Ευτυχώς για τον Αλέξη Τσίπρα οι μέρες που απομένουν μέχρι το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ είναι λιγότερες από 100. Για την ακρίβεια, 95. Και δύο φορές ευτυχώς επειδή μεσολαβούν οι Απόκριες και το Πάσχα, ενώ υπάρχει και η Πρωτομαγιά. Οπως και να το κάνουμε, η Τσικνοπέμπτη, το Καρναβάλι, η Καθαρά Δευτέρα, η Μεγάλη Εβδομάδα, η Ανάσταση και μέχρι του Θωμά είναι μέρες που δεν προσφέρονται για τσακωμούς.

Ευνοούν τα τσιμπούσια, το ξεφάντωμα και την καταλλαγή και όχι τα νεύρα, που αυτή την περίοδο περισσεύουν στην Κουμουνδούρου. Οσο λιγότερες είναι οι μέρες για κομματικές ζυμώσεις, συνεδριάσεις και εκδηλώσεις τόσο το καλύτερο για τον τέως πρωθυπουργό και το στελεχιακό απαράτ του κόμματός του. Είναι τέτοια η ένταση ανάμεσα στις κομματικές ομάδες, που κάποιοι νουνεχείς οδηγούνται στη σκέψη ότι για τον Τσίπρα και την ενότητα του κόμματος θα ήταν καλύτερα αν το συνέδριο γινόταν αύριο. Η παράταση του άσχημου κλίματος που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στην πλειοψηφία και τη μειοψηφία του κόμματος «είναι διαλυτική και πρέπει να βρεθεί τρόπος να ξεμπερδεύουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα», μας εκμυστηρεύεται προβεβλημένος βουλευτής και μέλος της Πολιτικής Γραμματείας.

Περίπτωση αναβολής του συνεδρίου, πάντως, δεν υφίσταται αφού όλοι συνομολογούν ότι στην περίπτωση αυτή οι φατριασμοί και τα διχαστικά φαινόμενα θα μεγάλωναν και θα παροξύνονταν. Η αναβολή της Κεντρικής Επιτροπής για μία εβδομάδα είναι φυσικά διαφορετικό πράγμα, ενώ εκρίθη και επιβεβλημένη επειδή, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, δεν ήταν έτοιμο το πολιτικό κείμενο απολογισμού της οκταετίας (2012-2020) όπου ο ΣΥΡΙΖΑ ξέφυγε από το 3%, έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, κυβέρνησε τη χώρα πέντε χρόνια και έχοντας εκτοπίσει το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στο 32%. Ορισμένοι αμφισβητούν την επίσημη εκδοχή και υποστηρίζουν ότι Δραγασάκης, Μπαλτάς και Δρίτσας είχαν έτοιμο κείμενο 70 σελίδων, όμως ο Τσίπρας, με τη δικαιολογία ότι χρειάζεται να το δει και ο ίδιος και να κάνει διορθώσεις, το χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για να αποφευχθεί η… σφαγή ανάμεσα στους προεδρικούς και την αριστερή αντιπολίτευση αυτό το Σαββατοκύριακο στην Κεντρική Επιτροπή, αφού τα πολιτικά και οργανωτικά προαπαιτούμενα του συνεδρίου δεν έχουν εισέτι επιλυθεί.

Κάποιοι άλλοι λένε ότι υπήρχε γκρίνια και από τους πασοκογενείς, τους Δημαρίτες, τους «γεφυροποιούς», τους «καραβελιστές» και όσους άλλους συγκροτούν τη λεγόμενη «Προοδευτική Συμμαχία». Και ο λόγος είναι ότι αισθάνονται παραγκωνισμένοι. Γίνεται ένα συνέδριο στο οποίο μεν μετέχουν, αλλά τη συμμετοχή τους δεν την αποφασίζει, όπως περίμεναν, η Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης, ούτε το διευρυμένο Πολιτικό Συμβούλιο, αλλά η Πολιτική Γραμματεία και η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. «Δεν είμαστε μουσαφιραίοι, ούτε πελταστές των στρατηγών Ευκλείδη, Σκουρλέτη και Φίλη, αλλά ιδρυτική συνιστώσα της νέας Προοδευτικής Παράταξης που θα αποφασιστεί τον Μάιο», μας λέει διακεκριμένο στέλεχος της Προοδευτικής Συμμαχίας. «Το συνέδριο είναι του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι της Προοδευτικής Συμμαχίας», αντιτείνει ιστορικό στέλεχος της Κουμουνδούρου και προσθέτει: «Εκεί θα αποφασίσουμε αν και τι θα αλλάξουμε όσον αφορά το όνομα, τη φυσιογνωμία, τη δομή και τις προτεραιότητες, ιδεολογικές και πολιτικές, του κόμματος και όχι νωρίτερα. Δημοψήφισμα μπορεί να γίνει, αλλά για θέματα πολιτικής στο ασφαλιστικό, στα εργασιακά, στο μεταναστευτικό, στα εθνικά, στην υγεία, στην παιδεία και άλλα».

Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους προεδρικούς και τους πασοκογενείς από τη μια μεριά και την αριστερή αντιπολίτευση από την άλλη. Οι πρώτοι θέλουν να λυθούν πριν από το συνέδριο και από τα περίπου 60.000 μέλη που πιθανολογούν ότι θα λάβουν μέρος σε ένα δημοψήφισμα και όχι από τους 5.000 συνέδρους, η πλειοψηφία των οποίων (βασίμως) εκτιμάται ότι θα είναι παραδοσιακά κομματικά στελέχη και από τα οποία τουλάχιστον το 30% θα επιθυμεί την προσήλωση στα νάματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και όχι τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε φορέα έκφρασης της ευρύτερης Προοδευτικής Παράταξης, περιλαμβανομένης και της Κεντροαριστεράς. Αντίθετα, η αριστερή αντιπολίτευση θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να συνεχίσει να είναι κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, και μάλιστα κάποιοι -όπως ο Μάκης Σπαθής, μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και ιστορικό στέλεχος της ανανεωτικής Αριστεράς- υποστηρίζει ότι «το ερώτημα “μετασχηματισμός ή ανασυγκρότηση” είναι παραπλανητικό» και μάλιστα διατείνεται ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν μετασχηματιστεί και ανασυγκροτηθεί ως συλλογικό πολιτικό υποκείμενο με τη δομή και τη λειτουργία ενός κόμματος της μαρξιστικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, η μάχη θα είναι χαμένη εκ των προτέρων». Προβλέπει δε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, «αν συνεχίσει να πολιτεύεται με τον ίδιο τρόπο που έκανε μέχρι τώρα, αποϊδεολογικοποιώντας τις ταξικές αντιθέσεις στο όνομα μιας ρεαλιστικής πολιτικής που έχουν ανάγκη “το Εθνος και η Πατρίδα” για τη σωτηρία του, θα πάρει οριστικό διαζύγιο με την Αριστερά». Και καταλήγει: «Εχει ανάγκη λοιπόν από την ανασυγκρότηση και τον μετασχηματισμό στην παραπάνω κατεύθυνση διότι η θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα δεν χαρακτηρίζεται αριστερή, με εξαίρεση κάποιες λεπτές αποχρώσεις και κοινωνικές ευαισθησίες».

Οι ποσοστώσεις

Το κλίμα ενδέχεται να επιβαρυνθεί έτι περαιτέρω αυτή την εβδομάδα, τη «διαβολοβδομάδα», όπως κάποιοι τη χαρακτηρίζουν, αφού θα συνεδριάσουν εκ νέου η Πολιτική Γραμματεία, το Πολιτικό Συμβούλιο, η Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης και η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να καταλήξουν στον οδικό χάρτη προς το συνέδριο και να συμφωνήσουν αν θα υπάρξουν και ποιες ποσοστώσεις ανάμεσα στις ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ και της Προοδευτικής Συμμαχίας στο συνέδριο και στη νέα Κεντρική Επιτροπή. Οι προεδρικοί, με επικεφαλής τον Νίκο Παππά, προτείνουν να γίνει ό,τι έγινε και το 1992 στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Να υπάρξουν δηλαδή συγκεκριμένες ποσοστώσεις στα όργανα του νέου κόμματος, το όνομα του οποίου θα (πρέπει να) αποφασιστεί στο δημοψήφισμα της 5ης Απριλίου, με το αποτέλεσμα να είναι δεσμευτικό για το συνέδριο. Η αριστερή αντιπολίτευση δεν αρνείται τις ποσοστώσεις, αρκεί αυτές να μην ξεπερνούν το 10%-12% των μελών της Κ.Ε. Για παράδειγμα, λένε, αν η επόμενη Κεντρική Επιτροπή έχει 250 θα μπορούσαν τα 30 να είναι από τις πέντε ομάδες που συμπαρατάσσονται με τον ΣΥΡΙΖΑ (γεφυροποιοί, καραβελιστές, πράσινοι, Δημαρίτες, πρώην Ανελίτες, που, σημειωτέον, στις 16 Φεβρουαρίου ιδρύουν και αυτοί τάση με το όνομα Προοδευτικό Δημοκρατικό Κέντρο) και οι υπόλοιποι να εκλεγούν από το συνέδριο και μεταξύ αυτών και οι βουλευτές. Οι προεδρικοί θέλουν οι βουλευτές να είναι αυτοδίκαια μέλη της Κ.Ε. και η εκλογή να γίνει για τους υπόλοιπους.

Το άνοιγμα στο ΚΙΝ.ΑΛ.

Μπορεί αυτές οι διαδικασίες να είναι βαρετές υποθέσεις για τους απολίτικους και αμύητους στα παρασκήνια και τις κομματικές ίντριγκες πολίτες, όμως είναι αυτές που τελικά ορίζουν την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού, των θέσεων και των κοινωνικοοικονομικών προτεραιοτήτων των κομμάτων και ως εκ τούτου είναι σημαντικό ευρύτερα για τον δημόσιο βίο αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς ή θα μετεξελιχθεί σε κόμμα της Κεντροαριστεράς και της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας καθώς και ποια θα είναι τα πρόσωπα της ηγεσίας του, ο Τσακαλώτος και ο Φίλης ή ο Παππάς και ο Σπίρτζης. Και φυσικά, το μέγα ζητούμενο είναι αν θα δρομολογηθούν διαδικασίες διαλόγου, συνεργασίας και ενδεχομένως κοινής πορείας του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΙΝ.ΑΛ. Το κλίμα μέχρι πρότινος ήταν εμφυλιοπολεμικό. Η Κουμουνδούρου θεωρούσε τη Χαριλάου Τρικούπη και πληθώρα στελεχών της «τοξικούς», ενώ το ΚΙΝ.ΑΛ. χαρακτήριζε τους Συριζαίους «ψεύτες και απατεώνες που θέλουν να καταλάβουν τον χώρο που παραδοσιακά εξέφραζε το ΠΑΣΟΚ». Το τελευταίο διάστημα φαίνεται ότι αναζητούνται κανάλια επικοινωνίας. Η συνάντηση Αλέκου Φλαμπουράρη – Κώστα Γείτονα έγινε σε δημόσιο χώρο προφανώς, όχι επειδή είναι 40 χρόνια φίλοι, αλλά επειδή και οι δύο είναι… 40 χρόνια φουρναραίοι στα κόμματά τους, με ειδικότητα στα ζυμωτήρια και τις αρτοκλασίες. Γνώριζαν ότι η συνάντηση θα προκαλούσε συζητήσεις και αντιδράσεις, και αυτό επεδίωξαν. Να αρχίσει να συζητείται η πιθανότητα συνεργασίας με φόντο τις επόμενες εκλογές που θα γίνουν με την απλή αναλογική. Την πυροδότηση των σεναρίων επεδίωξαν οι «παππούδες» του Αλέξη και της Φώφης και το πέτυχαν.
Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκονται. Το έκαναν και πριν από δύο μήνες με τη μεσολάβηση του Θεόδωρου Μαργαρίτη, στελέχους της ΔΗΜ.ΑΡ. που παρέμεινε στο ΚΙΝ.ΑΛ. μετά την αποχώρηση Θεοχαρόπουλου. Οπως δεν είναι και ο μόνος δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στις ηγεσίες των δύο κομμάτων. Εκ μέρους του Αλέξη Τσίπρα, ο Νίκος Μπίστης, κατά κύριο λόγο, και ο Δημήτρης Χατζησωκράτης, δευτερευόντως, έχουν, στο παρασκήνιο, ως συνομιλητή τον Χρήστο Πρωτόπαπα, εξ απορρήτων της Φώφης Γεννηματά. Επιπροσθέτως, οι κακές δημοσκοπικές επιδόσεις οδήγησαν τις ηγεσίες της Κουμουνδούρου και της Χαριλάου Τρικούπη να κάνουν την ανάγκη φιλοτιμία. Αντί να κατηγορεί η μία την άλλη, προφανώς, έκριναν ότι συμφερότερο και για τα δύο (αντιδεξιά μην το ξεχνάμε) κόμματα είναι να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση.

Συνεργασίες

Η κοινοβουλευτική συνεργασία, και μάλιστα σε θέματα όπως τα κολέγια, η 13η σύνταξη, ο κατώτατος μισθός, οι πλειστηριασμοί, η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας υγείας, είναι, όπως λένε οι «ανιχνευτές της όσμωσης», ένα μονοπάτι εύκολο προς αυτή την κατεύθυνση τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και για το ΚΙΝ.ΑΛ. Υπέρ του διαλόγου και της πιθανής μελλοντικής συνεργασίας, ενάντια στη δεξιά ηγεμονία και για μια προοδευτική διακυβέρνηση τάσσεται, σύμφωνα με πληροφορίες, και ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος όμως θεωρεί ότι ο διάλογος για να ευδοκιμήσει -επειδή υπάρχουν τραυματικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο κόμματα- θα πρέπει να ξεκινήσει επί προγραμματικών θέσεων και στόχων και να μην προκύπτει ως αποτέλεσμα παρασκηνιακών συμφωνιών κορυφής. Ο Αλέξης Τσίπρας, έχοντας προφανώς κατά νου και τις κυβερνητικές συμπράξεις που θα χρειαστούν μετά τις εκλογές με την απλή αναλογική, έχει δώσει εντολή στα στελέχη του αφενός να σταματήσουν να είναι επιθετικά και να συμπεριφέρονται αλαζονικά απέναντι στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝ.ΑΛ. και αφετέρου να προωθούν παντού (στο Κοινοβούλιο, στα συνδικάτα, στην Αυτοδιοίκηση κ.α.) τον διάλογο και τη συνεργασία των δύο κομμάτων. Μάλιστα, στις 22 Φεβρουαρίου ο Αλέξης Τσίπρας, από το βήμα της ανοιχτής εκδήλωσης που θα γίνει στην Αθήνα, θα καλέσει σε συνεργασία «το ΚΙΝ.ΑΛ. και τις άλλες προοδευτικές δυνάμεις προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη και για να δημιουργηθεί ένα προοδευτικό μέτωπο διακυβέρνησης υπέρ των συμφερόντων του λαού και της χώρας».

Μέτωπα

Οι προτάσεις για συνεργασία και η δημιουργία αντικυβερνητικών μετώπων στα θέματα της υγείας, της παιδείας, του κατώτατου μισθού, των εργασιακών δικαιωμάτων είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να ξεφύγει από τη μέγγενη του εσωκομματικού μικρόκοσμου και των συγκρούσεων των ομάδων εν όψει του συνεδρίου. «Εξωστρέφεια και φυγή προς τα μπρος» είναι η προτροπή του προς τους βουλευτές και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Και φυσικά «να πέσουν οι τόνοι». Αυτό άλλωστε ζήτησε και από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, όταν συναντήθηκε για λίγο μαζί του προτού ξεκινήσει η συζήτηση με τον πρώην Ιταλό πρωθυπουργό και νυν Ευρωπαίο επίτροπο για την Οικονομία Πάολο Τζεντιλόνι. Είναι πάντως δύσκολο να το πετύχει επειδή πίσω από τον πόλεμο των θέσεων για το όνομα, τη φυσιογνωμία και τον προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ κρύβεται η (φραξιονιστική ενίοτε) προσπάθεια για τον οργανωτικό έλεγχο του συνεδρίου και της νέας Κεντρικής Επιτροπής. Αυτό είναι που κυριαρχεί στη συμπεριφορά σχεδόν του συνόλου των βουλευτών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και των πασοκογενών και όχι ποια ήταν τα διδάγματα από την (πολιτικοεκλογική) άνοδο και την (κυβερνητική) πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία θα περιγράφονται στο κείμενο των Δραγασάκη, Μπαλτά, Δρίτσα, που θα μοιραστεί στα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας τη Δευτέρα, αλλά και στο διεθνές συνέδριο, το οποίο στις αρχές Απριλίου θα αξιολογήσει την κυβερνητική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και θα προτείνει έναν νέο προοδευτικό και πράσινο δρόμο για την Ευρώπη.

Χρειάζονται προτάσεις

Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια του Τσίπρα μέχρι το συνέδριο θα είναι να ρυμουλκήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στη δημιουργία γεγονότων και να τον βγάλει από τη μιζέρια των πολλών μικρών και αιματηρών κομματικών εμφυλίων που μόνο αρνητικές εντυπώσεις αφήνουν στους ψηφοφόρους. Η εισήγησή του προχθές στο Πολιτικό Συμβούλιο για ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών -ει δυνατόν, μαζί και με το ΚΙΝ.ΑΛ., αλλά και το ΜέΡΑ25 και το ΚΚΕ- στα ελληνοτουρκικά, στο μεταναστευτικό, στους πλειστηριασμούς, στα εργασιακά και τον κατώτατο μισθό μπορεί να δίνει διέξοδο στο αδιέξοδο της εσωκομματικής ομφαλοσκόπησης, όμως για να συγκινήσει και τους πολίτες θα πρέπει, όπως του είπε και ο Φώτης Κουβέλης, να γίνει συγκεκριμένος κυβερνητικός λόγος.
Προσώρας όμως, όπως καταγγέλλουν οι προεδρικοί, οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ έχουν δυσκολία όχι στην εκμάθηση των θέσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά στην προσπάθεια εγγραφής τους στους καταλόγους του iSyriza. Οι της αριστερής αντιπολίτευσης, που έχουν δύναμη στις κομματικές οργανώσεις, αντιτείνουν ότι δεν σαμποτάρουν την ηλεκτρονική εγγραφή νέων μελών. Την αποδίδουν στα προβλήματα του συστήματος.