εξέλιξη είναι και η συμπεφωνημένη με τον Πάνο Καμμένο. Σε διαφορετική περίπτωση και εφόσον ήθελε ο πρωθυπουργός να διαλύσει τους ΑΝ.ΕΛ. και να καταστήσει τον επί μία τετραετία κυβερνητικό του εταίρο αρχηγό χωρίς Κοινοβουλευτική Ομάδα, θα μπορούσε να το πράξει. Θα έπρεπε, όμως, ενάντια στη θέληση Καμμένου, να κρατήσει στην κυβέρνηση τους υπουργούς Ελενα Κουντουρά και Βασίλη Κόκκαλη, κάτι που δεν θέλει με τίποτα. Και ο λόγος είναι απλός: εάν το πράξει, η σύγκρουση Τσίπρα – Καμμένου θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, ενώ πιθανόν να οδηγήσει και σε αποκαλύψεις και δυσάρεστες καταστάσεις τις οποίες, ως είναι φυσικό, καμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμεί. Με τη δήλωσή του ο Τζανακόπουλος αυτό προανήγγειλε, ότι δηλαδή η συμφωνία Τσίπρα – Καμμένου θα τηρηθεί. Είναι μια δημόσια δέσμευση την οποία προφανώς επεδίωξε και έλαβε ο Καμμένος. Αν Κουντουρά και Κόκκαλης δεν ήταν να φύγουν από την κυβέρνηση, ο Τσίπρας θα συνέχιζε να κυβερνά αφού στους 145 του ΣΥΡΙΖΑ και την Κατερίνα Παπακώστα θα πρέπει, εκτός των δύο υπουργών, να προσθέσουμε και τους βουλευτές Κώστα Ζουράρι και Θανάση Παπαχριστόπουλο. Εχοντας 150 είναι εύκολο να βρεθεί ακόμη ένας. Είτε αυτός είναι ο Σπύρος Δανέλλης από το Ποτάμι, είτε ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος από το ΚΙΝ.ΑΛ., είτε ο Γιάννης Σαρίδης από την Ενωση Κεντρώων. Ο πρώτος θα ψηφίσει σίγουρα τη Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ το ίδιο μπορεί να πράξει και ο επικεφαλής της ΔΗΜ.ΑΡ. μετά τη διευκρίνιση από τη Χαριλάου Τρικούπη πως δεν πρόκειται να τεθεί ζήτημα κομματικής πειθαρχίας.

Και επειδή αναφερθήκαμε στη Συμφωνία των Πρεσπών, θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένη την κύρωσή της από την Ελληνική Βουλή, εφόσον η Βουλή των Σκοπίων υπερψηφίσει τις συνταγματικές αλλαγές στις οποίες έχει δεσμευτεί. Παρά τα όσα λέγονται, οι τέσσερις από τους έξι βουλευτές του Ποταμιού (Θεοδωράκης, Μαυρωτάς, Δανέλλης, Λυκούδης) θα ψηφίσουν τη Συμφωνία. Μάλιστα, μετά την κύρωση από τα Σκόπια και πριν έρθει στη Βουλή, ο Σταύρος Θεοδωράκης προτίθεται να οργανώσει μια μεγάλη εκδήλωση όπου σημαντικοί άνθρωποι και γνώστες του Μακεδονικού θα επιφορτιστούν με το καθήκον να διαμορφωθεί ένα μέτωπο λογικής και ρεαλιστικής προσέγγισης των θεμάτων διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής και να μην αφεθούν τα λεγόμενα εθνικά θέματα στα χέρια των ακραίων και στις μυλόπετρες της μικροπολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. για τη διατήρηση ή την αλλαγή του γκουβέρνου. Στους τέσσερις του Ποταμιού θα πρέπει να προστεθεί και ο Παπαχριστόπουλος, που έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της Συμφωνίας, οπότε ίσως να μη χρειαστεί να δώσουν θετική ψήφο Κουντουρά και Κόκκαλης και ενδεχομένως ούτε ο Θεοχαρόπουλος εάν συνεχίζει να συναρτά την ψήφο του με την άμεση προκήρυξη εκλογών.

Το απίθανο σενάριο

Τέλος, υπάρχει και μία ακραία περίπτωση στην οποία, ακόμη και αν οι ελπίδες ευδοκίμησής της είναι ελάχιστες, οφείλουμε να αναφερθούμε αφού την υποστηρίζουν ακόμη και υπουργοί: η προκήρυξη εκλογών αμέσως μόλις ψηφιστούν οι συνταγματικές αλλαγές στα Σκόπια, προκειμένου ο λαός να αποφασίσει αν θέλει τη Συμφωνία που, κατά τη γνώμη τους, εξασφαλίζει τη σταθερότητα στην περιοχή ή προτιμά τη συνέχιση της εκκρεμότητας που εξυπηρετεί, όπως λένε, εθνικιστικούς κύκλους, τη Ρωσία και την Τουρκία. Στην περίπτωση αυτή, οι προτείνοντες την άμεση προσφυγή στις κάλπες διατείνονται ότι η Ν.Δ. θα βρεθεί σε δύσκολη θέση αφού θα πρέπει να αιτιολογήσει γιατί δεν συντάσσεται με την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, τη Δύση, δηλαδή, όπου παραδοσιακά υποστηρίζει ότι ανήκει η Ελλάδα, αλλά προτιμά την αταξία που ευνοεί τους στρατηγικούς αντιπάλους της χώρας. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές θα έχει λάβει, λένε, και την έγκριση για επικύρωση της συμφωνίας, οπότε δεν μπορεί να κατηγορηθεί για «εθνική μειοδοσία». Εάν κερδίσει η Ν.Δ. θα πρέπει αυτή να αποτρέψει την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και σε περίπτωση που δεν θέσει βέτο ο Μητσοτάκης θα βρεθεί σε εξαιρετικά δυσχερή θέση χωρίς να αποκλείονται ακόμη και η διάσπαση της Ν.Δ., η πτώση της κυβέρνησης και η προσφυγή στις κάλπες με απλή αναλογική.